Aπό την Γεωργία Λινάρδου
«Η κρίση επηρέασε αυτή την ευλογημένη συνήθεια των νεοελλήνων να τρελαίνονται στα μπουζούκια. Είναι οδυνηρό να βλέπεις ντίβες της πίστας, που για πάρτη τους καίγανε μαγαζιά και δάνεια υποθηκευμένα πέφτανε στα πόδια τους, να ξαναγυρνάνε στα συνεργεία καθαρισμού και να στοιβάζονται στο ταμείο ανεργίας. Η κατάρα της δικηγόρου με το διδακτορικό που διάβασε το βιβλίο κι έγινε έξαλλη, γαμώ την ατυχία μου!»...


«Ασε με, αγναντεύω τη θάλασσα! Δυνάμωσε τον Ραχμάνινοφ και άδειασέ μου τη γωνιά!»... «Δεν σκοπεύω να το κάνω πριν μου πεις για όσα έζησες. Για τις νύχτες της ελληνικής επαρχίας της δεκαετίας του '90, τις μπουζουξούδες, τα νταλαβέρια της παλιάς Ελλάδας, τις επιδοτήσεις που ρούφαγαν φθηνό αλκοόλ κι έσπερναν ό,τι είχε απομείνει από τις σκισμένες νάιλον καλτσοδέτες. Θα μείνω εδώ να καταλάβω, γιατί το διαολεμένο βιβλίο που 'γραψες το 1994, "Αυτή η νύχτα μένει", συζητιέται ακόμα. Το βιβλίο που πάγωσε το φακό του Νίκου Παναγιωτόπουλου και σπάραξε την έμπνευση του Κραουνάκη: "Αυτή η νύχτα μένει αιώνες παγωμένη..."».
* Τι απέγιναν «...αυτές οι νύχτες που τσακίζουν τους ανθρώπους, με εξαιρέσεις λίγων που επιβιώνουν»;
- Δεν επιβιώνουν λίγοι. Λίγοι επιβιώνουν ανάμεσα στους νοικοκύρηδες. Τα χρόνια που μεσολαβούν από το στρατό μέχρι να φτιάξεις οικογένεια. Μετά είναι όλοι πεθαμένοι. Μπες στο λεωφορείο μεσημέρι που γυρνάνε απ' τη δουλειά, να δεις τα ζόμπι. Τη νύχτα ζεις. Μπορεί και να πεθάνεις. Δεν φυτοζωείς. Η νύχτα στα σκυλάδικα δεν θα είναι ποτέ σαν τη μέρα του δημοσίου υπαλλήλου, γιατί η νύχτα, και στο χειρότερο μαγαζί, είναι φωταγωγημένη. Οσο για τις μαγικές νύχτες, είναι σαν να μιλάει η φωνή των μικροαστών.
* Η νύχτα, η καλύτερη απ' όλες;
- Μεγάλη πουτάνα. Η καλύτερη απ' όλες. Ιδια η Κίρκη. Σε μεταμορφώνει στο άψε σβήσε. Υπήρξαν άλλοι πραγματικά «καταραμένοι», που τα 'χουν πει όλα για τη νύχτα και τα μάγια της. Παραμένω στην ίδια άποψη, η οποία συμπεριλαμβάνει και τη μέρα. Οπως είπε ο Ευριπίδης: «Και τη μέρα, αν νοιαστείς, εύκολα θα κολαστείς».
* Οταν η Μαλβίνα διάβασε το βιβλίο είπε: «Αυτή τη ζωή θα διάλεγα».
- Περιγράφεται ένας κόσμος έξω από τις νόρμες. Σαν να έχεις δει όλες τις ταινίες του Αλμοδόβαρ μαζί με του Τζον Γουότερς. Ο γεωργός, ξεπερνώντας τη χωματερή της ζωής του, το βράδυ στο μαγαζί νιώθει άρχοντας. Από πάνω στέκονται δέκα σερβιτόροι. Για πάρτη του κάνουν κονσομασιόν όλες οι τραγουδίστριες. Ηρθε να καταθέσει την επιδότηση την ευρωπαϊκή και το μαγαζί είναι σε επιφυλακή. Τον πελάτη δεν τον λυπάσαι. Ερχεται αποφασισμένος να παίξει το ρόλο αυτού που κρατάει στα χέρια του τη νύχτα, το μαγαζί, εσένα τον ίδιο. Αν δεν του φας πολλά, θα είναι αποτυχημένος στο ρόλο που διάλεξε. Οσο πιο πολλά του τρως τόσο πιο πολύ τον βοηθάς να δείξει άρχοντας. Γυναίκες αποτυχημένες, που αν κάνατε οντισιόν για καθαρίστριες δεν θα επιτρέπατε να διαβούν το κατώφλι του σπιτιού σας, φαντάζουν θεές στην πίστα λόγω του αλκοόλ.
* Πάθος...
- Εσείς μιλάτε για πάθος. Οι γυναίκες της νύχτας ίσως να μην έχουν πει ποτέ αυτή τη λέξη. Μπορεί να 'χουν πει: «Ρε ξεφτιλισμένε, μη με ξεφτιλίζεις άλλο!». Μπορεί να τον έχουν πλακώσει στο ξύλο. Αλλά εκεί τα πράγματα είναι πάθος. Πιο διαχρονικό πράγμα απ' όλα σ' αυτή τη ζωή θεωρώ ότι είναι η καύλα· και στο βιβλίο αυτό ξεχειλίζει.
* Και τώρα;
Η κρίση επηρέασε αυτή την ευλογημένη συνήθεια των νεοελλήνων να τρελαίνονται στα μπουζούκια. Είναι οδυνηρό να βλέπεις ντίβες της πίστας, που για πάρτη τους καίγανε μαγαζιά και δάνεια υποθηκευμένα πέφτανε στα πόδια τους, να ξαναγυρνάνε στα συνεργεία καθαρισμού και να στοιβάζονται στο ταμείο ανεργίας. Η κατάρα της δικηγόρου με το διδακτορικό που διάβασε το βιβλίο κι έγινε έξαλλη, γαμώ την ατυχία μου!
* Η Μαλβίνα...
- Νιώθω αφόρητα την παρουσία της. Δεν έφυγε. Οπως λέει και ο φίλος μου συγγραφέας Δημήτρης Βενιζέλος: «Οταν κάτι πεθαίνει, ανασταίνεται μέσα μου». Αυτή η Μαλβίνα που γνώρισα, και σαφώς δεν την ξέρετε, στο μακροχρόνιο παιχνίδι της σχέσης μας, μου δίδαξε: «Ο,τι είναι τώρα, είναι για πάντα» και όχι η φράση της Μήδειας που η φίλη μου έκανε σουξέ: «Ο,τι δεν είναι τώρα, δεν υπήρξε ποτέ». Κάποιες στιγμές νοσταλγώ όχι την εικονική εικόνα που έφτιαξαν οι άλλοι, αλλά τα ατέλειωτα ξενύχτια, όταν κανιβαλίζαμε την τηλεόραση. Τις ίντριγκες που σκαρώναμε και τον πανικό του Αλαφούζου στον Σκάι, όταν στο... άβατο της ποιότητας αντηχούσε ο Καφάσης με Χριστοδουλόπουλο και ο Γ. Λέκκας εκφωνούσε δελτίο στα καλιαρντά. Η Μαλβίνα μπορούσε να αποστηθίσει τον «Αδελφό» του Γιώργου Χειμωνά και με την ίδια άνεση να θυμάται τι χρώμα βρακί φορούσε η Καίτη Φίνου στο «Ελα να αγαπηθούμε ντάρλινγκ».
* Trash tv;
- Είναι θέμα σκηνικού. Αν σε πολλές εκπομπές βγάλεις τη βιβλιοθήκη και το μον μπλαν και βάλεις έναν οντά κι ένα ντέφι, έχεις ένα σκουπίδι χρυσοπληρωμένο, με τη διαφορά ότι η Ξανθή Περάκη με την Καλή Φέρρη είναι το αληθινό. Μέσα στα τόσα σκουπίδια, με τα οποία μας πυροβολεί η τηλεόραση, τα δικά μας μύριζαν αυθεντικότητα και δεν ανέδυαν δυσοσμία.
* Επέστρεψες πού;
- Με μεγάλη μου χαρά θα επέστρεφα στις Γαλλικές Αλπεις, γιατί μισώ το κύμα, ή στο Σάλτσμπουργκ που είναι ο φυσικός μου χώρος, αλλά επειδή κατάγομαι από τη Νέα Αρτάκη, επέστρεψα εδώ για τη μάνα μου. Πουθενά δεν υπάρχει πιο στέρεο έδαφος για την αγάπη από τη μνήμη.
* Η μέρα;
- Σαν το νερό κυλάει. Αγναντεύω μια θάλασσα. Εγώ πιστεύω ότι είναι ο Ατλαντικός. Οι άλλοι μου λένε πως είναι ο Ευβοϊκός. Με κάνουν έξαλλο. Παίζω τένις, ακούω κλασική μουσική, βλέπω Λιάγκα, πίνω χάπια και είμαι έτοιμος να πέσω στον Ατλαντικό...
Ασε με τώρα ν' ακούσω το τραγούδι: «Χάθηκα κι εγώ κάποια βραδιά, πέλαγο η φωνή του Καζαντζίδη, πέφταν τ' άστρα μες στη λασπουργιά, μαύρος μάγκας ο καιρός και μαύρο φίδι, μου 'γνεφε η καρδιά, πάρε μυρωδιά, το λάδι εδώ πως καίγεται και ζήσε το ταξίδι...».