Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2020

Δημήτρης Πατώκος: Τα Χριστούγεννα των ταπεινών

"Το δικό μου βιβλίο, το ίδιο κάθε τέτοια περίοδο, παραδοσιακά αφημένο σε κάποιο κομοδίνο, ανακαλεί στο νου κάποια Χριστούγεννα μιας άλλης εποχής, μιας Αθήνας διαφορετικής... με το υπέροχα χρωματισμένο εξώφυλλο των «Χριστουγεννιάτικων διηγημάτων» του Παπαδιαμάντη, στο μικρό βιβλιαράκι των «εκδόσεων της Εστίας». Κι ο χρόνος ταξιδεύει την σκέψη σε παλιές, έντεχνα ξεθωριασμένες ιστορίες..." γράφει ο Δημήτρης Πατώκος.

Πώς θα περιγράφουν άραγε, ας πούμε εκατό χρόνια μετά, τα Χριστούγεννα αυτά, που φέτος άπαντες βιώνουμε; Χριστούγεννα εγκλεισμού και στανικής μόνωσης. Πρωτόγνωρα, αποστασιοποιημένα, χωρίς

χειραψίες, φιλιά και εναγκαλισμούς… Με έναν φόβο να φωλιάζει μέσα μας αλλά και μια αμυδρή ανασφάλεια, την οποία προσπαθούμε αγωνιωδώς να ξορκίσουμε μέσα στα φώτα της γιορτής. Τα φώτα της στολισμένης πόλης δεν υποδέχονται πια την πολύβουη κοσμοσυρροή παλιότερων εορταστικών ημερών. Δίνουν μεγαλόπρεπα την λάμψη τους στην ελπίδα του τέλους αυτής της ζοφερής παρένθεσης που χτύπησε βιαίως την κοινωνικότητα, την εξωστρέφεια αλλά και την ανέμελη συναναστροφή, που λειτουργούσε εκτονωτικά και ευεργετικά στην πίεση της μονότονης καθημερινότητας…

Ωστόσο, η δυνατότητα προσωπικών απολογισμών, η σύσφιξη των οικογενειακών δεσμών ή η ανάγνωση εκείνου του βιβλίου που για καιρό είχαμε ακουμπήσει σε κάποιο ράφι, με μια ανεξήγητη αναβλητικότητα για κάποια μελλοντική «καταβύθιση», έρχονται να προσδώσουν και μια κάποια θετική διάσταση στην μόνωση αυτή…

Το δικό μου βιβλίο, το ίδιο κάθε τέτοια περίοδο, παραδοσιακά αφημένο σε κάποιο κομοδίνο, ανακαλεί στο νου κάποια Χριστούγεννα μιας άλλης εποχής, μιας Αθήνας διαφορετικής… με το υπέροχα χρωματισμένο εξώφυλλο των «Χριστουγεννιάτικων διηγημάτων» του Παπαδιαμάντη, στο μικρό βιβλιαράκι των «εκδόσεων της Εστίας». Κι ο χρόνος ταξιδεύει την σκέψη σε παλιές, έντεχνα ξεθωριασμένες ιστορίες…

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, τακτικός συνεργάτης της εφημερίδας «Ἀκρόπολις», υπήρξε ο αγαπημένος του εκδότη Βλάσση Γαβριηλίδη, ο οποίος είχε διαβλέψει από καιρό, ένα σπάνιο και απαράμιλλο συγγραφικό τάλαντο. Η πρώτη τους συνάντηση ήταν χαρακτηριστική για το ήθος του διηγηματογράφου: «Θα μας μεταφράζετε μια λογοτεχνική επιφυλλίδα την εβδομάδα και θα παραδίδετε πρωτότυπα διηγήματα σε συνέχειες. Επτά χιλιάδες δραχμές θα είναι η αμοιβή σας!» του είπε ο Γαβριηλίδης. Ο Παπαδιαμάντης το σκεφτόταν ολίγον προβληματισμένος. «Τί συμβαίνει; Σας φαίνονται λίγα;» εξακολούθησε εκείνος. Κι ο Παπαδιαμάντης του απάντησε αφοπλιστικά με την βαριά αργόσυρτη φωνή του: «Πολλά είναι! Έξι χιλιάδες με φτάνουν»… Εντούτοις, δέκα χρόνια πριν, έγραφε σε επιστολή του προς τον πατέρα του: «Με έξι χιλιάδας δραχμάς διετηρήθην εγώ εις τας Αθήνας επί 10 έτη, πότε νηστικός και πότε χορτάτος. Αυτή είναι η αλήθεια».

Κάποτε βρέθηκε στα γραφεία της εφημερίδος, προκειμένου να παραδώσει το τελευταίο του χριστουγεννιάτικο διήγημα. Ο αρχισυντάκτης Σταμάτης Σταματίου δεν τον αναγνώρισε. Έτσι όπως τον αντίκρυσε κακοντυμένο, «με υποκάμισο ζουλισμένο στο λαιμό, χωρίς γραβάτα, με ρούχα οπωσδήποτε απεριποίητα και μακρύ επανωφόρι τριμμένο», πίστεψε μάλιστα ότι ήταν κάποιος ζητιάνος που ζητούσε ελεημοσύνη για τα Χριστούγεννα, όπως αρκετοί άποροι της εποχής. Ο Παπαδιαμάντης πήρε τα χρήματα και ακολούθησε ο διάλογος, όπως τον κατέγραψε ο Σταματίου:

«-Κι᾿ αὐτὰ τί νὰ τὰ κάμω; Δὲν τὰ θέλετε;

  Καὶ μοῦ ἔδειχνε κάτι χαρτιά. Νόμισα πὼς ἦταν πιστοποιητικὰ ἀπορίας.

  –Κράτησέ τα, τοῦ εἶπα, ἐμᾶς δὲν μᾶς χρειάζονται.

  Ἐσείστηκε, λυγίστηκε ὀλίγο, ἔκανε, σκυφτὸς νὰ φύγῃ, ξαναγύρισε.

  –Τότε ἀφοῦ δὲν σᾶς χρειάζονται αὐτά, ἐγὼ μὲ τί δικαίωμα θὰ πληρωθῶ;

  –Δέν πειράζει, ἀρκούμεθα εἰς τὸν λόγον σας. Χριστούγεννα εἶναι τώρα.

  –Ναί, ἀλλὰ ἂν δὲν πάρετε αὐτά, ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ πάρω χρήματα.

  –Μά δὲν τὰ παίρνετε ἐσεῖς τὰ χρήματα, σᾶς τὰ δίνουμε ἐμεῖς!…

  –Έ, τότε, πᾶρτε κι᾿ ἐσεῖς ἐτοῦτα ποὺ μοῦ τὰ ζητήσατε.

  Καὶ τὰ ἄφησε σιγὰ καὶ μαλακὰ ἀπάνω στὸ τραπέζι. Ἐσκέφθηκα, μήπως τοῦ ζήτησε τίποτα πιστοποιητικὰ τὸλογιστήριο.

  –Μά τί εἶναι, ἐπὶ τέλους αὐτά, τοῦ λέω, ποὺ πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ τὰ πάρουμε;

  –Τό διήγημα τῶν Χριστουγέννων, ποὺ μοῦ ἐζητήσατε.

  –Τό διήγημα τῶν Χριστουγέννων!!! Καὶ ποιὸς εἶσθε σεῖς;

  –Ο Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης!

  –Ο ἴδιος;

  –Ο ἴδιος καὶ ὁλόκληρος!»

Ο ζωντανός και αποκαλυπτικός διάλογος αφήνει άναυδο τον Σταματίου που επιδιώκει να σκιαγραφήσει ανάγλυφα την δραματική κατάσταση στην οποία περιέρχεται:

«Ἔπεσε τὸ ταβάνι καὶ μὲ πλάκωσε, ἡ πέννα ἔφυγε ἀπὸ τὰ χέρια μου, ὅλα ἐκεῖ μέσα, εἰκόνες, καρέκλες, βιβλία, ἐφημερίδες, σὰν νὰ στροβιλίσθηκαν γύρω μου καὶ ἔκανα ὥρα νὰ συνέλθω.»

Ζωγραφίζει την μορφή του με αριστοτεχνική λογοτεχνική δεινότητα μοναδικής ακρίβειας:

«Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης! Αὐτὸς ὁ πρίγκηψ τῶν Ἑλλήνων λογογράφων, ποὺ τὸν φανταζόμουνα ἀκτινοβολοῦντα, γελαστόν, ὡραῖον, καλοντυμένον, εὐτυχῆ, γεμάτον ἐγωϊσμόν, ἀέρα καὶ μεγαλοπρέπεια, αὐτός!… Αὐτὸς ὁ μαλακός, ὁ καλός, ὁ δειλός, ὁ φοβισμένος, καὶ τσαλακωμένος ἄνθρωπος, ποὺ στεκότανε μὲ συστολὴ μαθητοῦ ἐπιμελοῦς, ἐκεῖ ἐνώπιόν μου!… Αὐτός, ποὺ μᾶς ἔδωκε γλύκες πνευματικὲς καὶ συγκινήσεις ψυχικές, ποὺ ἀνιστόρησε κόσμους θαλασσινούς, κι᾿ ἐζωντάνεψε, ἐμπρός μας, ἀνθρώπους μακρυνοὺς κι᾿ ἀγνώστους, ποὺ τοὺς ἔκαμε δικούς μας, ἐντελῶς δικούς μας, σὰν νὰ περάσαμε μιὰ ζωὴ μαζί, αὐτὸς σὲ μιὰ τέτοια κατάστασι, ἐκεῖ ἐνώπιόν μου!… Τοῦ ἕσφιξα τὸ χέρι χωρὶς νὰ ἠμπορῶ οὔτε μιὰ λέξι νὰ προφέρω. Ἀπὸ τὴν ταραχή μου καὶ τὴ σαστιμάρα μου οὔτε τὸ φῶς δὲν ἄναψα. Αἰσθάνθηκα ἕνα τρεμουλιαστὸ χέρι νὰ σφίγγῃτὸ δικό μου καὶ τὸν ἔχασα μέσα εἰς τὸ σκοτάδι…»

Οι συνειρμοί φαντάζουν υπέροχα αναπόφευκτοι. Μαζί με τα διηγήματα, πάντα με συγκίνηση ανατρέχω και στην συναρπαστική κι ευφάνταστη μονογραφία «Αλέξανδρος Αδαμαντίου Εμμανουήλ» του λατρεμένου κι αλησμόνητου Κωστή Παπαγιώργη: «Εξωθημένος σε μια πενιχρή περιθωριακή ζωή, σε λαϊκούς χώρους με συντροφιά κάποια ναυάγια της ζωής, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης θα δεχθεί ως φυσικό συγγενή του το κρασί. Μέχρι τέλους θα του μείνει πιστός. Το κρασί του χάριζε μια εσωτερική γαλήνη, το σπίθισμα της πνευματικής μεταρσίωσης, που τόσο το είχε ανάγκη.»

Τα ωραιότερά του διηγήματα τα έγραψε οινοβαρής. Κι όταν οι φίλοι του θα συγκεντρώσουν ένα χρηματικό πόσο, που θα διασφάλιζε την παραμονή του σε κάποιο νοσοκομείο, προκειμένου να αντιμετωπίσει το πάθος του αλκοολισμού, ο ίδιος θα το αρνηθεί ευγενικά με ένα πικρό χαμόγελο αξιοπρέπειας: «Νοσοκομείο; Όχι νοσοκομείο… οι νοσοκόμοι είναι είρωνες…»

Οι συνειρμοί εξακολουθούν. Και μας ταξιδεύουν σε αυτή την ιστορική φωτογραφία…

 

Πόσο αγαπώ αυτήν την ασπρόμαυρη φωτογραφία. Κουβαλά επάνω της την αναπόφευκτη φθορά ολοκλήρου αιώνα. Στην Δεξαμενή στο Κολωνάκι, σε κάποιο υπαίθριο καφενείο, καθιστός ο Παπαδιαμάντης με το μόνιμα τριμμένο πανοφώρι του, με σταυρωμένα αμήχανα τα χέρια του και βλέμμα επιφυλακτικό απέναντι στην αδιακρισία του φακού. Δίπλα του όρθιος και σοβαρός, ίσως λίγο συγκινημένος ο επιστήθιος φίλος του Γιάννης Βλαχογιάννης. Πιθανότατα και με επίγνωση της ιστορικής στιγμής! Η μορφή του Φίλου του αποτυπώνεται στον φακό χάρη στις επίμονες πιέσεις του Παύλου Νιρβάνα και έτσι θα περάσει στην αιωνιότητα! Ο Παπαδιαμάντης φαίνεται βιαστικός, σαν να αδημονεί να τελειώνει όλη αυτή η άσκοπη διαδικασία! «Κάνε γρήγορα! Προκαλούμε την προσοχή του κοινού» παροτρύνει τον Νιρβάνα! Ποιους να εννοούσε άραγε; Ίσως το βαριεστημένο γκαρσόνι που μετά βίας διακρίνεται στην φωτογραφία πίσω και ανάμεσα από τους δυο άντρες. Πάντως ενέδωσε με φανερή δυσανασχέτηση, στην παράκληση του αγαπημένου του φίλου, όπως εξομολογείται ο Νιρβάνας: «Μήπως δεν ήταν στ’ αλήθεια, μια πραγματική θυσία που είχε κάνει στη φιλία μου; Μια θυσία της αγιότητάς του στην ειδωλολατρική ματαιότητα των εγκοσμίων»…

Χριστούγεννα περίσκεψης, ενδοσκόπησης και αβίαστων συνειρμών. Το σκοτεινό τρυγόνι του Αγίου Ελισσαίου θα σκορπίζει πάντα τις μεθυστικές του μελωδίες σε όσους τείνουν ώτα ευήκοα στην κατάνυξη που επιβάλλει η αγιότητα των ημερών.

Είθε τα επόμενα Χριστούγεννα να τα βιώσουμε πιο φωτεινά, πιο συλλογικά αλλά εξίσου αγαπητικά και στοχαστικά…

 

 

Του Δημήτρη Πατώκου

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

απο 11-01-09

Συνεργάτες