Πάτρα 1918: Ο θάνατος μήτε τον έρωτα λογάριασε μήτε την πρέφα
Το 1918 η Πάτρα ήταν μια πόλη όπου όταν έβρεχε τα πόδια σου βούλιαζαν στη λασπουριά των δρόμων, που όταν έπιανε ζέστη και η παραμικρή εκπνοή του ανέμου σήκωνε σύννεφο την σκόνη και θόλωνε το βλέμμα των κατοίκων της.
Στα 1918 η Πάτρα ήταν μια πόλη χωρίς αποχετευτικό σύστημα και η συλλογή των ακαθαρσιών και των σκουπιδιών γινόταν με κάρα που περνούσαν από τις γειτονιές όπως και όποτε, ήταν μια πόλη όπου η ελονοσία είχε φάει τα σωθικά της, και το λιμάνι της ήταν το στόμα της: έπινε και κατάπινε καράβια από όλο τον κόσμο και ύστερα τα γέμιζε ανθρώπους και σταφίδα να ξαναφύγουν να πάνε στο καλό.
Το 1918 ήταν η τελευταία χρονιά του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου ο οποίος σόδιασε θάνατο, αίμα και… αιχμαλώτους. Από τη σοδιά αυτή πήρε το μερίδιό της και η Πάτρα αφού εξ Αθηνών αφίχθησαν, ένα χρόνο μετά, στις 15 Μαρτίου του 1919 εκατό βούλγαροι αιχμάλωτοι οι οποίοι διατέθηκαν (sic) στην πόλη για εργασίες καθαριότητας και εξωραϊσμού της. Ο Νομάρχης περαιτέρω με επείγον τηλεγράφημά του, στις 13 Απριλίου του 1919 ζητεί όπως επισπευθεί η αποστολή και άλλων βούλγαρων αιχμαλώτων καθόσον τούτο επιβάλλουν οι ανάγκες της καλλιεργείας των κτημάτων και έτσι είναι που εκπληρώνεται ες αει το ρηθέν υπό των προφητών ότι τα χωράφια μας τα καλλιεργούν πάντα οι φτωχοδιάβολοι τούτου του κόσμου απ’ όπου κι αν τους κρατάει η σκούφια.
Μα το 1918 ήταν και η χρονιά που ξέσπασε η πανδημία της Ισπανικής γρίπης, αυτή η θανατηφόρα ινφλουέντζα η οποία εκατομμύρια ψυχές έστειλε στον Άδη και αποδεκάτισε τους πληθυσμούς του αναδυόμενου από τον πόλεμο καινούριου κόσμου.
Και η ιστορία λέει πως το καλοκαιράκι του 1918 έφτασε φορτίο καπνού εκ Θεσσαλονίκης στης πόλεως το Καπνοκοπτήριο προκειμένου να σφραγισθούν από το Δημόσιο και να τεθούν στην κατανάλωση. Οι σφραγίδες έπεσαν, όμως κατά την αποσφράγιση, ίσως η ινφλουέντζα που είχε κρυφτεί μέσα στα ξύλινα κιβώτια τεντώθηκε από την κλεισούρα κάπως άγαρμπα και πέτυχε τον Διευθυντή του Καπνοκοπτηρίου στο δόξα πατρί στέλνοντάς τον στον άλλο κόσμο εντός λίγων ημερών, αλλά και κάποιους εργάτες που έτυχαν να παρίστανται στην τελετή αποσφράγισης τους πέτυχε με τη μολυσμένη του ανασεμιά και το τέρας πια έκανε απόβαση στην πόλη η οποία ακόμα δεν είχε συνειδητοποιήσει το κακό που την βρήκε.
Έκτοτε, σερνάμενη ύπουλα από σώμα σε σώμα, η Ισπανική γρίπη, μπήκε στα περισσότερα σπίτια των κατοίκων της πόλεως και άρχισε το καταστροφικό της έργο. Μικροβιολόγοι αφίχθησαν εκτάκτως, ιατροσύνεδροι και αμερικανοί ιατροί κατέφθασαν για να συνδράμουν με συμβουλές, ενέσεις υδραργύρου και άλλες θαυματουργές συνταγές έδιναν κι έπαιρναν από κάποιους, ο γιατρός της πόλεως, αυτός ο υπέροχος Κορύλλος, κατήγγειλε στις εφημερίδες με άρθρο του τις αηδίες ετούτες καθώς όλοι έλεγαν το μακρύ και το κοντό τους. Κάθε σπίτι είχε και τον ασθενή του και περισσότερο λέει κινδύνευαν οι ξενύχτηδες και όσοι άστεγοι κοιμούνταν στο ύπαιθρο, αλλά ακόμα και τα θαλάσσια λουτρά είχαν ενοχοποιηθεί. Άστραψε και βρόντηξε τότε ο Κορύλλος και είπε ότι δεν θα γίνουμε από τον ιδρώτα (καλοκαίρι γαρ) και την απλυσιά σαν τους βάρβαρους και προέτρεπε τους κατοίκους να συνεχίσουν να κάνουν τα μπάνια τους στη θάλασσα άφοβα αν θέλουν να είναι κοτσονάτοι όπως και ο ίδιος.
Συνεστήθη όμως να αποφεύγουν οι κάτοικοι τους συνωστισμούς και να αφήσουν τα καφενεία και τους κινηματόγραφους και τα θέατρα. Και να προσέχουν τα μαντήλια τους και τα κουτάλια τους και τις πετσέτες τους να μην τα πιάνει όποιος να ‘ναι και μπορούμε να φανταστούμε τον κρυφό πόνο που προκάλεσε αυτό στους ερωτευμένους της πόλεως που δεν μπορούσαν πια να παίρνουν το μαντήλι της αγαπημένης τους με τα αρχικά της κεντημένα κάτω στην μια του άκρη με τα χεράκια της, μα εδώ ο θάνατος μήτε τον έρωτα λογάριαζε μήτε την πρέφα.
Παρόλα αυτά η ινφλουέντζα τρύπωσε παντού. Οι αγγελίες θανάτων πλήθυναν και πολλοί πεφιλημένοι σύζυγοι και τέκνα και θείοι και θείες πλέον θα στόλιζαν τους κήπους της παραδείσου, νέοι άνθρωποι έφευγαν για το ταξίδι το αγύριστο και η πόλη έτρεμε κάπου ανάμεσα στον πανικό και την άγνοια.
Μα ήταν και η υγεία των κατοίκων ήδη επιβαρυμένη και είχε πιο εύκολο έργο το τέρας της ινφλουέντζας. Γιατί η νέα πόλη που χτίστηκε μετά την απελευθέρωση του 1828 στην άκρη του κύματος για να βλέπει όνειρα καλοκαιρινά δίπλα στο μορμορύζον θαλάσσιο μέτωπό της, είχε την ατυχία να στέκει πάνω σε βάλτους και να μαστίζεται από την ελονοσία. Ταλαιπωρημένη λοιπόν καθώς ήταν ήδη η υγεία της και τα θανατικά ήταν ο κανόνας της ζωής η ενσκήψασα πανδημία απλώς ήρθε να γευματίσει ψυχές και σώματα που ήταν εύκολη λεία.
Έπρεπε να περάσουν δύο ολόκληρα χρόνια για να αποφασίσει η ινφλουέντζα να αποχωρήσει. Καταγραφές επίσημες για ποσοστά και θνησιμότητες δεν υπάρχουν ή κι αν υπάρχουν δεν έχουν μελετηθεί. Η ζωή που απομένει στους ζωντανούς είναι πιο αδηφάγο τέρας απ’ αυτό που σκοτώνει. Κισσός γραπωμένος στον επάνω κόσμο η πόλη συνεχίζει τον δρόμο της στην Ιστορία και οι ξενύχτηδες συνεχίζουν να φλερτάρουν ζαλισμένοι τον νυχτερινό της ουρανό χωρίς πια να νιώθουν πως κινδυνεύουν./tetartopress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου