Παλαιός Πειραιάς. Τριάντα φωτογραφικές αποτυπώσεις εποχής
του Στέφανου Μίλεση
Ακτές
που επιχωματώθηκαν, πλανόδιοι πωλητές στα καταστρώματα των πλοίων,
φωτογράφοι σε πλατείες και δημόσιους χώρους, μικρά καφενεία και
μπακαλοταβέρνες στο κύμα, συνθέτουν την εικόνα ενός Πειραιά που δεν
υπάρχει πια.
Χρονικά
σε κάποιες από τις φωτογραφίες ο Πειραιάς δεν είναι πολύ μακρινός, αλλά
οι άνθρωποι τον έκαναν να φαντάζει πλέον απόμακρος. Δεν ήθελε και
μεγάλη προσπάθεια. Ο κάθε ένας μας ξεχωριστά άσκησε το δικαίωμα είτε που
του έδινε ο νόμος, είτε όχι. Έπρεπε να κατεδαφίσει, να οικοδομήσει, να
αποκτήσει ό,τι απέκτησαν νόμιμα ή μη και οι υπόλοιποι. Δεν μπορούσε να
μείνει πίσω τους απλός παρατηρητής. Με την ψήφο του εξέλεξε ανθρώπους
και αρχές που όμοια επιχωμάτωσαν, οικοδόμησαν, κατεδάφισαν,
εκπληρώνοντας τη βούληση την δική του, τη θέληση των δημοτών. Άλλωστε
δεν είναι διόλου τυχαίο που στον Πειραιά θαυμάζονται οι Δήμαρχοι εκείνοι
που κατεδάφισαν και όχι όσοι διατήρησαν ή ανέδειξαν.
Τελικά
ο καθένας ξέχωρα αλλά όλοι μαζί αλλάξαμε πρώτα το χαρακτήρα της πόλης
μας και ύστερα των επόμενων γενεών. Διότι ο άνθρωπος διαμορφώνει το
περιβάλλον που ζει, αλλά το περιβάλλον είναι εκείνο που διαμορφώνει τον
χαρακτήρα του ανθρώπου και τη συμπεριφορά του. Δεν είναι άλλωστε δύσκολο
να το διαπιστώσει κάποιος κινούμενος σήμερα στον Πειραιά. Οι παλαιές
φωτογραφίες δεν απεικονίζουν πώς ήταν ο Πειραιάς, αλλά το πώς ήταν οι
άνθρωποί του. Οι πλατείες, οι δρόμοι, οι κήποι δεν περιγράφουν
πολεοδομική διαμόρφωση. Ανθρώπους που ζουν περιγράφουν.
Το
στοιχείο που κάποτε έλκυε τους Πειραιώτες στο Τουρκολίμανο ήταν η
γραφικότητά του. Τίποτα τα ψεύτικο, τίποτα το επιτηδευμένο. Οι
Πειραιώτες κατέβαιναν στον γραφικό όρμο για να απολαύσουν τη πρωτόγνωρη
γαλήνη του, ζευγαράκια να ονειρευτούν το μέλλον τους, να κάτσουν δίπλα
στα φιλόξενα νερά του.
Τα βράδια στις παράλιες ταβέρνες, ποτήρια ρετσίνας υψώνονταν προσφέροντας σπονδή στις φιλίες της νιότης, στους πρώτους κερδισμένους έρωτες ή σε εκείνες τις αγάπες που πέταξαν κι έφυγαν μακριά αφήνοντας πίσω τους όχι κενά μα εμπειρίες ζωής. Οι ψαράδες άπλωναν τα δίχτυα τους στον δρόμο, άνθρωποι της θάλασσας, πρόσφυγες και εργατικοί, εικόνες, ήχοι και οσμές ανάμικτες, μόχθου και διασκέδασης, κίνησης και ανάπαυσης, αλμύρας και πεύκου, ρετσίνας και θαλασσινού μπάτη. Το Τουρκολίμανο ήταν η εικόνα της καθημερινής ζωής, ήταν η εικόνα του Πειραιά της σχόλης, του κλεισίματος μιας δύσκολης μέρας, μιας φιλίας, ενός χωρισμού, μιας υπόσχεσης εκπληρωμένης ή ανεκπλήρωτης. Τι από όλα αυτά σήμερα άραγε υπάρχει; |
Επιβάτες αποβιβάζονται στον Πειραιά.
Κατά την διάρκεια ενός ταξιδιού πόσες ιστορίες δεν γράφτηκαν, πόσα δράματα, πόσοι έρωτες.... Οι περισσότερες από τις ιστορίες αυτές πέρασαν και ξεχάστηκαν. Κάποιες έγιναν γνωστές καθώς δημοσιεύθηκαν. Όπως του Γεωργίου Βιζυηνού. Στις 15 Απριλίου του 1896 πεθαίνει στο Δρομοκαΐτειο φρενοκομείο ο Γεώργιος Βιζυηνός έγκλειστος σε αυτό επί τέσσερα χρόνια (από το 1892), κατακυριευμένος από το πάθος του για την μαθήτριά του Μπετίνα Φραβασίλη την οποία ήθελε να νυμφευθεί.
Τον
Αύγουστο του 1883 είχε δημοσιεύσει το διήγημα "Μεταξύ Πειραιώς και
Νεαπόλεως" σε συνέχειες στην εφημερίδα "Εστία". Το πλοίο “Rio Grande”,
ξεκινάει από τον Πειραιά με προορισμό τη Νάπολη Ιταλίας. Κατά τη
διάρκεια του ταξιδιού ο Ποιητής και αφηγητής της ιστορίας, συναντά μια
παιδική του φίλη και τον βαθύπλουτο πατέρα της. Ο ποιητής ερωτεύεται τη
νεαρά αλλά..
|
Αναμονή επιβίβασης για προσκυνηματικό ταξίδι στην Τήνο.
Το ταξίδι στην Τήνο κάποτε ήταν αληθινός άθλος μετακίνησης. Για να φτάσει κάθε ταξιδιώτης σώος και αβλαβής στο νησί και να επιστρέψει εξίσου σώος πίσω στην ασφάλεια του σπιτιού του. Αυτό ήταν το πραγματικό θαύμα της Παναγιάς! Το στοίβαγμα σε όλα αυτά τα πλοία, ξεπερνούσε τον επιτρεπτό αριθμό των επιβαινόντων ενώ η εικόνα απέδιδε σκηνές όμοιες με εκείνες της πρόσφατης τότε Μικρασιατικής καταστροφής. Και αυτοί οι άνθρωποι οι τόσο άσχημα στοιβαγμένοι πάνω στα καταστρώματα των πλοίων δεν θα είχαν καμία τύχη αν τότε γινόταν το μοιραίο!
Και
στις λιθόστρωτες τότε αποβάθρες του Πειραιά; Κι εκεί πραγματικός χαμός!
Στρώματα, μπόγοι με ρούχα, τρόφιμα και εικονίσματα, άνθρωποι υγιείς και
άρρωστοι όλοι μαζί κατά μήκος όλου του λιμανιού, αφού από όλα τα σημεία
του λιμανιού αναχωρούσαν τα πλοία προς την Τήνο. Και ο απλός
παρατηρητής που έβλεπε όλο αυτό το πλήθος απορούσε.
- Πώς είναι δυνατόν να διεκπεραιωθεί ένα τέτοιο πλήθος;
- Πού βρίσκονταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι;
|
Το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά φωτογραφημένο από πλοίο αρχές δεκαετίας του '50.
Ο Πειραιάς το 1835 ως πόλη και ως λιμάνι, ως προς το μέγεθος διακίνησης
προσώπων και αγαθών εμφανίζει τόσο μικρά στατιστικά κίνησης, που ο έλεγχός του
υπάγεται διοικητικώς στον Κεντρικό Λιμενάρχη της Ύδρας! Ο Γάλλος υπολιμενάρχης Λεόν Μπαντέν (Leon Badin), που μέχρι τότε υπηρετούσε στο
Ναύπλιο, διορίζεται στον Πειραιά. Όταν
αφικνείται αδυνατεί να βρει κατάλληλο σημείο να
στεγαστεί και τελικά αποφασίζει να χρησιμοποιήσει ως κατοικία του, μια
καμπίνα του
κανονιοφόρου «Ανδρούτσος», ενώ διατηρεί μικρό οίκημα ως γραφείο στη
στεριά. Ύστερα από 130 περίπου χρόνια, το Λιμάνι του Πειραιά και η
ελληνική ναυτιλία σε τίποτα δεν θυμίζει την δύσκολη αρχή. Το συνάλλαγμα που έμπαινε στην χώρα μας το 1958 ήταν περίπου 60 εκατομ. δολάρια, και
το 1960 άγγιξε τα 100 εκατομ. δολάρια, χωρίς να υπολογιστούν στο ποσό αυτό και
άλλα 44 εκατομ. δολάρια που έμπαιναν στην Ελλάδα από τις μισθοδοσίες
των ναυτικών μας και τα εμβάσματα.
|
Και πάλι η οδός Ρετσίνα το 1939 στη συμβολή της με την οδό Αλιπέδου.
Οι
αδελφοί Ρετσίνα εκτός του ότι παρήγαγαν φτηνά ελληνικά βαμβακερά
υφάσματα, ανέπτυξαν μαζικά την ραπτική στην Ελλάδα, σε τέτοιο βαθμό ώστε
ένα βαμβακερό παντελόνι που πριν κόστιζε 40 δραχμές να πωλείται τώρα
μόλις με 5 δραχμές! Έτσι η εργατική αλλά και η φοιτητική τάξη
ανακουφίστηκε και τα υφάσματα Ρετσίνα έγιναν δημοφιλή. Το ίδιο έπραξαν
αργότερα και με τα μάλλινα υφάσματα των οποίων η τιμή κατέβηκε από τις
είκοσι δραχμές στις οκτώ!
Ο Θεόδωρος Ρετσίνας εξαιτίας των υφασμάτων του έφτασε να εκλεγεί και Δήμαρχος Πειραιώς την 1 Οκτωβρίου του 1887. Το όνομα του Θεόδωρου Ρετσίνα, δεν ήταν για τον εργατόκοσμο του Πειραιά ενός ακόμη πλουσίου και πετυχημένου άνδρα, αλλά ενός κοινωνικού σωτήρα κι αυτό φάνηκε από τα αποτελέσματα της δημοτικής εκλογικής διαδικασίας. Πριν από την ίδρυση της κλωστοϋφαντουργίας των Αδελφών Ρετσίνα τα υφάσματα ήταν πανάκριβα καθώς εισάγονταν από την Ευρώπη. Προς τιμή του ο δρόμος στις 11 Δεκεμβρίου του 1906 μετονομάσθηκε σε "οδό Θεόδωρου Ρετσίνα". Ωστόσο μόνο το επίθετο αναγράφηκε στα οδόσημα. |
Δεξιά η Πλατεία Κοραή και αριστερά ο Άγιος Κωνσταντίνος.
Στις 20 Δεκεμβρίου του 1944, η Πλατεία Κοραή μετονομάσθηκε σε Πλατεία Ουίνστον Τσώρτσιλ καταδεικνύοντας την πολιτική θέση της δημοτικής αρχής έναντι των Δεκεμβριανών που είχαν μόλις ξεσπάσει. Και έτσι η Πλατεία Κοραή έμεινε να αποκαλείται Πλατεία Τσώρτσιλ για περίπου δέκα χρόνια μέχρι τον Αύγουστο του 1954, οπότε έλαβε και πάλι την αρχική της ονομασία. Στην οδό Καραΐσκου, πίσω ακριβώς από το πάρκο του Αγίου Κωνσταντίνου υπήρχε το καφενείο των "Κυνηγών" που τα μεσημέρια οι περισσότεροι πήγαιναν για γαρίδες και ούζο. |
Χιόνι στο Πασαλιμάνι το 1934
Στις
15 Φεβρουαρίου του 1934 Αθήνα και Πειραιάς ερήμωσαν εξαιτίας μεγάλης
χιονοπτώσεως. Οι Μετεωρολόγοι της εποχής κατέγραψαν ότι παρόμοια
χιονόπτωση είχε συμβεί τον Ιανουάριο του 1850 και τον Ιανουάριο του 1864
που το έδαφος είχε μείνει καλυμμένο από χιόνι επί δεκατέσσερις ημέρες.
Ελάχιστοι βγήκαν από τα σπίτια τους και η πόλη είχε την όψη απόλυτης
ερημιάς. Πολλές στέγες σπιτιών ράγισαν από το βάρος του χιονιού. Δέκα
οικίσκοι στην Δραπετσώνα κατέρρευσαν. Μόνο νεαρά στην ηλικία άτομα
έκαναν την εμφάνισή τους με μοναδικό σκοπό τον χιονοπόλεμο.
|
Το Ωρολόγιο σε φωτογραφία του 1939.
Στα δεξιά το Μέγαρο τραπέζης και δίπλα του η Δημοτική Αγορά. Στον Πειραιά, στην καρδιά της δημοτικής αγοράς της πόλης, υπάρχει σήμερα η «οδός Δημοσθένους» προς τιμή του μεγαλύτερου ίσως ρήτορα της αρχαιότητας. Όπως είναι γνωστό καμιά ονοματοθεσία δρόμου από τη σύσταση του Δήμου Πειραιά (1835) κι ύστερα, δεν ήταν τυχαία, αλλά βασιζόταν πάνω σε μια ιστορία έγγραφη ή άγραφη, που γεννούσε ένα δεσμό ανάμεσα στο αντικείμενο της ονοματοθεσίας και στην πόλη. Έτσι και η ύπαρξη ενός δρόμου που φέρει το όνομα του Δημοσθένη δεν φαίνεται να έγινε τυχαίως, αλλά διότι στην αρχαιότητα υπήρχε σχέση του Πειραιά με τον μεγάλο ρήτορα, καθώς του άρεσε να συχνάζει και να χάνεται μέσα στο πλήθος των μετοίκων που κυκλοφορούσαν τότε στον Πειραιά για να μην αισθάνεται άσχημα για την καχεξία του. Στον Πειραιά ο Δημοσθένης βρήκε τη λύση των προβλημάτων του καθώς γνώρισε τον ηθοποιό Σάτυρο. Ο ηθοποιός μπήκε στο σπίτι του Δημοσθένη όπου τον βρήκε να κάθεται και να οδύρεται για τα παθήματά του. «Πώς είναι δυνατόν», ρώτησε ο Δημοσθένης τον Σάτυρο, «να ανεβαίνουν στο βήμα της αγοράς για να μιλήσουν ναύτες των πλοίων ή άνθρωποι αμόρφωτοι ή άλλοι που το μόνο που κάνουν στη ζωή τους είναι να ξενυχτούν και να είναι βυθισμένοι στην κραιπάλη ενώ εγώ που μελετώ τη ρητορική δεν καταφέρνω να πείσω κανέναν από το πλήθος;». (αναπάντητο ερώτημα που ισχύει μέχρι τις μέρες μας). |
Γέφυρα Καλαμάκη το 1939.
Οι
ατμόμυλοι Πειραιώς ήταν οι περισσότεροι και οι μεγαλύτεροι σε όλη την
Ανατολή. Σημαντικός αλευροβιομήχανος υπήρξε και ο Δημήτριος Καλαμάκης ο
οποίος τόλμησε μεταρρυθμίσεις εκσυχρονισμού του εργοστασίου του στις
αρχές του 20ου αιώνα.
Αντικατέστησε
τις παραδοσιακές μυλόπετρες με κυλίνδρους που εισήγαγε από την Ζυρίχη
της Ελβετίας του εργοστασίου Millot. Ήδη από το 1901 ο Καλαμάκης είχε
εισάγει ως κινητήρια δύναμη του εργοστασίου του το φωταέριο
αντικαθιστώντας τον ατμό. Έκτοτε το όνομά του ταυτίστηκε με τον
εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη νέας τεχνολογίας. Δεν είναι διόλου τυχαίο
λοιπόν ότι η εν λόγω γέφυρα παρά το γεγονός ότι γειτνίαζε με πολλά
ιστορικά εργοστάσια, έλαβε το δικό του όνομα.
|
Παραδοσιακά καΐκια τύπου "Λίμπερτι" στον Πειραιά.
Τα αθάνατο ξύλινα πλεούμενα που έδιναν ζωή στον Πειραιά. Κάποτε ρύθμιζαν τη ζωή της πόλης. Πόδιζαν στα Καρβουνιάρικα ζέσταιναν τον Πειραιά τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Κουβαλούσαν ξυλοκάρβουνα από το Άγιο Όρος και από άλλες περιοχές και τα ξεφόρτωναν στην Ακτή Ξαβέρη. Τα πήγαινε – έλα των καϊκιών σιγούρευαν τον κόσμο ότι δεν θα του λείψει το κάρβουνο και όχι μόνο αυτό. Με τα ξεφορτώματα στου Ξαβέρη, κινούταν οι κυλινδρόμυλοι, τα εργοστάσια, οι ατμοηλεκτρικές μηχανές, τα πάντα! Από τα καΐκια θερμαινόταν ο Πειραιάς και η πρωτεύουσα από δίπλα. Λίγο πιο κάτω στου Τζελέπη, άλλα καΐκια κουβαλούσαν τις πραμάτειες, τα Ανδριώτικα κρεμμύδια, τα Αιγινίτικα κανάτια, τη φάβα της Σαντορίνης. Στα «Λεμονάδικα» ξεφόρτωναν τα φρούτα και τα οπωρολαχανικά μέσα σε τεράστιες καλαθούνες. Δεν υπήρχε κανένα σημείο του μεγάλου πειραϊκού λιμανιού που να μην γεμίζει από ιστία καϊκιών αρχικά και αδειανά ιστία αργότερα όταν στα παραδοσιακά αυτά σκαριά προστέθηκαν μηχανές. Το σιωπηλό μέχρι τότε λιμάνι, μπορεί να γέμισε ξαφνικά από το βόμβο των μηχανών τους, αλλά η εικόνα παρέμενε πάντα η ίδια, αναλλοίωτη, με τα ιστία να υψώνονται περίτρανα στον ουρανό. Αθάνατα σκαριά, τα καΐκια φτιάχνονταν χωρίς ημερομηνία λήξεως. Οι νεοέλληνες ήταν που τα σκότωσαν αντί ευτελούς ποσού επιδότησης. |
Τουρκολίμανο
αρχές 20ου αιώνα, άδειο ακόμα από σπίτια κι ανθρώπους, με κάποιους μόνο
ψαράδες να ζουν στην ακτή του. Δύο δεκαετίες αργότερα, μετά την
καταστροφή του '22, δημιουργείται ένας μικρός προσφυγικός συνοικισμός
στον οποίο διαμένουν 150 περίπου προσφυγικές οικογένειες. Το
Τουρκολίμανο θα αποτελέσει αρχικά ένα από τα γραφικότερα σημεία του
Πειραιά συγκεντρώνοντας κόσμο τα καλοκαιρινά απογεύματα στην ακτή του
που αναζητά ηρεμία, ενώ οι μικρές ταβέρνες ήταν γνωστές για εκλεκτή
ρετσίνα τους. |
Άνδρες της Σχολής Εμποροπλοιάρχων Ύδρας στην Σταλίδα.
Εκπαιδεύονται από Λιμενικούς, πάνω στο νησάκι της Σταλίδας (Κουμουνδούρου). Απέναντί τους η παραλία της Καστέλλας. Στα αριστερά η Έπαυλη Οριγώνη (μετέπειτα Μουτούση), ενώ στα δεξιά ακολουθούν οι εγκαταστάσεις της Έπαυλης Μαυρομιχάλη, οι οποίες βρέχονται στην κυριολεξία από τη θάλασσα, καθώς τότε ακόμα δεν είχε επιχωματωθεί η περιοχή, ώστε να δημιουργηθεί η παραλία που σήμερα υπάρχει. Οι Σχολές Ύδρας παρέμειναν στην Καστέλλα μέχρι την 1η Νοεμβρίου του 1949 για χρονικό διάστημα περίπου επτά ετών. Εκτός από τα θεωρητικά μαθήματα διδάσκονταν και τη ναυτική τέχνη. Μάθαιναν να δένουν σχοινιά, να κατραμώνουν σπάγκους κ.α.
Μέρος
των εγκαταστάσεων του Ναυτικού Ομίλου Ελλάδος είχαν παραχωρηθεί για τις
ανάγκες της σχολής Εμποροπλοιάρχων Ύδρας όπως το Λεμβαρχείο. Όσο για τη
μικρή Σταλίδα αυτός ο πανέμορφος θαλασσόβραχος της Καστέλλας θα σωθεί
με παρέμβαση του Μανούσκου το 1939 όταν είχε απομείνει σχεδόν φαλακρός
εξαιτίας των παρανόμων εκσκαφών από εργολάβους προκειμένου να
χρησιμοποιούσουν την άμμο και τις πέτρες που αφαιρούσαν από αυτήν στις
οικοδομές. Ο Μανούσκος τους είχε χαρακτηρίσει "λαθρέμπορους πέτρας".
|
Οι
μεγαλύτεροι σε ηλικία, όταν ακόμα περνούν από τον Τινάνειο κήπο,
αναζητούν με τη ματιά τους να βρουν τους πλανόδιους φωτογράφους με τις
λευκές ποδιές. Τόσο εκεί όσο και στις Πλατείες Τερψιθέας ή μπροστά από το Δημοτικό Θέατρο ή στην Πλατεία Κοραή, όταν ακόμα υπήρχαν περιστέρια, οι φωτογράφοι συνέδεσαν την παρουσία τους με την ιστορία της πόλης. Οι φωτογράφοι ήταν οι άνθρωποι που βρίσκονταν στο κατάλληλο μέρος, την κατάλληλη στιγμή. Η παρουσία τους τελικώς αποτέλεσε μέρος του ντεκόρ που οι ίδιοι φωτογράφιζαν. Έτσι έφτασαν στο τέλος της εποχής τους να φωτογραφίζονται αντί να φωτογραφίζουν. Οι τελευταίοι φωτογράφοι με τις χαρακτηριστικές λευκές ποδιές τους στον Πειραιά εξαφανίστηκαν μαζί με τα σύμβολα της πόλης κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1960 άντε αρχές του εβδομήντα. Έφυγαν μαζί με το ρολόι του Πειραιά, τα περιστέρια της πλατείας Κοραή, τα πουλιά της Τερψιθέας, τα γραφικά μικρά τραμ... Ξεπεράστηκαν από την εξέλιξη αλλά έμειναν για πάντα χαραγμένοι στη μνήμη μας. |
Φίλαθλοι του Ολυμπιακού Πειραιώς πανηγυρίζουν.
Αυτό το «Πειραιώς» έδειχνε ότι αναφερόταν σε μια πόλη που ζούσε στο περιθώριο της πρωτεύουσας, που έδινε τον αγώνα της βιοπάλης. Αναφερόταν στους κατοίκους μιας εργατούπολης που δεν γνώριζαν θέατρα και κοσμικές διασκεδάσεις, που περνούσαν τις σχόλες και τις αργίες τους με πασατέμπο βολτάροντας στο Πασαλιμάνι, που γελούσαν με το θέατρο σκιών του Χαρίδημου, που χαίρονταν με την κεχριμπαρένια ρετσίνα των Μεσογείων στου Μπαϊκούτση, στου Καλαμπάκα και στου Παρλαμά. Και άλλες ομάδες στην πορεία του χρόνου έφεραν την επωνυμία «Ολυμπιακός», καμία όμως δεν έφερε τον προσδιορισμό «Πειραιώς». Αυτός ο προσδιορισμός ήταν η προστιθέμενη αξία!pireorama |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου