Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2021

23 χρόνια δραπέτης: Φυγόδικος πολιτικός εντοπίστηκε δύο δεκαετίες μετά

 

 


Ύστερα από δύο καταδίκες ένας τοπικός αξιωματούχος δεν περίμενε να πάει ξανά στην φυλακή. Εξαφανίστηκε και δεν βρέθηκε παρά 23 χρόνια μετά


Ο Μπιλ Τζόουνς είχε εκλεγεί στο δημοτικό συμβούλιο της μικρής πόλης Μεντζ στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, ωστόσο η θητεία του δεν ήταν ανέφελη. Είχε καταδικαστεί δύο φορές για αδικήματα, είχε

αποδράσει ήδη μια φορά και είχε εκτίσει ποινή φυλάκισης, ενώ ανέμενε την απόφαση για μια δεύτερη. Μέχρι που τον Οκτώβριο του 1997 λίγο πριν αποφασιστεί η ποινή που θα έπρεπε να εκτίσει χάθηκε για ακόμα μια φορά από προσώπου γης. Αυτή τη φορά χρειάστηκαν 23 χρόνια και ένας υποψιασμένος αστυνομικός 800 χιλιόμετρα μακριά για να μπορέσει να εντοπιστεί ξανά. Αυτή είναι η ιστορία του.

Θητεία με προβλήματα

Ο Μπιλ Τζόουνς τη δεκαετία του ’90 είχε εκλεγεί σε ένα ανώτατο αξίωμα του δήμου Μεντζ της Νέας Υόρκης. Ως «επόπτης» (supervisor, ένα αιρετό αξίωμα στις πόλεις της Νέας Υόρκης) είχε πολλές ευθύνες καθώς ηγούνταν των δημοτικών συμβουλίων  και ψήφιζε για τις αποφάσεις που έπρεπε  να ληφθούν.

Ωστόσο, το 1996 αναγκάστηκε να μπει στην φυλακή για οχτώ μήνες καθώς κατηγορήθηκε για πειθαρχικό παράπτωμα από τη θέση του επόπτη. Πριν το δικαστήριο του επιβάλει την ποινή, ο Τζόουνς είχε εξαφανιστεί για σχεδόν έναν μήνα πριν τελικά παραδοθεί από μόνος του στις αρχές. Το παράπτωμά του προέκυψε από το γεγονός ότι είχε αρνηθεί να πληρώσει δύο εργάτες του οδικού δικτύου της πόλης τον Οκτώβριο του 1996 καθώς υποστήριζε ότι το αφεντικό τους δεν είχε συμπληρώσει σωστά τα χαρτιά τους. Ο ισχυρισμός του κατέπεσε στο δικαστήριο κι έτσι ο ίδιος καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης.

Ένα χρόνο μετά είχε ξανά μπλεξίματα με την αστυνομία. Ο δικαστής της κομητείας Καγιούγκα, στην οποία ανήκει η πόλη Μεντζ, τον διέταξε να παραδώσει την άδεια οπλοφορίας του καθώς και τα οχτώ πιστόλια που είχε στην κατοχή του. Ο ίδιος ωστόσο αντί να τα παραδώσει τα πούλησε κι γι’ αυτό συνελήφθη. Ο δικαστής διέταξε την αποφυλάκισή του μέχρι να εκδοθεί η απόφαση για την ποινή που θα έπρεπε να εκτίσει με εγγύηση 20.000 δολάρια. Όταν όμως βγήκε από την φυλακή τον Οκτώβριο του 1997, ο Τζόουνς εξαφανίστηκε. Αυτή τη φορά όμως πέτυχε να χαθεί για τα καλά. Παρά τις προσπάθειες εντοπισμού του δεν μπόρεσε κανείς να βρει τι έχει γίνει και πού έχει πάει ο Τζόουνς.

Είκοσι τρία χρόνια μετά

Πριν από περίπου έναν μήνα, ένας αστυνομικός στο νότιο Οχάιο – περίπου 800 χιλιόμετρα μακριά από την πόλη Μεντζ- είδε έναν ηλικιωμένο άντρα να περπατά κουτσαίνοντας σε έναν επαρχιακό δρόμο. Ο αστυνομικός μετέφερε τον άντρα στο νοσοκομείο, ωστόσο ο ηλικιωμένος δεν μπόρεσε τους δείξει κάποιο έγκυρο στοιχείο με φωτογραφία για την ταυτοποίησή του. Ο αστυνομικός άρχισε να υποπτεύεται ότι κάτι δεν πάει καλά με τον 71χρονο άντρα που είχε μπροστά του. Ύστερα από περισσότερες ερωτήσεις και έρευνα αποκαλύφθηκε ότι ο άντρας αυτός δεν ήταν άλλος από τον Γουίλιαμ Λ. Τζόουνς, έναν πρώην αξιωματούχο της πόλης του Μεντζ και φυγόδικο καταζητούμενο.

Η ιστορία της εξαφάνισης

Καθώς ξετυλιγόταν η ιστορία αυτών των «χαμένων» 23 ετών ήρθε στο φως μια απίστευτη οδύσσεια που περιελάμβανε μια ερωμένη, δύο συμμάχους, ένα τροχόσπιτο σε μια φάρμα που συνδέεται με ένα από τα πιο πρόσφατα ειδεχθή εγκλήματα του Οχάιο και έναν αγώνα για επιβίωση.

Η νέα υπό διωγμόν ζωή του Τζόουνς ξεκίνησε κοντά στην πόλη του Κολόμπους, όπου έμενε η ερωμένη του, Λούσι Γουίλκ, η οποία είχε τη δική της οικογένεια. Η ίδια είχε φύγει από την Νέα Υόρκη πριν από αυτόν και ο Τζόουνς πήγε να την συναντήσει λίγο μετά, όπως αναφέρει ο ντεντέκτιβ Φρέντερικ Κορνέλιους του γραφείου του Σερίφη της κομήτειας Καγιούγκα.

Λίγο αργότερα, το ζευγάρι κατευθύνθηκε νοτιότερα στην περιοχή των Απαλαχίων του Οχάιο. Εκεί, σύμφωνα με τον ντεντέκτιβ, έμειναν αρκετά χρόνια χρησιμοποιώντας τα ονόματα Μπιλ και Ντόνα Ρίτσαρντς. Οι δυο τους προσπάθησαν να βγάλουν τα προς το ζην πουλώντας μικροαντικείμενα σε υπαίθριες αγορές και πανηγύρια καταφέρνοντας μετά βίας να επιβιώνουν.

Όμως κάποια στιγμή, η αστυνομία σταμάτησε για έναν τυπικό έλεγχο την Γουίλκ ενώ οδηγούσε και οι αστυνομικοί κατάλαβαν ότι η ταυτότητά της είναι πλαστή. Τότε, το ζευγάρι δραπέτευσε ξανά και ταξίδεψε ακόμα πιο νότια στην κομητεία Πάικ του Οχάιο.

Εκεί, υιοθέτησαν τα ονόματα Μπομπ και Λούσι Ίγκανς και ζούσαν σε έναν τροχόσπιτο που βρισκόταν σε μια φάρμα εκτροφής αλόγων, γουρουνιών και σκυλιών μαστίφ. Η Γουίλκ είχε αναλάβει να φροντίζει τους σκύλους και βοηθούσε τους ιδιοκτήτες με την συμπλήρωση των φορολογικών εγγράφων.

Η φάρμα άνηκε στην Φρεντερίκα Βάγκνερ. Η οικογένεια της Βάγκνερ έμελε τελικά να γίνει πιο διάσημη κι απ’ το ζευγάρι που βρισκόταν μόνιμα στο τρέξιμο. Στην ίδια αυτή φάρμα το 2016 τέσσερις συγγενείς της Βάγκνερ δολοφόνησαν οχτώ μέλη της οικογένειας, ένα έγκλημα που θεωρείται ένα από τα πιο ειδεχθή που έχουν σημειωθεί στην πολιτεία του Οχάιο. Η ίδια η Φρεντερίκα Βάγκνερ αντιμετώπισε κατηγορίες για ψευδορκία κατά τη διάρκεια της δίκης, ωστόσο στη συνέχεια οι κατηγορίες εναντίον της κατέπεσαν.

Οι ερευνητές είχαν τότε ανακρίνει τον Τζόουνς και την Γουίλκ για πιθανή σύνδεση με την υπόθεση των δολοφονιών, ωστόσο δεν είχαν βρει κανένα στοιχείο που να υποδηλώνει κάτι τέτοιο.

Η Φρεντερίκα Βάγκνερ μιλώντας στους New York Times ανέφερε ότι δεν έχει ιδέα που βρισκόταν αργότερα η Λούσι. Στην πραγματικότητα δεν είχε φύγει μακριά καθώς πριν από έναν χρόνο είχε ανοίξει πολύ κοντά στην φάρμα την δική της επιχείρηση εκτροφής μαστίφ. Η Βάγκνερ ανέφερε επίσης ότι ο «Μπομπ», δηλαδή ο Μπιλ Τζόουνς δεν δούλευε στην φάρμα.

Ο Τζόουνς όλο αυτό το διάστημα δεν είχε κάποια μόνιμη δουλειά. Κυρίως έκανε θελήματα και πουλούσε μικροαντικείμενα σε δύο τοπικές υπαίθριες αγορές. Σε μια από αυτές εμφανιζόταν κυρίως τα Σαββατοκύριακα, πλήρωνε 10 με 12 δολάρια για να νοικιάσει το χώρο και άπλωνε στον πάγκο του μια σειρά από ετερόκλητα αντικείμενα.

«Κάποιες μέρες πουλούσε ανεμιστήρες και κάποιες άλλες είχε καλάθια γεμάτα με μπάλες του γκολφ», αναφέρει η επικεφαλής της αγοράς, Άμπι Μοντγκόμερι.

«Ήταν πραγματικά ένας από τους πιο καλούς και ευγενικούς πωλητές», αναφέρει η ίδια και λέει ότι πολλές φορές την έψαχνε ο ίδιος για να της πληρώσει το ποσό για την ενοικίαση του χώρου αν δεν είχε τύχει να περάσει αυτή από τον πάγκο του. Από την άλλη, η Μοντογκόμερι χαρακτήρισε την Γουίλκ ως «μόνιμα κακοδιάθετη».

Ο Τζόουνς «είχε πάντα χρήματα σε διαφορετικές τσέπες» και μερικές φορές του έπεφταν χαρτονομίσματα στο έδαφος χωρίς να το καταλαβαίνει. Η Μοντγκόμερι αναφέρει επίσης ότι ο Τζόουνς συχνά φαινόταν αφηρημένος και μπερδεμένος κάτι που η ίδια ερμήνευε ως πρώτα δείγματα άνοιας. Η τελευταία φορά που πήγε ο Τζόουνς στην αγορά ήταν στις 13 Δεκεμβρίου.

Μια εβδομάδα μετά η ζωή υπό διωγμόν που είχε ζήσει για 23 χρόνια έφτασε στο τέλος της καθώς ο αστυνομικός τον εντόπισε να περπατά κουτσαίνοντας κοντά σε ένα Walmart στο Γουέβερλι.

Μια άλλη ζωή

Η ζωή του Τζόουνς στο τρέξιμο ήταν πολύ διαφορετική από αυτή που είχε ζήσει πριν γίνει φυγόδικος. Ο Τζόουνς ήταν ένας άνθρωπος που είχε μπει συχνά στο στόχαστρο της κριτικής, ειδικά όταν εκλέχθηκε ως επόπτης της πόλης Μεντζ των 2300 κατοίκων. Τότε, ο αξιωματούχος Κορνέλιους μόλις είχε μπει στο σώμα και είχε συμμετάσχει σε μια μυστική επιχείρηση κατά την οποία έπρεπε να παρακολουθήσει υπό κάλυψη ένα δημοτικό συμβούλιο καθώς υπήρχε φόβος ότι μπορεί να προκύψουν βίαιες εντάσεις . Ο ίδιος είχε πάει φορώντας τζιν και ένα μπουφάν παραλλαγής, ενώ είχε πάρει μαζί του και το όπλο του.

Ο Τζόουνς ήταν πολύ ευέξαπτος, αναφέρει ο Κορνέλιους, ενώ με ύψος σχεδόν 1,90μ και βάρος σχεδόν 130 κιλά ήταν μια αρκετά τρομακτική φιγούρα.

«Μου είπαν να αναμειχθώ με το πλήθος και να πάω οπλισμένος. Ήταν σίγουρα ο τύπος με τον οποίο δεν ήξερες ποτέ πώς θα καταλήξουν τα πράγματα», αναφέρει στους New York Times ο Κορνέλιους.

Η καριέρα του Τζόουνς στην πολιτική άρχισε να καταρρέει με την υπόθεση διαφωνίας για την πληρωμή των δύο εργατών. Σε ένα δημοτικό συμβούλιο είπε ότι «είμαι έτοιμος να πάρω τον νόμο στα χέρια μου» και τότε ο δικαστής τον διέταξε να παραδώσει τα όπλα του και την άδεια οπλοφορίας κάτι που ο ίδιος αρνήθηκε.

Τώρα, ο Μπιλ Τζόουνς βρίσκεται πίσω στην κομητεία Καγιούγκα και αναμένεται να μείνει υπό κράτηση για τουλάχιστον έξι εβδομάδες. Οι New York Times προσπάθησαν να προσεγγίσουν τον δικηγόρο του, ο οποίος έχει οριστεί από την πολιτεία, ωστόσο αυτό δεν ήταν εφικτό.

Υπάρχει μια φανερή καθυστέρηση στην εφαρμογή της ποινής που είχε λάβει ο Τζόουνς πριν από δύο δεκαετίες και ο λόγος είναι απλός. Οι αρχές χρειάζονται χρόνο να ενημερώσουν την αναφορά σχετικά με τον Τζόουνς καθώς ήταν γραμμένη πριν από 23 χρόνια. Την ίδια στιγμή ο Τζόουνς πέρασε από ακροαματική διαδικασία ενώπιον του δικαστή Μαρκ Φάντριτς. Αυτή τη φορά ο δικαστής δεν επέτρεψε την αποφυλάκισή του με εγγύηση…

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

απο 11-01-09

Συνεργάτες