Παρασκευή 16 Ιουνίου 2017

Friedrich Nietzsche: Η γυναίκα μαθαίνει να μισεί όσο ξεμαθαίνει να γοητεύει

37 σπουδαία αποφθέγματα του μεγάλου φιλοσόφου & τα λόγια του Νίκου Καζαντζάκη για το Friedrich Nietzsche.-Από τη Μανταλένα Μαρία Διαμαντή
37 σπουδαία αποφθέγματα του μεγάλου φιλοσόφου & τα λόγια του Νίκου Καζαντζάκη για το Friedrich Nietzsche.-Από τη Μανταλένα Μαρία Διαμαντή
Friedrich Nietzsche... Ο άνθρωπος που ό,τι δεν τον σκότωνε, τον έκανε πιο δυνατό. Ο σπουδαίος  Γερμανός φιλόσοφος, ποιητής, συνθέτης και φιλόλογος.  Ένας από τους πρώτους υπαρξιστές φιλοσόφους. Έγραψε κριτικά δοκίμια για τη θρησκεία, την ηθική, τον πολιτισμό, τη φιλοσοφία και τις επιστήμες, δείχνοντας ιδιαίτερη κλίση στη χρήση μεταφορών, ειρωνείας και αφορισμών.
Κάποιες από τις κεντρικές  ιδέες της φιλοσοφίας του περιλαμβάνουν τον «θάνατο του Θεού», την ύπαρξη του υπερανθρώπου, την ατέρμονη επιστροφή, τον προοπτικισμό ,τη θεωρία της ηθικής κυρίων - δούλων. Η ριζική αμφισβήτηση της αξίας και της αντικειμενικότητας της αλήθειας -από μέρους του- έχει οδηγήσει σε πολλές διαμάχες. Η επίδρασή του δε, παραμένει ουσιαστική, κυρίως στον υπαρξισμό, τον μεταμοντερνισμό και του μεταστρουκτουραλισμό.
Επέλεξα 37 από τις σπουδαιότερες ρήσεις  και απόσπασμα του Νίκου Καζαντζάκη για τη "γνωριμία" του με τον Nietzsche και σας τα παραθέτω...
Δεν αρκεί να αποδεικνύουμε ένα πράγμα, πρέπει επίσης να παρασύρουμε ή να ανεβάζουμε τους ανθρώπους προς αυτό. Γι’ αυτό πρέπει να μάθει ο γνώστης να λέει τη σοφία του: και συχνά με τρόπο που να ηχεί σαν τρέλα!
Αρχίζει κανείς ξεμαθαίνοντας να αγαπάει άλλους και καταλήγει στο να μη βρίσκει πια τίποτε που να αξίζει καθ’ εαυτό να το αγαπήσει.
Αν η ζωή δεν είχε κανένα νόημα και έπρεπε να διαλέξω την α-νοησία, τότε η α-νοησία αυτή θα μου φαινόταν η πιο αξιοδιάλεχτη.
Όποιος τιμωρείται, δεν είναι πια εκείνος που έχει κάνει την πράξη. Είναι πάντα ο αποδιοπομπαίος τράγος.
Εκείνος που φτάνει στη γνώση, κατεβαίνει απρόθυμα στα νερά της αλήθειας, όχι όταν αυτή είναι βρόμικη, αλλά όταν είναι ρηχή.
Υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να ελευθερωθούν από τις δικές τους αλυσίδες και όμως είναι ελευθερωτές των φίλων τους.
Όσα δίνετε στον φίλο σας, εγώ θα τα δώσω στον εχθρό μου και πάλι δε θα γίνω φτωχότερος.
Δεν υπάρχουν καθόλου ηθικά φαινόμενα, αλλά μόνο μια ηθική ερμηνεία των φαινομένων.
Ο αισθησιασμός επισπεύδει τόσο την ανάπτυξη του έρωτα, που η ρίζα παραμένει αδύναμη και μπορεί να ξεριζωθεί εύκολα.
Στην αληθινή αγάπη, η ψυχή είναι εκείνη που περιβάλλει το σώμα.
Η γυναίκα δε θα είχε το δαιμόνιο του καλλωπισμού, αν δεν είχε το ένστικτο ότι παίζει το δεύτερο ρόλο.
Η συναναστροφή με τους ανθρώπους χαλάει το χαρακτήρα, ιδιαίτερα όταν δεν έχει κανείς τέτοιον.
Όποιος ζει όπως τα παιδιά – δηλαδή δεν παλεύει για το ψωμί του και δεν πιστεύει ότι οι πράξεις του έχουν τελική σημασία – παραμένει παιδιάστικος.
Η γυναίκα αυτή είναι όμορφη και έξυπνη: αχ, πόσο εξυπνότερη θα είχε γίνει, αν δεν ήταν όμορφη!
Θα πίστευα μόνο σε ένα θεό που ξέρει να χορεύει.
Δε σκοτώνει κανείς με την οργή, αλλά με το γέλιο.
Η γιατρειά για τον έρωτα εξακολουθεί να είναι στις περισσότερες περιπτώσεις εκείνο το παλιό δραστικό φάρμακο: η ανταπόδοση αγάπης.
Η δεξιοτεχνία επιτυγχάνεται όταν δε σφάλλει, ούτε διστάζει κανείς στην εκτέλεση.
Ήταν φίλοι, έπαψαν όμως να είναι, και διέκοψαν συγχρόνως τη φιλία τους, ο ένας επειδή πίστευε ότι είχε παραγνωριστεί πάρα πολύ, ο άλλος επειδή πίστευε ότι είχε αναγνωριστεί πάρα πολύ – και επ’ αυτού εξαπατήθηκαν και οι δύο! – διότι κανένας τους δε γνώριζε αρκετά τον εαυτό του.
Ο άνθρωπος είναι ένα σχοινί, τεντωμένο ανάμεσα στο ζώο και στον Υπεράνθρωπο – ένα σχοινί πάνω από μια άβυσσο.
Αυτό που είναι μεγάλο στον άνθρωπο είναι ότι αυτός είναι γεφύρι και όχι σκοπός: αυτό που μπορεί να αγαπήσει κανείς στον άνθρωπο είναι ότι αυτός είναι ένα πέρασμα και μια δύση.
Κανένας δεν ψεύδεται τόσο όσο ο αγανακτισμένος άνθρωπος.
Δε γνωρίζω τίποτε που να με έκανε να στοχαστώ περισσότερο το κρύψιμο και τη φύση Σφίγγας του Πλάτωνα όσο αυτό το ευτυχώς διασωθέν περιστατικό: το ότι κάτω από το μαξιλάρι του νεκροκρέβατού του δε βρήκαν καμιά «Βίβλο», τίποτε αιγυπτιακό, πυθαγόρειο, πλατωνικό – αλλά τον Αριστοφάνη.
Πολύ λίγοι είναι φτιαγμένοι για ανεξαρτησία – είναι ένα προνόμιο των δυνατών.
Οι υψηλότερες διοράσεις μας πρέπει – και θα έπρεπε! – να ηχούν σαν τρελές σε ορισμένες περιπτώσεις, σαν εγκλήματα, όταν φτάνουν με ανεπίτρεπτο τρόπο στα αυτιά εκείνων που δεν είναι φτιαγμένοι και προορισμένοι γι’ αυτές.
Όταν γυμνάσει κανείς τη συνείδησή του, αυτή τον φιλάει την ίδια στιγμή που τον δαγκώνει.
Το να μιλάς πολύ για τον εαυτό σου μπορεί να είναι και ένα μέσο για να τον κρύβεις.
Στον έπαινο υπάρχει περισσότερη ενόχληση απ’ ότι στη μομφή.
Αγαπάμε τελικά τις επιθυμίες μας και όχι αυτό που επιθυμούμε.
Δε με συντάραξε το ότι μου είπες ψέματα, αλλά το ότι δε σε πιστεύω πια.
Η αγάπη είναι μια κατάσταση όπου ο άνθρωπος βλέπει συνήθως τα πράγματα έτσι όπως αυτά δεν είναι.
Ακόμα και ο πιο θαρραλέος από εμάς σπάνια έχει το θάρρος για αυτό που γνωρίζει.
Δίχως τη μουσική η ζωή θα ήταν ένα λάθος.
Ο απογοητευμένος μιλά: Ψάχνω μεγάλους ανθρώπους, μα βρίσκω πάντα τους πιθήκους του ιδεώδους τους.
Είμαστε σαν βιτρίνες μαγαζιών στις οποίες συνεχώς τακτοποιούμε, κρύβουμε ή φανερώνουμε τις υποτιθέμενες ιδιότητες που αποδίδουν άλλοι σε εμάς – για να εξαπατάμε τον εαυτό μας.
Η συνταγή για τη δική μου ευτυχία; Ένα Ναι, ένα Όχι, μια ευθεία γραμμή, ένας σκοπός.
Στη μεγαλύτερη συμφορά που αντιπροσωπεύει ο χριστιανισμός, ο Πλάτωνας είναι εκείνη η αμφισημαντότητα και γοητεία που ονομάζεται «ιδεώδες», η οποία έκανε τις ευγενέστερες φύσεις της αρχαιότητας να παρανοήσουν τον εαυτό τους και να περάσουν τη γέφυρα που οδηγούσε στο «σταυρό».
Ο Νίκος Καζαντζάκης γράφει για τον  Friedrich Nietzsche:
Μια μέρα εκεί που διάβαζα σκυμμένος στη Βιβλιοθήκη της Άγιας Γενεβιέβης, μια κοπέλα με ζύγωσε κι έγειρε από πάνω μου. Κρατούσε ανοιχτό ένα βιβλίο κι είχε βάλει το χέρι της κάτω από τη φωτογραφία ενός αντρός που ‘χε το βιβλίο, για να κρύψει τ’ όνομά του, και με κοίταζε με κατάπληξη. -Ποιος είναι αυτός; με ρώτησε δείχνοντάς μου την εικόνα. Σήκωσα τους ώμους: -Πώς θέλετε να ξέρω; Είπα.
-Μα είστε εσείς, έκαμε η κοπέλα, εσείς, απαράλλαχτος. Κοιτάχτε το μέτωπο, τα πυκνά φρύδια, τα βαθουλά μάτια. Μονάχα που αυτός είχε χοντρά κρεμαστά μουστάκια, κι εσείς δεν έχετε.
Κοίταξα αλαφιασμένος: -Ποιος είναι λοιπόν; Έκανα προσπαθώντας ν’ αναμερίσω το χέρι της κοπέλας, να δω τ’ όνομα.
-Δεν τον γνωρίζετε; Πρώτη φορά τον βλέπετε;
Ο Νίτσε! Ο Νίτσε! Είχα ακούσει τ’ όνομά του, μα δεν είχα ακόμα τίποτα διαβάσει δικό του.
-Δε διαβάσατε τη Γένεση της Τραγωδίας, το Ζαρατούστρα του; Για τον Αιώνιο Γυρισμό, για τον Υπεράνθρωπο;
-Τίποτα, τίποτα, απαντούσα ντροπιασμένος, τίποτα.
-Περιμένετε! Είπε κι έφυγε η κοπέλα πεταχτή.
Σε λίγο μου ‘φερνε το Ζαρατούστρα.
-Να, είπε γελώντας, να λιονταρίσια θροφή για το μυαλό σας – αν έχετε μυαλό. Κι αν το μυαλό σας πεινάει.
Ετούτη στάθηκε μια από τις πιο αποφασιστικές στιγμές της ζωής μου. Εδώ, στη Βιβλιοθήκη της Άγιας Γενεβιέβης, με τη μεσολάβηση μιας άγνωστης φοιτήτριας, μου ‘χε στήσει καρτέρι η μοίρα μου. Εδώ με περίμενε, φλογερός, αιματωμένος, μεγάλος πολεμιστής, ο Αντίχριστος. Στην αρχή με κατατρόμαξε. Τίποτα δεν του ‘λειπε: αναίδεια κι αλαζονεία, μυαλό απροσκύνητο, λύσσα καταστροφής, σαρκασμός, κυνισμός, ανόσιο γέλιο, όλα τα νύχια, τα δόντια και τα φτερά του Εωσφόρου.
Μα με είχε συνεπάρει η ορμή του κι η περηφάνια, με είχε μεθύσει ο κίντυνος και βυθίζουμουν μέσα στο έργο του με λαχτάρα και τρόμο, σα να ‘μπαινα σε βουερή ζούγκλα, γεμάτη πεινασμένα θεριά και ζαλιστικά σερνικολούλουδα. Βιάζουμουν να τελειώσουν τα μαθήματα στη Σορβόννη, να βραδιάσει, να γυρίσω σπίτι, να ‘ρθει η σπιτονοικοκυρά να ανάψει το τζάκι και ν’ ανοίξω τα βιβλία του –πυργώνουνταν όλα απάνω στο τραπέζι μου– και να αρχίζω μαζί του το πάλεμα.
Σιγά σιγά είχα συνηθίσει τη φωνή του, την κομμένη ανάσα του, τις κραυγές του πόνου του. Δεν ήξερα, τώρα το μάθαινα, πως κι ο Αντίχριστος αγωνίζεται κι υποφέρει όπως κι ο Χριστός και πως κάποτε, στις στιγμές του πόνου τους, τα πρόσωπά τους μοιάζουν. Ανόσιες μου φάνταζαν βλαστήμιες τα κηρύγματά του, κι ο Υπεράνθρωπός του δολοφόνος του Θεού.
Κι όμως μια μυστική γοητεία είχε ο αντάρτης ετούτος, μαυλιστικό ξόρκι τα λόγια του, που ζάλιζε και μεθούσε κι έκανε την καρδιά σου να χορεύει. Αλήθεια, ένας χορός διονυσιακός ο στοχασμός του, ένας όρθιος παιάνας που υψώνεται θριαμβευτικά στην πιο ανέλπιδη στιγμή της ανθρώπινης κι υπερανθρώπινης τραγωδίας. Καμάρωνα, χωρίς να το θέλω, τη θλίψη του, την παλικαριά του και την αγνότητα και τις στάλες τα αίματα που περιράντιζαν το μέτωπό του, σαν να φορούσε και τούτος, ο Αντίχριστος, αγκάθινο στεφάνι.
Σιγά σιγά, χωρίς να το ‘χω διόλου συνειδητά στο νου μου, οι δυο μορφές, Χριστός κι Αντίχριστος, έσμιγαν. Δεν ήταν λοιπόν ετούτοι οι δυο, προαιώνιοι οχτροί, δεν είναι ο Εωσφόρος αντίμαχος του Θεού, μπορεί ποτέ το Κακό να μπει στην υπηρεσία του Καλού και να συνεργαστεί μαζί του; Με τον καιρό όσο μελετούσα το έργου του αντίθεου προφήτη, ανέβαινα από σκαλί σε σκαλί σε μια μυστική παράτολμη ενότητα. Το Καλό και το Κακό, έλεγα, είναι οχτροί, να το πρώτο σκαλοπάτι της μύησης.
Το Καλό και το Κακό είναι συνεργάτες, αυτό είναι το δεύτερο, το πιο αψηλό σκαλοπάτι της μύησης. Το Καλό και το Κακό είναι ένα! Αυτό ‘ναι το πιο αψηλό, όπου ως τώρα μπόρεσα να φτάσω σκαλοπάτι. […] Λιονταρίσια η τροφή που με τάισε ο Νίτσε στην πιο κρίσιμη, την πιο πεινασμένη στιγμή της νιότης. Θράσεψα, δεν μπορούσα πια να χωρέσω στο σημερινό άνθρωπο, όπως εκατάντησε, μήτε στο Χριστό, όπως τον κατάντησαν.
Α! φώναζα αγαναχτισμένος, η παμπόνηρη θρησκεία που μετατοπίζει τις αμοιβές και τιμωρίες σε μελλούμενη ζωή, για να παρηγορήσει τους σκλάβους, τους κιότηδες, τους αδικημένους, και να μπορέσουν να βαστάξουν αγόγγυστα τη σίγουρη ετούτη επίγεια ζωή και να σκύβουν υπομονετικά το σβέρκο στους αφεντάδες! Τι οβραίικη Αγία Τράπεζα η θρησκεία ετούτη, που δίνεις μια πεντάρα στην επίγεια ζωή κι εισπράττεις αθάνατα εκατομμύρια στην άλλη! Τι απλοϊκότητα, τι πονηριά, τι τοκογλυφία! Όχι, δεν μπορεί να ‘ναι λεύτερος που ελπίζει Παράδεισο ή που φοβάται την Κόλαση.
Ντροπή πια να μεθούμε στις ταβέρνες της ελπίδας! Ή κάτω στα υπόγεια του φόβου. Πόσα χρόνια και δεν το ‘χα καταλάβει, κι έπρεπε να ‘ρθει ο άγριος ετούτος προφήτης να μου ανοίξει τα μάτια! […] Κι άξαφνα η Εκκλησία του Χριστού, όπως την κατάντησαν οι ρασοφόροι, μου φάνταξε μια μάντρα, όπου μερόνυχτα βελάζουν, ακουμπώντας το ένα στο άλλο, χιλιάδες πρόβατα κυριεμένα από πανικό κι απλώνουν το λαιμό κι αγλείφουν το χέρι και το μαχαίρι που τα σφάζει. Κι άλλα τρέμουν γιατί φοβούνται πως θα σουβλίζουνται αιώνια στις φλόγες, κι άλλα βιάζουνται να σφαχτούν για να βόσκουν στους αιώνες των αιώνων σε αθάνατο ανοιξιάτικο χορτάρι.[…]klik

Δεν υπάρχουν σχόλια:

απο 11-01-09

Συνεργάτες