O Γιάννης Βούρος, ένας από τους πιο σπουδαίους Έλληνες μόδιστρους, πέθανε σήμερα σε ηλικία 96 ετών. Δημιουργίες του φορέθηκαν από σταρ του κινηματογράφου, βασίλισσες, πρέσβειρες και
σοσιαλιτέ σε Αλεξάνδρεια και Αθήνα ενώ τα κοστούμια των πιο επιτυχημένων ταινιών της Φίνος Φιλμς, έχουν την υπογραφή του.
Για τις εμπειρίες του από το Παρίσι, την επιστροφή του στην γενέτειρά του Αλεξάνδρεια, την φυγή του στην Ελλάδα αλλά και την πολυετή καριέρα του στον Ελληνικό Κινηματογράφο, ο Γιάννης Βούρος, ο δημιουργός που σφράγισε με τα ρούχα του τα ’60s, μιλούσε στο Marie Claire Ioυλίου-Αυγούστου του 2016 και την Λουκία Λυκίδη.
Ακολουθεί η συνέντευξη: 
Τα τρία ασορτί σύνολα που σχεδίασε για την “Παριζιάνα” (1969)
Πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού βρίσκονται τα περιοδικά μόδας αυτού του μήνα. Μπροστά στην πολυθρόνα του είναι αραδιασμένα κομμάτια ύφασμα, παγέτες, πούλιες. Ο 93χρονος σήμερα Γιάννης Βούρος, όταν δεν παρακολουθεί την επικαιρότητα μπροστά στη συνεχώς ανοιχτή τηλεόραση, την οποία σε όλη τη διάρκεια της συζήτησής μας σχολιάζει –πολιτικούς, σταρ, τηλεοπτικούς αστέρες–, φτιάχνει αξεσουάρ που μοιάζουν με λεπτομέρειες ρούχων.
Ένα λουλούδι για μπουτονιέρα. «Όλα τα υλικά αυτά είναι από το Παρίσι», μου λέει. Την πόλη στην οποία σπούδασε και όπου γνώρισε σχεδιαστές όπως η Κοκό Σανέλ και ο Μπαλμέν –«ήταν ο σπουδαιότερος όλων»– και στην οποία θα επέστρεφε αμέτρητες φορές για έμπνευση.
Ο Γιάννης Βούρος με τα μοντέλα Μάρω (αριστερά) και Αντουανετα Ροντοπούλου (δεξιά).

Στο ατελιέ της Κοκό Σανέλ
Μια μέρα απλώς το ανακοίνωσε στον εμβρόντητο πατέρα του: «Θα πάω στο Παρίσι να σπουδάσω couture, του είπα. Μιλάγαμε πολλά γαλλικά τότε», μου λέει καθισμένος στον καναπέ του στον τελευταίο όροφο της πολυκατοικίας όπου μένει στου Ζωγράφου με θέα 180 μοιρών και στη μέση το Λυκαβηττό. «Ποια γυναίκα θα γδυθεί μπροστά σου για να κάνει πρόβα;» είχε αναρωτηθεί ο πατέρας του τότε. Στην πορεία θα αποδεικνυόταν πως δεν θα δίσταζαν να το κάνουν σταρ του κινηματογράφου, βασίλισσες, πρέσβειρες και σοσιαλιτέ σε Αλεξάνδρεια και Αθήνα.
Έφηβος (αριστερα) το 1941 στην Αλεξάνδρεια με εναν αγαπημένο παιδικό φίλο του.
Στο Παρίσι σπουδάζει στη σχολή Pigier. «Τα πρώτα μαθήματα ήταν άσχετα από τεχνικές και σεντιμέτρ. Μας μίλησαν για τη φύση. Μας έφεραν έναν πανσέ για να μάθουμε τη χρωματολογία. Τα απογεύματα μας έστελναν στο ατελιέ της Σανέλ. Πέντε, δέκα σπουδαστές τη φορά. Παρακολουθούσαμε τον τρόπο δουλειάς, βλέπαμε τις μοδίστρες. Εκεί έμαθα τι θα πει θηλυκότητα. Στο ατελιέ της είχε ένα βάζο με φτερά στρουθοκαμήλου. Τα έβαζε στο γιακά της πελάτισσας και της ζητούσε να σηκωθεί. Έτσι καταλάβαινε την κίνηση κάθε γυναίκας και μετρούσε τη θηλυκότητά της για να δει τι ταιριάζει να της ράψει». Όταν στη σχολή τον ρώτησαν αν ήθελε να ασχοληθεί με το prêt-à-porter ή την υψηλή ραπτική δεν δίστασε. «Από παιδί ήξερα πως υπήρχε η αριστοκρατία, η μεσαία τάξη και οι εργάτες. Εγώ πάντα ήθελα να έχω τα πρωτεία. Ήθελα το ρούχο που σχεδιάζω να είναι μοναδικό και να ξέρω ποια το φοράει».
Ένα απο τα νυφικά του.
Ο Γιάννης Βούρος από μικρό παιδί είχε έμφυτη την αίσθηση του στιλ. Το πρώτο στιλιστικό statement το έκανε στα 12: πέρασε τα κορδόνια του ανάποδα στα παπούτσια του, από το καλάμι προς τις μύτες, πράγμα που δεν πέρασε ασχολίαστο ούτε ατιμώρητο από τους δασκάλους του. Στο Παρίσι θα ταξίδευε πολλές φορές στη διάρκεια της δεκαετίας του ’60, όταν πια είχε επιστρέψει στη γενέτειρά του Αλεξάνδρεια για να ανοίξει το δικό του ατελιέ.
Απολαμβάνοντας την κοσμοπολίτικη νυχτερινή ζωή της Αλεξάνδρειας
Σχεδιάζοντας για την ιδια τη βασίλισσα της Αιγύπτου
Από το ατελιέ του στην Αλεξάνδρεια είχαν περάσει όλες οι κοσμικές κυρίες της πόλης, οι σύζυγοι τον πρεσβευτών αλλά και η τελευταία βασίλισσα της Αιγύπτου, η Ναριμάρ. «Μια μέρα χτύπησε η πόρτα και μπήκαν μέσα δύο αστυνομικοί. Με ζήτησαν και μου είπαν πως η βασίλισσα θέλει να με δει. Ήθελε να της ράψω κάποια φορέματα. Από εκείνη την ημέρα πήγα πολλές φορές στο παλάτι. Ποτέ δεν προσπάθησα να επωφεληθώ από αυτήν τη γνωριμία. Με ένοιαζε μόνο να σχεδιάζω για τη βασίλισσα».
Οι μοδίστρες του στο ατελιέ στην Αλεξάνδρεια.
Στην Αλεξάνδρεια θα γνώριζε και πολλούς μεγάλους Έλληνες ηθοποιούς που ταξίδευαν μέχρι εκεί για να ανεβάσουν παραστάσεις για τους Αιγυπτιώτες Έλληνες. Τον Μάνο Κατράκη, τον Δημήτρη Μυράτ, τη Σαπφώ Νοταρά. Όταν ο Νάσερ πήρε την εξουσία, ο Γιάννης Βούρος εκδιώχτηκε μαζί με όλους τους Έλληνες. Έφτασε στην Αθήνα άγνωστος μεταξύ αγνώστων και άνοιξε ένα ατελιέ στην Αχαρνών. «Ήταν ένας λαϊκός δρόμος από τότε. Τον πρώτο καιρό είχα πάθει σοκ βλέποντας τις γυναίκες να βγαίνουν στο δρόμο για να πάνε στο περίπτερο με ρόμπα, παντόφλες και μπικουτί. Για να ξεκινήσω την πρώτη μου επίδειξη πήγα στην Αντουανέτα Ροντοπούλου, που τότε είχε πρακτορείο μοντέλων, και της ζήτησα να με βοηθήσει. Εκείνη μαζί με τον άνδρα της, το δημοσιογράφο Χρήστο Οικονόμου, με βοήθησαν στην οργάνωση. Έφεραν πολύ κόσμο, κυρίως δημοσιογράφους. Πήρα εξαιρετικές κριτικές. Εκείνοι με συμβούλευσαν να ανοίξω ατελιέ στο Κολωνάκι».
Τα κοστούμια της δεξίωσης στην ταινία “Οι θαλασσιές οι χάντρες” (1967) ηταν δικές του δημιουργίες.
Star quality
Και άνοιξε. Στο Νο 1 της Αναγνωστοπούλου. «Κάποια μέρα η Έλενα Ναθαναήλ χρειάστηκε να ράψει ένα φόρεμα για να φορέσει σε μια πρεμιέρα και ο ηθοποιός Βαγγέλης Βουλγαρίδης που έμενε δίπλα από το ατελιέ μου της σύστησε εμένα. Το είδε ο Γιάννης Δαλιανίδης και εντυπωσιάστηκε». Κάπως έτσι βρέθηκε να σχεδιάζει τα κοστούμια για μερικές από τις πιο επιτυχημένες ταινίες της Φίνος Φιλμς. Το περίφημο παντελόνι με τα φερμουάρ στα πλάγια που βγάζει η Μάρω Κοντού στην ταινία Μια Ιταλίδα απ’ την Κυψέλη, το διάσημο φόρεμα της Χρονοπούλου με τη «μαχαιριά» στο Μια κυρία στα μπουζούκια. «Έσπασαν τα τηλέφωνα από πελάτισσες που μου ζητούσαν το ίδιο φόρεμα».
Η πιο εμβληματική δημιουργία του, το φόρεμα με τη «μαχαιριά» όπως έμεινε γνωστό στην ιστορία της Φίνος Φιλμς, απο το “Μια κυρια στα μπουζουκια με τη Μαίρη Χρονοπούλου (1968)
Θα σχεδιάσει τα κοστούμια της Κατίνας Παξινού για την ταινία Το νησί της Αφροδίτης. «Είχα πάει πολλές φορές στο σπίτι της. Μια φορά μάλιστα της ζήτησα να πιάσω στα χέρια μου το Όσκαρ», θυμάται σήμερα. «Όταν η Αλίκη θα ταξίδευε στις Κάννες ήθελε να φορέσει ένα λευκό ολοκέντητο φόρεμα, ήρθε όμως στο ατελιέ μου τρεις μέρες πριν από το προγραμματισμένο ταξίδι. Ο χρόνος ήταν ελάχιστος. Σκέφτηκα λοιπόν να φτιάξω το φόρεμα και να τοποθετούμε πάνω του τα κεντήματα κομμάτι-κομμάτι. Οι μοδίστρες έκαναν τρεις βάρδιες για να προλάβουν να ράψουν τα λαχούρια πάνω σε οργάντζα. Της το παραδώσαμε στο αεροδρόμιο». Τη δεκαετία του ’60 ταξιδεύει στη Νέα Υόρκη για να δείξει τη συλλογή του. «Η σύζυγος του πρέσβη ήταν στην επίδειξη. Την ίδια μέρα έδειχνε και ο Ιβ Σεν Λοράν. Οι εφημερίδες έγραψαν πως η επίδειξη του Γιάννη Βούρου δεν είχε να ζηλέψει τίποτε από τη δική του. Πάντως οι Έλληνες πολιτικοί δεν ήξεραν τι σημαίνει επίδειξη μόδας τότε. Θυμάμαι μας είχε καλέσει ο υπουργός Εμπορίου για να του εξηγήσουμε. “Εμένα η γυναίκα μου ράβεται σε μια μοδίστρα”, μου είπε».
Τα κοστούμια στην “Παριζιάνα”.
Όταν το twinning δεν ήταν ακριβώς trend
Μου εξηγεί πως πάντα τα υφάσματα που αγόραζε δεν ξεπερνούσαν τα τρία μέτρα. «Έραβα πάντα ένα ρούχο. Όλα μου τα κομμάτια ήταν μοναδικά». Αρνήθηκε ακόμα και όταν η γυναίκα του αρχιτέκτονα του Πύργου των Αθηνών του ζητούσε επίμονα να της ράψει ένα δικό του πράσινο φόρεμα που είχε δει να φορά στο θέατρο η Μάρω Κοντού. Η Κοντού έδωσε τη σολομώντεια λύση. «Ράψε της ένα μοβ». Μία εξαιρετικά αμήχανη στιγμή; «Πήρα ένα κομμάτι ύφασμα έξι μέτρα από το Παρίσι γιατί δεν μπορούσαν να το κόψουν. Με αυτό έραψα δύο φορέματα. Το ένα το έδωσα στη σύζυγο ενός επιχειρηματία και το άλλο στη γυναίκα του Λάμπρου Κωνσταντάρα. Μια μέρα μου τηλεφωνεί ο Κωνσταντάρας: “Γιάννη, ρεζίλι μας έκανες”. Όχι μόνο οι δύο κυρίες είχαν συναντηθεί στην ίδια δεξίωση αλλά κάθονταν και όλο το βράδυ στο ίδιο τραπέζι».