Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2017

Θανάσης Λάλας: «Εχασα τα πάντα, με ζει η Αννα»...

 Θανάσης Λάλας: Είμαι σαν τον Νεϊμάρ αλλά δεν με παίζει κανένας
"Είμαι σαν τον Νεϊμάρ, αλλά δεν με παίζει κανένας".
 «Είδα τον Ψυχάρη ως πατέρα, εκείνος δεν με είδε ως γιο»...
Αρχές του 2000. Ο Θανάσης Λάλας, το πρώην «κακό παιδί» του ραδιοφώνου και «χρυσό παιδί» του ΔΟΛ τότε, παρκάρει ακριβώς μπροστά από το ιστορικό κτίριο της Χρήστου Λαδά ένα μικρό, μαύρο, αλλόκοτο σπορ αυτοκίνητο. 


Δεν...
θέλει να βγει από μέσα. Γελάει σαν μικρό παιδί σε συγκρουόμενα, κορνάρει σαν σε γαμήλιο κομβόι, φωνάζει σε όσους γνωστούς τυχαίνει να περνούν από δίπλα του: «Ελα να δεις το καινούριο μου αυτοκίνητο. Δεν είναι κουκλί; Το αγαπώ! Κι εσένα σ’ αγαπώ! Ασε τη δουλειά και μπες μέσα να σε πάω μια βόλτα». Στη βόλτα επιβιβάζεται άγνωστος κόσμος και γνωστοί δημοσιογράφοι μέχρι τη στιγμή που η ξαφνική παρουσία του Χρήστου Λαμπράκη πατάει φρένο στην έκστασή του και γκάζι στα γέλια μας: «Κύριε Λάλα, έχω μία απορία: πώς μπαίνετε και πώς βγαίνετε από αυτό το αυτοκίνητο; Εν συντομία, πώς χωράτε εδώ μέσα;».

Ο Θανάσης είναι ερωτευμένος και παρά τα περιττά κιλά του χωράει παντού. Ακόμη και μέσα σε αυτό το αλλόκοτα μικροσκοπικό αυτοκίνητο με το όνομα «Smart», το οποίο δεν σταματά να εκθειάζει όπου σταθεί κι όπου βρεθεί «μαρσάροντας» ταυτόχρονα την εικόνα του σε σκόρπια λευκά χαρτιά και άδεια πακέτα τσιγάρων. «Εκείνη την εποχή με είχε φωνάξει ο συγχωρεμένος Λαϊνόπουλος, ο πατέρας Λαϊνόπουλος, για να μου πει ότι o Νίκολας Χάγεκ, ο άνθρωπος που δημιούργησε τη Swatch και σχεδίασε το Smart για λογαριασμό της Mercedes θέλει να μου κάνει δώρο το καινούριο αυτοκίνητο, το πρώτο Smart. Ημουν ο πρώτος άνθρωπος που οδήγησε Smart στην Ελλάδα και παραμένω βαθιά ερωτευμένος με αυτό το αυτοκίνητο μέχρι σήμερα. Τότε ήμουν γενικώς πολύ ερωτευμένος: με το αυτοκίνητό μου, με τους συνεργάτες μου, με τη δουλειά μου, τις εφημερίδες και τα περιοδικά», λέει. Ο τελευταίος έρωτάς του, όμως, διακόπτεται απρόσμενα και κατά πολλούς μονόπλευρα έξι χρόνια αργότερα, όταν ο παντοδύναμος Θανάσης Λάλας παύεται από διευθυντής και αποχωρεί οριστικά από τον ΔΟΛ. 


«Ενα αυτοκίνητο είναι δύο μεγάλα χείλη, ερεθισμός και τρέλα»


Η ζωή του αλλάζει και μαζί με εκείνη κι αυτός. Περισσότερο από επιλογή, λιγότερο από ανάγκη, παραπάνω από σκοπό, καθόλου τυχαία. «Από ατύχημα βρήκα την τύχη μου», θα μου πει λίγο καιρό μετά την αποχώρησή του από τον ΔΟΛ. Θέλει να αλλάξει. Να γίνει ένας άλλος άνθρωπος. Να «λιώσει» τα κιλά του, να αλλοιώσει τη ματαιοδοξία του, να παλιώσει τη ζωή που έζησε ζωγραφίζοντας μια καινούρια. Από την επόμενη μέρα, εκτός ΔΟΛ, ξυπνάει στις 5 το πρωί, καβαλάει ένα ποδήλατο, κατηφορίζει από την Κηφισιά στον Υμηττό και τρέχει καθημερινά δέκα χιλιόμετρα. Επονται ένα βιαστικό ντους, καφές στο κολωνακιώτικο «Chez Michel», τρεχάλα στο ατελιέ του απέναντι από τη Σχολή Ευελπίδων, ζωγραφική, συγγραφή βιβλίων για τους νομπελίστες, τον Ανδρέα Παπανδρέου και την... απόλαυση. Φαγητό, επιστροφή στο Κολωνάκι για ραντεβού, ατελιέ, θέατρο, συναυλίες, διάβασμα, ύπνος, άλλη ζωή. «Από το 2006, όταν έφυγα από το “Βήμα”, κάνω αυτό το πρόγραμμα, αυτή τη δουλειά. Κατά καιρούς πετάγομαι παρέα με τα έργα μου στο Μαϊάμι και στη Νεα Υόρκη για εκθέσεις. Αυτή είναι η ζωή μου τα τελευταία 11 χρόνια. 

Πριν από δύο χρόνια προστέθηκε σε όλα αυτά και ένα παλιό όνειρο. Να ζωγραφίζω Smart. Και ξέρεις γιατί; Επειδή η τέχνη για μένα δεν εξαντλείται στους πίνακες ζωγραφικής που στατικά κοσμούν τους άδειους τοίχους μας. Η τέχνη μπορεί να είναι όλα τα πράγματα γύρω μας: από το κόσμημα που φοράς μέχρι το ψυγείο σου, από το ψυγείο σου μέχρι το κρεβάτι σου και από την τσάντα και το παπούτσι σου μέχρι το αυτοκίνητό σου. Οποιοδήποτε χρηστικό αντικείμενο μπορεί να είναι μια αφορμή. Η τέχνη είναι προέκταση της πραγματικότητας, η ίδια μας η ζωή με άλλες διαστάσεις. Η τέχνη μεγαλώνει αυτό που ξέρουμε, προσθέτει στα ήδη γνωστά νέες οπτικές. Σε κάνει να βλέπεις αυτό που υπήρχε αλλά δεν το έβλεπες. Η ολιστική διάσταση της τέχνης μπορεί να απλωθεί πάνω σε οτιδήποτε. Γιατί ένα αυτοκίνητο πρέπει να είναι μόνο άσπρο, μαύρο, μπλε ή κόκκινο; Γιατί το αυτοκίνητο που οδηγώ να είναι το ίδιο για όλους; Ε, όχι. Για μένα ένα αυτοκίνητο μπορεί να είναι ένας κινητός κήπος, μια παλέτα αισθήσεων, ένας μυθικός ήρωας, ένα σλόγκαν που σε αντιπροσωπεύει και σε ταξιδεύει εκεί που δεν θα πήγαινες ενώ πηγαίνεις στη δουλειά σου, δύο χείλη τεράστια που όταν τα δεις στο φανάρι σε κάνουν να σκεφτείς “μα πόσο καιρό έχω να φιλήσω στα χείλη τη γυναίκα μου; Πόσο διάστημα έχω να αντικρύσω μια εικόνα που να μου προσφέρει χαρά, ερεθισμό, ηδονή, τρέλα;”. Αυτό είναι η τέχνη: μια επιθετική ενέργεια απέναντι στην τύφλωση και στην κώφωση που μας υποβάλλει χωρίς να το καταλαβαίνουμε το προβλέψιμο της καθημερινότητάς μας, η επανάληψη του ίδιου σεναρίου».

Με το σκεπτικό αυτό, ο Θανάσης χτυπάει πριν από σχεδόν δύο χρόνια την πόρτα του κ. Ισμαήλου και του προτείνει να δώσει εικόνα, νεύρο και ζωή στα μονόχρωμα Smart. Ο Ισμαήλος του απαντάει να κάνει ό,τι θέλει. Ο Θανάσης, την ίδια κιόλας στιγμή, αρπάζει τα πρώτα ανταλλακτικά που βρίσκει μπροστά του, τα βάφει, τα σχεδιάζει, τα ψήνει, τα μοντάρει μέχρι τη στιγμή που καταφέρνει να ντύσει με τα πινέλα της απέραντα ιδιότυπης έμπνευσής του τα έξι πρώτα Smart. «Μετά από αυτό, μπορώ πλέον να ζωγραφίσω οτιδήποτε πάνω σε ένα Smart. Να φτιάξω τον κόσμο του καθενός έτσι όπως τον θέλει και τον φαντάζεται πάνω στο δικό του αυτοκίνητο. Η ζωή πρέπει να έχει φαντασία, πολύ χρώμα και χαρά. Τα προβλήματα μπορεί να είναι πέτρες βαριές στη ζωή μας. Με την τέχνη καταπίνονται πιο εύκολα. Η τέχνη είναι το ραβδί που προσθέτει μαγεία σε αυτό που ξέρουμε και δεν αντέχουμε», λέει.



Το χρώμα του χρήματος και τα συντρίμμια του ΔΟΛ


Η κουβέντα κυλάει μοιραία στο χρώμα της δημοσιογραφίας του σήμερα. Εκείνο που ο Θανάσης Λάλας βίωσε με τα πιο ζωντανά, τα πιο απόλυτα, τα πιο ακριβά της χρώματα. Βαθύ κόκκινο όποτε έκλεινε τεύχος, απόλυτο μαύρο όταν κάτι δεν έβγαινε έτσι όπως το είχε φανταστεί, εκτυφλωτικό χρυσό κάθε φορά που οι πωλήσεις έφταναν στα ύψη και η υπογραφή του σε κάθε γωνιά της χώρας. «Σήμερα, και το λέω με μεγάλη μου λύπη, η δημοσιογραφία δεν έχει χρώμα. Ετσι νιώθω. Τα χρώματά της είναι αδιάφορα, ξεθωριασμένα, σχεδόν αόρατα. Η πλειονότητα των δημοσιογράφων δεν ξέρει καν γιατί κάνει αυτό το επάγγελμα. 

Το αποτέλεσμα της δουλειάς τους φανερώνει ότι τα περισσότερα θέματα τα κάνουν διεκπεραιωτικά, χωρίς πάθος, χωρίς μεράκι. Παλιά υπήρχε πάθος, τρέλα δημιουργική. Η πτώση των μεγάλων μέσων ενημέρωσης δεν είναι θέμα κρίσης νομίζω. Οι “New York Times”, για παράδειγμα, ανέβηκαν από την ώρα που βγήκε ο Τραμπ. Οι δημοσιογράφοι εδώ έχουν χάσει το πάθος και τον στόχο. Δεν καταλαβαίνουν ότι γράφουν για κάποιον εκεί απέναντι που θέλει να δει, να μάθει, να διαβάσει και να ονειρευτεί κάτι που δεν ξέρει. Τα περισσότερα θέματα είναι αδιάφορα, κενά. Αρνούμαι να διαβάσω εφημερίδες και περιοδικά πέρα από ελάχιστες περιπτώσεις. Δεν το παίζω αυθεντία και σε καμία περίπτωση δεν θέλω να πω ότι εγώ γνώριζα τη μαγική συνταγή. Ηξερα όμως να επιλέγω συνεργάτες, όπως και άλλα δυο-τρία πρόσωπα της δικής μου φουρνιάς, και να δουλεύουμε χωρίς ωράρια και κλισέ. Θέλαμε και σπάσαμε το φράγμα της δημοσιογραφίας», συνεχίζει.



Το σπάσιμο του φράγματος της δημοσιογραφίας, στην περίπτωση του Θανάση Λάλα, πέρα από επιτυχίες εμπεριείχε και μεγάλες ήττες τις οποίες, όπως λέει, πλήρωσε και με το παραπάνω: «Αν άντεξα όλη τη λάσπη που μου ρίξανε, το οφείλω στο χιούμορ μου και στην πεποίθησή μου ότι κανείς δεν πέθανε από απόλυση. Με είπαν κλέφτη. Ωστόσο η Ιστορία είναι αυτή που αποδεικνύει σήμερα ποιος ήταν ο πραγματικός κλέφτης. Με είπαν ψεύτη. Κι αυτή η ίδια Ιστορία καταδεικνύει σήμερα τους αληθινούς ψεύτες. Μιλούσαν για συνεντεύξεις-μαϊμού παρότι υπήρχαν και υπάρχουν video, κασέτες και αδιάψευστες μαρτυρίες γιά όλες τις συνεντεύξεις μου. Κι ακόμη και σήμερα συνεχίζουν ως ηλίθιοι να μιλάνε για συνεντεύξεις-μαϊμού παρότι κανείς συνεντευξιαζόμενος δεν αμφισβήτησε ποτέ την παρουσία του απέναντί μου. Ας κάνουν όμως λίγη υπομονή και αυτοί οι δυο-τρεις που ακόμα βγάζουν το κόμπλεξ τους. Σε λίγο καιρό θα βγουν στην ΕΡΤ οι συνεντεύξεις μου -γιατί είναι όλες σχεδόν βιντεοσκοπημένες- και τότε θέλω να πιστεύω ότι η βλακεία τους θα υποχωρήσει πίσω από την ντροπή τους».

Πώς αισθάνθηκε άραγε όταν έκλεισε ο ΔΟΛ; Οταν είδε να καταρρέει πρόσφατα ο κόσμος μέσα στον οποίο έζησε -και όχι απλώς πέρασε βάσει οκταώρου- περίπου 20 χρόνια της ζωής του; «Θα σ’ το πω με μια μεταφορά. Είναι σαν να μπήκε κάποιος κρυφά κάποιο βράδυ μέσα στο Μουσείο της Ακρόπολης με ένα σφυρί, να έσπασε αργά και μεθοδικά ένα-ένα όλα τα ευρήματα και να άφησε πίσω του συντρίμμια. Οταν έκλεισε ο ΔΟΛ, αισθάνθηκα σαν να έσπασαν ένα κομμάτι της δικής μου ζωής και της ζωής πολλών ακόμη ανθρώπων. Το σφυρί το κρατούσε ο άνθρωπος που πρωτοστατούσε στα ευρήματα και δεν κατάλαβε πόσο σημαντική, πόσο μεγάλη είναι η δύναμη των ομάδων που ονειρεύονταν μαζί του. Εσπασε το όνειρο των άλλων πιστεύοντας ότι ο ίδιος είναι η αρχή και το τέλος του όνειρου. 



Ετσι διαλύθηκε το ιστορικότερο δημοσιογραφικό συγκρότημα της χώρας και ένας μοναδικός κήπος γιά τους ονειροπόλους του χώρου. Οχι. Τώρα πια δεν μου λείπει ο κόσμος της δημοσιογραφίας. Μου λείπουν όμως πολύ οι άνθρωποι που είχα δίπλα μου, ακόμη και εκείνοι που μου διέλυαν τα νεύρα. Εγώ δεν θα υπήρχα αν δεν υπήρχαν εκείνοι. Μου λείπουν οι τσακωμοί μας, οι φωνές μας, οι σαββατιάτικες συσκέψεις μας, τα νεύρα μας, οι αγάπες μας, το “εμείς” που δεν ήταν ποτέ “εγώ”.

 Προτάσεις επιστροφής στον χώρο δεν μου έγιναν ποτέ και από κανέναν. Το ξέρω, πολλοί όταν το ακούν τους φαίνεται τρελό. Κι όμως, έτσι είναι. Αν ήμουν στην Αμερική, στη Γαλλία, στη Γερμανία... την επόμενη μέρα θα είχαν πέσει όλοι επάνω μου. Είναι σαν να φεύγει ο Νεϊμάρ από κάπου και να μην τον “παίζει” καμία ομάδα. Τι να πω; Αυτό είναι το χαρακτηριστικό της χώρας και της ράτσας μας. Σε αυτή τη χώρα η μετριότητα προσλαμβάνει και απολύει. Αυτή δικάζει τους ονειροπόλους και ποτέ δεν δικάζεται γιά τα εγκλήματά της. Δεν πειράζει. Εγώ δεν έχω παράπονα από κανέναν, μόνο οφείλω... Εχω μόνο σχέδια για το αύριο και κέφι για τη ζωή». 

Η λατρεμένη Άννα και η συγγνώμη στον Λάκη


Επιστροφή στην τέχνη, στο χρώμα, στο πάθος και τη δίψα για δημιουργία. Σε όλα εκείνα που σου δίνουν ψυχική ανάταση αλλά όχι χρήμα, ένα ουσιαστικό το οποίο ο Θανάσης Λάλας είχε αποκτήσει και με το παραπάνω. «Σήμερα με ζουν η Αννα και δυο- τρεις φίλοι. Αλλωστε με την Αννα δεν κάνουμε και καμιά φοβερή ζωή. Τα έχασα όλα. Ολη μου την περιουσία. Δεν λέω ότι πεινάω και πως δεν έχω να πάρω ένα σάντουιτς αλλά η χασούρα, λόγω κάποιον άστοχων επαγγελματικών ενεργειών, ήταν πολύ μεγάλη. Τόσο μεγάλη που είμαι ένας άνθρωπος που απλώς τα φέρνει βόλτα, αλλά ωραία βόλτα», επισημαίνει.

Αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν ένα πρόσωπο με την οικονομική επιφάνεια που είχε κάποτε ο πανίσχυρος Θανάσης Λάλας να αντιμετωπίζει τόσο αδιάφορα, σχεδόν σαν να μιλάει για τη χασούρα κάποιου άλλου, την οικονομική του καταστροφή. «Γιατί, μαζί μου θα τα έπαιρνα; Θα κάτσω να σκάσω για τα σπίτια και τα λεφτά; Από τη στιγμή που μου αρέσει να ρισκάρω και με απωθεί το βόλεμα του μικροαστού δεν είχα κανένα δικαίωμα να τρελαθώ που έχασα αυτά που είχα. Αλλωστε για να κερδίσεις κάτι πολύτιμο πρέπει να χάσεις κυρίως τη βεβαιότητα που σου δίνει η υλική δύναμη. Είναι τρέλα, αλλά η τρέλα πάει μόνο με τον έρωτα». 

Ο έρωτας. Η κινητήριος δύναμη του Θανάση Λάλα είτε αφορά σε καταστάσεις είτε εξαντλείται σε πρόσωπα, όπως αυτό της επί σχεδόν μιάμιση δεκαετία συντρόφου του Αννας Δρούζα. «Είμαστε καλά. Οπως όλα τα ζευγάρια. Η σχέση μας είναι αρκετά ενδιαφέρουσα με τα πάνω της και τα κάτω της. Ανεβαίνουμε, κατεβαίνουμε, μπαίνουμε μέσα σε λαγούμια, βγαίνουμε σε ξέφωτα και συνεχίζουμε μαζί άλλοτε από κοντά, άλλοτε χώρια. Μετά από κάποια ηλικία εξελίσσεσαι, αλλάζεις και μαζί σου εξελίσσεται και αλλάζει και ο έρωτας. Εγώ, λόγω ηλικίας, δεν έχω πλέον τα χρονικά περιθώρια αλλά ούτε και τη διάθεση για να ξανασυνδεθώ βαθιά με έναν άνθρωπο έτσι όπως συνδέθηκα με την Αννα. Αυτές τις σχέσεις πρέπει να τις προστατεύουμε, να τις σεβόμαστε, να τις φυλάμε ως κόρη οφθαλμού. Η Αννα είναι η τελευταία μεγάλη και ουσιαστική σχέση μου που με έκανε αληθινά ευτυχισμένο και με ηρεμεί που υπάρχει. Είναι ο άνθρωπός μου και είναι μια χαρά αυτή γιά μένα! Γιά την Αννα δεν ξέρω αν είμαι το ίδιο».



Μια χαρά είναι, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, σήμερα και η επί σειρά ετών ταραγμένη, ενίοτε και επεισοδιακή, σχέση του με την πρώην σύζυγό του και μητέρα του γιου του Κωνσταντίνου, Χρύσα Ρώπα: «Το έχω πει άπειρες φορές και θα το ξαναπώ. Τη Χρυσούλα τη σέβομαι και την αγαπώ, όπως όλες τις γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή μου και με καθόρισαν. Αν έκανα λάθη, ζητώ συγγνώμη. Δύσκολη λέξη το “συγγνώμη”, αλλά απαραίτητη. Εγώ δεν τη φοβάμαι. Και μια που το έφερε η κουβέντα, αυτή τη λέξη θα μπορούσα να την πω και σε άλλους ανθρώπους που με τη συμπεριφορά μου τους στεναχώρησα. Γιά παράδειγμα, θα ήθελα να την πω και στον Λάκη Λαζόπουλο, με τον οποίο θυμάμαι μόνο ότι έχω παρεξηγηθεί πριν από πολλά χρόνια, χωρίς ωστόσο να μπορώ να θυμηθώ τον λόγο της παρεξήγησής μας. Τα χρόνια περνάνε και είναι κρίμα οι παρεξηγήσεις να μένουν μέσα μας και πάνω μας ως αιώνιες μαχαιριές. Είναι μιζέρια να κουβαλάς στενοχώριες μόνο και μόνο από εγωισμό».

Οσο περνάει η ώρα, οι λέξεις του μοιάζουν με απολογισμό, με εξομολόγηση γεμάτη ανακούφιση, κενή από μετάνοιες: «Ολα όσα συνέβησαν στη ζωή μου ήταν δικά μου λάθη. Μια και με ρωτάς, ακόμη και το διαζύγιο με τον ΔΟΛ δικό μου λάθος ήταν. Αντιμετώπισα τον Ψυχάρη -ίσως επειδή το είχα ανάγκη- σαν πατέρα μου, όντας ανίκανος να καταλάβω τότε ότι εκείνος δεν με έβλεπε -ή δεν είχε ανάγκη να με δει- σαν γιο του. Δεν πειράζει. Του οφείλω πάρα πολλά πράγματα και τον ευχαριστώ βαθιά για όλα όσα μου προσέφερε. Από κει και ύστερα χαρά θεού που άντεξα και είδα όλα όσα είδα ζώντας σ’ αυτή τη θύελλα. Είναι πια τόσο μεγάλο το αρχείο της ζωής μου που δεν μπορώ καν να το βάλω σε τάξη. Τώρα, χαίρομαι πάρα πολύ, ακόμη και ως αναγνώστης της ζωής μου. Και αν έχω κάτι μάθει από όλα αυτά, είναι ότι η λέξη “αδύνατον” δεν υπάρχει στο λεξιλόγιό μου».

protothema.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

απο 11-01-09

Συνεργάτες