Σάββατο 13 Μαΐου 2017

Γιώργος Ευσταθίου : Ο έρωτας είναι μια παρόρμηση που τη ζεις και η φθορά πιο σκληρή από τον θάνατο.

Τον συνάντησα, με αφορμή την επίσκεψή του στη Θεσσαλονίκη, για την παρουσίαση της ποιητικής του συλλογής με τίτλο Η τρυφερότητα των άκρων, Εκδόσεις Οδός Πανός, (5η έκδοση), στο πλαίσιο της 14ης Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου. «Ρώτα με ότι θέλεις, θα σου απαντήσω» μου είπε στα πρώτα λεπτά της συζήτησής μας, ο Γιώργος Ευσταθίου, ανοιχτός, διάφανος και «ευάλωτος», όπως
λέει στη συνέχεια, μίλησε για όλα. Τον έρωτα, την απώλεια, τους πιστούς και λατρεμένους φίλους, την τέχνη, τις μέρες ραδιοφώνου επί Μάνου Χατζιδάκι και Δημήτρη Παπαδημητρίου, το μαύρο στην ΕΡΤ, τον Γιώργο Ιωάννου και τις συνεντεύξεις που χαράχτηκαν, για διαφορετικούς λόγους, στη μνήμη του, με προσωπικότητες όπως ο Ζυλ Ντασέν ή ακόμη και η Ρίτα Σακελαρίου, κατά τη διάρκεια της συνεργασίας του με τις εκδόσεις Τερζόπουλου, τη χρυσή εποχή του περιοδικού τύπου. Μια συνέντευξη-ντοκουμέντο. Μια καταγραφή και συνάμα διήγηση, μιας ολόκληρης εποχής και τις μεταβάσεις της στα πολιτιστικά, καλλιτεχνικά και πολιτικά πράγματα της χώρας, που μας έκανε και τους δύο, για ώρα να ξεχαστούμε, σε ένα χείμαρρο εξομολογήσεων και διαπιστώσεων. Μια συζήτηση, στην οποία, όλα λέγονται με το όνομά τους και σίγουρα, θα ήταν καλό να έχετε ήδη ετοιμάσει τον καφέ σας, για την ανάγνωση μιας, εφ’ όλης της ύλης, κατάθεσης ψυχής.

Γράφεις  σε πρώτο πρόσωπο τις περισσότερες φορές. Είναι κάτι που για σένα εξυπηρετεί κάποιο συγκεκριμένο σκοπό;
«Γράφω, όπως μου βγαίνει εκείνη τη στιγμή. Δοκίμασα να γράψω σε τρίτο  πρόσωπο, αλλά ένιωθα, τις περισσότερες φορές, να λείπει κάτι. Γενικά είμαι άνθρωπος που δεν λειτουργεί με στρατηγικές και συγκεκριμένη στόχευση. Σε όλη μου τη ζωή, το ένα έφερε το άλλο, σε ένα παιχνίδι της μοίρας, ανάμεσα σε συγκυρίες και συμπτώσεις».
Συχνά αναφέρεσαι στη στρατηγική και την υποκρισία στον έρωτα, τον οποίο πάντα υμνείς, δηλώνοντας  πως στέκεσαι αθώος, αφελής, ευάλωτος, απέναντί του, για να καταλήξεις, πως η προδοσία και ο πόνος, είναι και η πηγή έμπνευσης και ο λόγος της γραφής.
«Ο έρωτας είναι αναγκαίο κακό στη ζωή μας. Είναι το αντίδοτο στον φόβο του θανάτου. Η επιβεβαίωση ότι είμαστε ζωντανοί. Όταν φίλοι με ρωτούν, πώς, στα 61 μου χρόνια, είναι ακόμη δυνατόν να ερωτεύομαι, απαντώ, πως δεν μπορώ, να διανοηθώ τη ζωή μου χωρίς έρωτα. Θα έχανα το νόημα της ζωής. Θα υπήρχα, δεν θα ζούσα και αν είναι να συμβεί κάτι τέτοιο, προτιμώ εκείνη τη στιγμή να πεθάνω.
Και ναι. Στέκομαι απέναντί του άοπλος και «αφελής», συνειδητοποιώντας με λύπη και πικρία, αυτό που εισπράττω και βλέπω να συμβαίνει γύρω μου. Τι θα πει στρατηγική στον έρωτα; Τι θα πει είναι πόλεμος ο έρωτας; Μου είναι αδύνατον, να παίξω αυτό το παιχνίδι και ίσως είναι αργά για να το μάθω, ακολουθώντας τις συμβουλές φίλων, όπως: «Μην απαντήσεις αμέσως», «Δείξε αδιάφορος», «Μην τηλεφωνήσεις πρώτος» «Πάρε μετά από μέρες» «Ανέφερε ένα άλλο όνομα κατά λάθος» και πάει λέγοντας. Ο έρωτας είναι μια παρόρμηση που τη ζεις. Τη χαρά τη ζεις, δεν θες να σπαταλήσεις πολύτιμο  χρόνο για να την περιγράψεις. Ο πόνος γίνεται έμπνευση. Η κόκκινη σταγόνα αίμα στο χαρτί.
Το να εκθέτω την αλήθεια μου και να μιλώ για τις αδυναμίες μου, να είμαι «γυμνός» και «ευάλωτος» δημόσια, είναι η δύναμή μου. Όταν τα έχεις πει όλα ο ίδιος, για τον εαυτό σου, κανείς δεν είναι ικανός να σε βλάψει. Δεν έχεις αφήσει κάτι κρυφό και μυστικό, από φόβο μήπως και χρησιμοποιηθεί εναντίον σου».

Τα ποιήματα, τα οποία αφιερώνεις σε φίλους, αλλά και μέλη της οικογένειάς σου, είναι ο τρόπος να τους αποχαιρετήσεις, από τη ζωή σου;
«Το αντίθετο θα έλεγα. Τους τακτοποιώ μέσα μου. Είναι ο τρόπος να συνεχίσω να τους εμπεριέχω στη ζωή μου, θέλοντας να πιστεύω πως και αυτοί με εμπεριείχαν στη δική τους ή συνεχίζουν να με εμπεριέχουν, όπως π.χ. η Ζυράννα Ζατέλη. Το ποίημα για τον ποιητή Γιάννη Κοντό γράφτηκε τη μέρα του θανάτου του, σε μια στιγμιαία παρόρμηση. Για τον Γιώργο Ιωάννου έγραψα χρόνια μετά το θάνατό του και η Ζυράννα ήταν και θα είναι αγαπημένη φίλη.
Τη Ζυράννα, τη γνωρίζω, από τα 17 μου χρόνια, πριν εμπλακούμε ο καθένας με τον τρόπο του, στον καλλιτεχνικό χώρο. Ήμασταν κολλητοί και θυμάμαι ,όταν ενώ βρισκόμασταν καθημερινά, μια φορά την έχασα για τρεις μέρες. Δεν είχε τηλέφωνο τότε κι αναγκάστηκα να την αναζητήσω και να κολλήσω, πολλές φορές, χαρτάκια με μηνύματα στην πόρτα της, ανησυχώντας, για το τι μπορεί να έχει συμβεί. Τρεις μέρες λοιπόν, μετά τη μυστηριώδη της εξαφάνιση, χτύπησε ξημερώματα την πόρτα μου και ενώ εγώ ζητούσα εξηγήσεις, εκφράζοντας  την ανησυχία μου, μου είπε: «Διάβασέ το!». Ήταν το πρώτο της διήγημα  «Περσινή αρραβωνιαστικιά» και η αρχή για όλα όσα επακολούθησαν. Το διάβασα την ίδια στιγμή και της απάντησα: «Μετά από αυτό θα σε διεκδικεί μέχρι και ο Μάρκος!» εννοώντας τον γάτο.
Η Ζυράννα μου «σύστησε» τον  Γιώργο Ιωάννου, όταν μου έδωσε τότε γύρω στα 19 μου, τα Σαρκοφάγος, Η μόνη κληρονομιά, Για ένα φιλότιμο, από τις εκδόσεις Ερμής. Με γοήτευσε στη γραφή του, αυτή η θαλπωρή και η παραμυθία του και για πρώτη και μοναδική φορά στη ζωή μου, είπα μέσα μου για έναν άνθρωπο, τον οποίο δεν είχα συναντήσει : «Αυτόν τον άνθρωπο, θέλω να τον έχω φίλο». Το σύμπαν δεν ξέρω αν συνωμοτεί, αλλά χρόνια αργότερα, το 1980, όταν ήμουν στο τρίτο πρόγραμμα, διαβάζω τον Επιτάφιο Θρήνο του Ιωάννου και αφού γίνεται δεκτή η πρότασή μου, τον καλώ στο στούντιο στην Αθήνα, να τον διαβάσει ο ίδιος. Δέχεται και ηχογραφούμε Μ. Πέμπτη, για να βγει στον αέρα Μ. Παρασκευή, σημειώνοντας τεράστια επιτυχία.
Ήταν μια βαθιά, κεραυνοβόλος φιλία που κράτησε ως τον θάνατό του το 1985, όπου στο πρόσωπό του ίσως βρήκα την πατρική φιγούρα κι αυτός τον γιο που δεν είχε αποκτήσει. Η συνάντησή μαζί του υπήρξε καθοριστική για μένα. Διέθετε μια συγκλονιστική αλήθεια και με είχε εντυπωσιάσει η συμπεριφορά του απέναντί μου, μια που με αντιμετώπιζε ισότιμα, παρά το νεαρό της ηλικίας μου, χωρίς ποτέ να με κάνει να νιώσω μικρός ή υποδεέστερος. Χρόνια μετά τον θάνατό του, σε μια συζήτηση μας με τον Θοδωρή Γκόνη, έμαθα πως του είχε πει για μένα: «Ανησυχώ γι αυτό το παιδί. Είναι πολύ ευαίσθητος και φοβάμαι πως θα μου το τσακίσουν!». Όταν το πρωτοάκουσα, θύμωσα. «Πώς μιλούσε έτσι για μένα; Είναι δυνατόν να φοβάται;» σκέφτηκα με την ορμή της νιότης και πάλι».

Όμως, όπως παραδέχτηκες και ο ίδιος, πλέον αντιλαμβάνεσαι το δίκιο της ανησυχίας του. Μια που αναφέρθηκες στο 3ο πρόγραμμα, πως ξεκίνησε αυτή η συνεργασία;
«Ναι, είχε δίκιο, αλλά χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια και τσακιστώ πολλές φορές για να το παραδεχτώ. Και  επίσης χαίρομαι που μπόρεσα να συμβάλω στη συγκέντρωση και διάσωση του έργου του. Όπως σου είπα τα πράγματα στη ζωή μου έρχονται χωρίς να τα επιδιώκω, με οδηγούν τα βήματά μου. Έτσι, το 1978, ξεκίνησε η συνεργασία μου στο Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ, με διευθυντή τον Μάνο Χατζιδάκι, αναλαμβάνοντας, αρχικά, το καλλιτεχνικό ρεπορτάζ, στην εκπομπή του ‘Αρη Δαβαράκη,” ΤΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ”.
Έναν χρόνο αργότερα, το 1979 υπέβαλα τη δική μου πρόταση η οποία έγινε δεκτή. Επρόκειτο για τα Απομνημονεύματα του σπουδαίου καραγκιοζοπαίχτη Σωτήρη Σπαθάρη. Την ανάγνωση του βιβλίου, έκανε ο γιος του και άξιος συνεχιστής του έργου του, Ευγένιος Σπαθάρης. Υπό μορφή 10λεπτων, καθημερινών επεισοδίων, η σειρά αυτή έκανε μεγάλη αίσθηση στο ραδιοφωνικό κοινό. Ο κριτικός του περιοδικού “ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ” Μηνάς Χρηστίδης, έγραψε εξαιρετικά σχόλια στην στήλη του. Στη συνέχεια, παρουσίασα το μυθιστόρημα του Νίκου Χουλιαρά, Ο Λούσιας, σε ανάγνωση του ίδιου του συγγραφέα. Το 1981, μετά την απομάκρυνση του Μάνου Χατζιδάκι από το Τρίτο Πρόγραμμα, συνεργάστηκα αποσπασματικά με το ραδιόφωνο, ασχολούμενος, κυρίως με την δημοσιογραφία. Αξέχαστα χρόνια δίπλα στον Μάνο Χατζηδάκι, έναν άνθρωπο που πάντα ανοιχτός, σε νέες πρωτοβουλίες, έδινε την απάντηση «Καν’ το!», έτσι απλά κι αυτό βάραινε ακόμη περισσότερο την ευθύνη, να είσαι αντάξιος της εμπιστοσύνης του.
Όταν, τον Φεβουάριο του 2003, ανέλαβε την διεύθυνση του Τρίτου, ο συνθέτης Δημήτρης Παπαδημητρίου, με κάλεσε για μια νέα αποκλειστική συνεργασία, η οποία συνεχίστηκε απρόσκοπτα, μέχρι τον Ιούνιο του 2013, όταν έπεσε το “ΜΑΥΡΟ” στην ΕΡΤ. Ήταν όμως μεγάλη η απογοήτευσή μου, όταν διαπίστωσα, πως από τις 60 δεκάλεπτες αναγνώσεις του Σπαθάρη δεν είχε διασωθεί τίποτα στο αρχείο της ΕΡΤ. Είχαν σβηστεί, για να γραφούν επάνω τους αθλητικές αναμεταδώσεις και άλλα παρόμοια, κάτι που με πόνεσε βαθιά, για την έλλειψη σεβασμού σε μια δουλειά που θα μπορούσε να αποτελεί ντοκουμέντο και παρακαταθήκη. Τουλάχιστον στη νέα αυτή συνεργασία, η θεατρική σειρά εκπομπών, “ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΚΟΥΔΟΥΝΙ”, με σκοπό την καταγραφή τους για το αρχείο της ΕΡΤ, νέων αλλά και καταξιωμένων ηθοποιών σε έργα ρεπερτορίου, δεν είχε την ίδια κατάληξη.
Σ’ αυτά τα δέκα χρόνια είχα αναλάβει τις εκπομπές:
Τα πι της Αγάπης, με θέμα την παρουσίαση των καλύτερων έργων ελλήνων, κυρίως αλλά και ξένων συγγραφέων, με την κατάλληλη μουσική επένδυση των κειμένων και Το ελληνικό τραγούδι στο τρίτο(Κυριακή) με θέμα του, αποκλειστικά το καλό ελληνικό τραγούδι, από το 1950 μέχρι σήμερα, με αυστηρές προδιαγραφές. Ενώ προς το τέλος, η ζωντανή εκπομπή με τον αμφίσημο τίτλο Το σπίτι γέμισε τριζόνια (στίχος του Γιώργου Σεφέρη, που αναφέρεται στα στρατεύματα κατοχής στην Ελλάδα το 1941) ήταν αφιερωμένη στα καλύτερα, επίσης ελληνικά τραγούδια, αλλά με κυρίαρχο το λαϊκό τραγούδι.
Επίσης, ανέλαβα κάποιες ακόμη σημαντικές  παραγωγές με μεγάλη απήχηση στους ακροατές του Τρίτου. Όπως: Τα παιδιά της πιάτσας του Νίκου Τσιφόρου με αφηγητή τον Γιάννη Μποσταντζόγλου, (65 ημίωρα επεισόδια), Και με το φώς του λύκου επανέρχονται,της Ζυράννας Ζατέλη με αφηγήτρια την συγγραφέα, (70 ημίωρα επεισόδια) και τα Απομνημονεύματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη με αφηγητή τον Τζίμη Πανούση, (60 ημίωρα επεισόδια).
-Τι σε έκανε να επιλέξεις τον Πανούση, για ένα τέτοιο έργο;
«Δεν ήθελα, η ανάγνωση να γίνει από ηθοποιό, αλλά από άνθρωπο της τέχνης που και η προσωπικότητά του να φέρνει στον Μακρυγιάννη, να νιώθει ο ακροατής μια υπόγεια σχέση και σύνδεση μαζί του. Η πρώτη επιλογή ήταν ο Σπαθάρης, αλλά η προσπάθεια να ηχογραφήσουμε στο σπίτι του, λόγω των προβλημάτων υγείας που είχε πλέον, λόγω γήρατος δεν ήταν επιτυχής. Έτσι το πρότεινα στον Πανούση, ο οποίος στη συνάντησή μας πήρε το βιβλίο στα χέρια του και χωρίς να το ανοίξει, μου είπε: «Εντάξει δέχομαι, αλλά θα πάρω ότι και οι άλλοι», χωρίς να έχει ιδέα για τις αμοιβές που είχαν λάβει, η Ζυράννα και ο Μποστ. Τη μέρα που ολοκληρώσαμε τις ηχογραφήσεις, με ρώτησε απλά «Τελικά, εγώ τι θα πάρω;». Μια άψογη συνεργασία, με έναν άνθρωπο που ήταν ανοιχτός, δεκτικός και απόλυτα συνεπής στη δουλειά του, χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις, βεντετισμούς. Ένας άψογος επαγγελματίας».

-Και έρχεται το μαύρο στην ΕΡΤ.
«Τα δύο μεγάλα σοκ της ζωής μου ήταν στα 17 μου τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και το μαύρο στην ΕΡΤ. Άκαιρο, ακατανόητο, αψυχολόγητο, αδικαιολόγητο. Και δεν ξέρω αν ποτέ το ξεπεράσω. Μια προσβολή στη Δημοκρατία. Η μέρα που σταμάτησε ο χρόνος και όλα πάγωσαν. Οι «πληγές» της ΕΡΤ ήταν γνωστές.  Ήταν κάτι, που όλοι εμείς που δεν ήμασταν μόνιμοι, το βλέπαμε καθημερινά. Εμείς έπρεπε κάθε μέρα να αποδεικνύουμε έμπρακτα τον λόγο ύπαρξης μας, όταν μόνιμοι, σε διάφορα πόστα, οι οποίοι είχαν μπει, χρησιμοποιώντας ο καθένας τα δικά του μέσα, μπορεί να μην εμφανιζόταν καν ή να μην παρήγαγαν τίποτα. Δεν αναφέρομαι σε όλους αλλά σε μια μεγάλη μερίδα εξ αυτών. Δεν ήταν όμως αυτός, τρόπος εξυγίανσης. Και έρχεται μετά ο ΣΥΡΙΖΑ και τι κάνει; Τους παίρνει όλους πίσω. Όλους ανεξαιρέτως, κλείνοντας το μάτι σε άπαντες και χωρίς αξιολόγηση και έλεγχο, όσοι εκμεταλλεύτηκαν τον νόμο Παυλόπουλου, εξασφάλισαν μια μόνιμη θέση. Καμία εξυγίανση. Μια από τα ίδια και πάλι. Κι εδώ, θα ήθελα να αναφερθώ στον Δημήτρη Παπαδημητρίου. Ένα ανοιχτό δημιουργικό μυαλό, που παρήγαγε έργο και έχει την ικανότητα να βλέπει στο μέλλον, με μια απίστευτη διορατικότητα, τον οποίο χαίρομαι που έχω φίλο, πέρα από τις εξαιρετικές μας συνεργασίες. Ήταν τιμή και χαρά για μένα να επιλέξει στίχους μου για τα τραγούδια του, όπως και ο Σταμάτης Κραουνάκης».
-Οι φίλοι παίζουν μεγάλο ρόλο στη ζωή σου.
«Σε αυτό το κομμάτι είμαι πολύ τυχερός στη ζωή μου. Είναι όλοι άνθρωποι που μας συνδέει φιλία δεκαετιών και ακόμη κι όταν χανόμαστε για κάποιο διάστημα, βρισκόμαστε ξανά και είναι σαν να μην πέρασε μια μέρα. Η αφιέρωση «στον Κωστάκη» που κάνω στο βιβλίο, αφορά στον επί 52 χρόνια φίλο μου. Η δύναμη, η αγάπη και η στήριξη που παίρνω από αυτούς, είναι ανεκτίμητη. Κι εδώ πρέπει να αναφέρω, πως και η απόφαση, για  την έκδοση του βιβλίου μου, πάρθηκε στη «Συμφωνία του Ζόναρς», όπως την αποκαλούμε, αφού σε μια συνάντηση για φαγητό  μεταξύ φίλων, ένας από αυτούς, γνωρίζοντας, ότι ήδη ολοκλήρωσα τη συλλογή και σκέφτομαι να την εκδώσω, πρότεινε στον Γιώργο Χρονά, να το αναλάβει. Αν και χρόνια φίλος ο Γιώργος, δεν είχα τολμήσει να του αναφέρω κάτι σχετικά. Το μόνο που ρώτησε ήταν: « Τι τίτλο έχεις σκεφτεί;» «Η τρυφερότητα των άκρων» του απάντησα. «Εντάξει προχωράμε» μου είπε. Ήταν 27 Απριλίου 2016 και σε έναν μήνα το είχα στα χέρια μου, ειδικά εικονογραφημένο από τον εικαστικό καλλιτέχνη Αντωνάκη, οποίος εμπνεύστηκε από τα ποιήματά μου.
Μακάρι αυτή την τύχη, να την είχα και στον έρωτα!».
Στον έρωτα, τί είναι πιο σημαντικό; Η αλήθεια ή η διάρκεια;
«Και τα δύο. Μαζί με την αλήθεια, χρειάζεται και η διάρκεια, για να πάνε τα πράγματα παρά πέρα, να εξελιχθούν».
-Τα άκρα ή στα άκρα;
«Σωστά το θέτεις. Ο τίτλος εμπεριέχει την απόλυτη τρυφερότητα μιας αυθόρμητης κίνησης προς το αντικείμενο του έρωτα, όπως και περιγράφεται στο πρώτο και ομότιτλο ποίημα της συλλογής, αλλά και την υπερβολή στην οποία μπορεί να σε οδηγήσει ο έρωτας».

Αυτή τη στιγμή δίνεις συνέντευξη σε μένα, αλλά στη θητεία σου, ως δημοσιογράφος, είχες την ευκαιρία να κάνεις συνεντεύξεις με μεγάλες προσωπικότητες της τέχνης και της πολιτικής. Ποιές από αυτές έχουν χαραχτεί στη μνήμη σου;
« Από όλες τις συνεργασίες μου, ξεχωρίζω αυτή με το περιοδικό ΓΥΝΑΙΚΑ, δημιούργημα του Ευάγγελου Τερζόπουλου, για την ποιότητα που είχε σε όλα τα επίπεδα, την οποία διατήρησε, ως το τέλος ύπαρξης των Εκδόσεων Τερζόπουλου. Και οι συνεντεύξεις που έχουν μείνει στο μυαλό μου, για διαφορετικούς λόγους η κάθε μια, είναι:
Με τον ποιητή Μιχάλη Κατσαρό, όπου δεν χόρταινα να απολαμβάνω τον άναρχο και παρ’ όλα αυτά, τόσο ουσιαστικό του λόγο. Με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, για το ότι μου αποκαλύφθηκε η προσωπικότητα και ο αληθινός του χαρακτήρας. Με τον Ζυλ Ντασέν, τον γλυκύτατο, ευγενή αυτόν σκηνοθέτη, οποίος μου διηγήθηκε το παρασκήνιο της συνεργασίας του με τη Μπέτυ Ντέιβις, στο θέατρο, στα χρόνια του Μαρκαθρισμού (1952). Όταν η Ντέιβις του ζήτησε να συνεργαστούν, της είπε πως θα ήταν καλύτερα, να το προτείνει σε κάποιον άλλο, γιατί ήταν στη Μαύρη Λίστα του κινηματογράφου και θα είχε προβλήματα εξαιτίας του. Τότε αυτή του απάντησε “Fuck them!” και προχώρησε στη συνεργασία, δίνοντάς του παράλληλα μεγάλη δύναμη. Ήταν κάτι, που πραγματικά με εντυπωσίασε. Με τον Γιώργο Μαρίνο, όπου αφαίρεσα όλες τις ερωτήσεις, αφήνοντας τις απαντήσεις. Μια συνέντευξη που ήταν ένας χειμαρρώδης μονόλογος του Γιώργου και τίτλο «Χωρίς Ανάσα». Με τον Λάκη Λαζόπουλο, την περίοδο που ανέβαζε την Όπερα της πεντάρας και μου έκανε εντύπωση πως παρ’ όλο που ήταν στον πυρετό της πρόβας και στο απόγειο της δόξας της επιτυχίας του ήταν ανοιχτός, χωρίς παρεμβάσεις στη δουλειά μου, κάτι που έτσι κι αλλιώς δεν δεχόμουν ποτέ. «Γράψε ότι θες» μου είπε «Το χεις!». Με τη Ρίτα Σακελαρίου, γιατί συνάντησα μια γυναίκα, η οποία  αντιλήφθηκα πως «επέζησε» στον σκληρό κόσμο της νύχτας, λόγω μιας ιδιότυπης αφέλειας και απλοϊκής θεώρησης των πραγμάτων που διέκρινε τον αυθεντικό λαϊκό της χαρακτήρα, σε αντίθεση με την εντύπωση που είχα σχηματίσει στο μυαλό μου, πριν τη γνωρίσω”.
Και στο τέλος όλων, έρχεται ο θάνατος που μέσα από του στίχους σου, διαπιστώνω πως έχεις συμφιλιωθεί μαζί του, αλλά όχι με τη φθορά.
«Μα, η φθορά είναι πιο σκληρή από τον θάνατο».
***κείμενο φωτογραφίες @ΜαρίαΜαυρίδου http://artandpress.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

απο 11-01-09

Συνεργάτες