Βασίλης Σούφλας: Ο no1 εκτελεστής της μαφίας που βρέθηκε τσιμεντωμένος
Τα συμβόλαια θανάτου, οι αιματηρές ληστείες, το Συνδικάτο του Εγκλήματος και το προεξοφλημένο τέλος.
Ο λάκκος ήταν εκεί, το τσιμέντο ήταν εκεί και το κυριότερο ένας σωρός από κόκαλα ήταν ακριβώς στο σημείο που τους είχαν υποδείξει. Οι πληροφορίες που οδηγούσαν στο χωράφι λίγο έξω απ’ το Δήλεσι αποδεικνύονταν αξιόπιστες. Όλοι ήξεραν σε ποιον ανήκαν τα κόκκαλα που έβλεπαν να ξεθάβονται μπροστά στα μάτια τους. Υπήρχε λόγος που τα δύο τελευταία χρόνια ο Βασίλης Σούφλας είχε χαθεί
απ’ τη νύχτα και τώρα τον είχαν μπροστά τους. Ήταν νεκρός. Ο πιο ψυχρός Έλληνας εκτελεστής είχε συναντήσει την ίδια μοίρα που επεφύλασσε στα θύματά του. Μόνο που εκείνος θα την έβρισκε απ’ το χέρι του πιο έμπιστου συνεργάτη του, απ’ τον άνθρωπο που θα έβαζε ο ίδιος στη δουλειά.Ο Βασίλης Σούφλας ήταν το βασικό πιστόλι στο Συνδικάτο του Εγκλήματος, της εγκληματικής οργάνωσης που έμεινε γνωστή με αυτό το όνομα και έδρασε στα τέλη των 80s μέχρι τα μέσα των 90s. Ληστείες, εκβιασμοί, εκτελέσεις συμβολαίων θανάτου -σε λογικές τιμές- αλλά και άγριες βεντέτες που οδήγησαν στην αλληλοεξόντωση των μελών της, χαρακτήρισαν τη σχεδόν δεκαετή δράση της οργάνωσης. Τέσσερις γενιές μαφιόζων, όπου ο ένας έπαιρνε τη σκυτάλη από τον άλλον και όπου σχεδόν όλοι στο τέλος θα κατέληγαν νεκροί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.
Ο Σούφλας άνηκε από την πρώτη στιγμή στον σκληρό πυρήνα της οργάνωσης που ίδρυσε ο Αντώνης Δίπλας, μαζί με τους Βασίλη Καλτσά και Θεόδωρο Κατηφίδη. Μετά από μια σειρά επιτυχημένων ληστειών θα αποκτήσουν όνομα στον υπόκοσμο και ένας ένας οι νονοί θα αρχίζουν να τους προσλαμβάνουν για να ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς τους.
Η πρώτη δολοφονία στη Μάνη
Στις 15 Απριλίου 1990 ο Βασίλης Σούφλας θα δολοφονήσει τον Παύλο Κατσαφαρέα και τη σύζυγό του, Κανέλα, στο Οίτυλο της Λακωνίας. Πρόκειται για μια υπόθεση που εξιχνιάστηκε πολλά χρόνια αργότερα όταν πολλά μέλη της οργάνωσης είχαν πια πέσει στα χέρια της αστυνομίας και ομολογούσαν το ένα έγκλημα μετά το άλλο. Παρ’ όλα αυτά το όνομα του «εντολέα» παραμένει άγνωστο μέχρι και σήμερα, όπως και η αιτία.
Το επίσης τραγικό της υπόθεσης ήταν ότι για τη δολοφονία είχε συλληφθή αρχικά η ίδια η κόρη του ζευγαριού.
«Όσο ζω και υπάρχω θα αρνούμαι ότι σκότωσα τους γονείς μου», θα πει η ίδια. «Είμαι αθώα. Αγαπούσα τους γονείς μου».
Και όμως το 1991 θα καταδικαστεί σε δύο φορές ισόβια κάθειρξη και θα μείνει μέσα στη φυλακή μέχρι και το 1995, όταν και το Εφετείο θα την αθωώσει.
Αίμα στη σκοπιά
Η συμμορία ψάχνει για καθαρά όπλα. Στις 17 Μαρτίου 1992 θα σταματήσουν μπροστά από την κεντρική πύλη του στρατοπέδου 305 Αντισυνταγματάρχη Ρόκα στη Μάνδρα και θα πυροβολήσουν τέσσερις φορές τον στρατιώτη Αντώνη Φάμελλο, ενώ κάνει σκοπιά στην κεντρική πύλη. Θα τον σύρουν νεκρό στο έδαφος και θα του αφαιρέσουν τον ατομικό του οπλισμό.
Χρόνια αργότερα, όταν θα εκδικαστεί η δολοφονία του ανυποψίαστου φαντάρου θα αποδειχθεί μέσα από τα στοιχεία που θα προκύψουν ότι ο Σούφλας ήταν ανάμεσα σε εκείνους που πυροβόλησαν.
Εκτός ελέγχου
Όταν ο Θεόδωρος Κατηφίδης, μέλος της οργάνωσης, θα πέσει στα χέρια της αστυνομίας, θα ανοίξει το στόμα του και πολλές ορφανές δολοφονίες θα εξιχνιαστούν. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη δικογραφία που θα προκύψει το 1996, ο Σούφλας μαζί με έναν ακόμη άγνωστο συνεργό του, θα εκτελέσει τον έμπορο αυτοκινήτων Κώστα Ντάκο στις 3 Μαρτίου 1992 μέσα στο κατάστημά του, στη συμβολή της λεωφόρου Αθηνών με την οδό Φαβιέρου στο Χαϊδάρι. Τα κίνητρα της δολοφονίας και η ταυτότητα του «εντολέα» δεν θα καταγραφούν στην κατάθεση Κατηφίδη ή σε άλλη μαρτυρική κατάθεση.
Σύμφωνα με τα ίδια έγγραφα, ο Σούφλας θα πάρει μέρος και στη ληστεία που οργάνωσε το Συνδικάτο του Εγκλήματος στο παράρτημα της Εθνικής Τράπεζας στη Νιγρίτα Σερρών, όπου και θα πέσει νεκρός από πυροβολισμούς ο ταμίας, Γιώργος Καραγκιόζης. Η ληστεία θα λάβει χώρα στις 5 Ιουλίου του 1993 και ο εκτελεστής του άτυχου υπάλληλου θα είναι και πάλι ο Σούφλας.
Τον ίδιο χρόνο, λίγους μήνες μετά, στις 17 Δεκεμβρίου θα εκτελέσει με ένα εννιάρι τον περιπτερά Βασίλη Μπαρτζώκα, μαζί με τον Σωτήρη Κούση. Ο δεύτερος είχε πληροφορίες από άτομο του περιβάλλοντος του περιπτερά ότι κρατούσε μέσα στο πρατήριο τσιγάρων πολλά χρήματα.
Είναι σημαντικό να πούμε ότι από τον Αύγουστο του 1992 αρχηγός της συμμορίας είναι πια ο ίδιος. Εκείνον το μήνα η αστυνομία είχε κάνει έφοδο σε εξοχική κατοικία στο Πόρτο Γερμενό, συλλαμβάνοντας και τα περισσότερα μέλη της πρώτης γενιάς του Συνδικάτου του Εγκλήματος. Ο Σούφλας θα είναι εκείνος που θα την κρατήσει ζωντανή, στρατολογώντας νέα άτομα και συνεχίζοντας πλέον ως ηγέτης τους.
Η εκτέλεση του οικονομικού διευθυντή του Mercedes
Στις 13 Φεβρουαρίου 1993 θα πέσει νεκρός από τις σφαίρες του Σούφλα και του Γιώργου Καλτσά (αδελφού του υπαρχηγού Βασίλη Καλτσά που έχει πια συλληφθεί) ο Ευάγγελος Παρασιάκος. Οι δράστες τον περίμεναν έξω απ’ το σπίτι του στη Νέα Ερυθραία και τον εκτέλεσαν εν ψυχρώ.
Στα δικαστικά έγγραφα θα γίνει λόγος ότι η δολοφονία του οικονομικού διευθυντή του μεγάλου αθηναϊκού club, προτάθηκε στον Βασίλη Σούφλα από κάποιον Θέμη, ο οποίος παρουσιαζόταν ως μπράβος του club Μαμούνια. Ο μπράβος του εξήγησε ότι ο Παρασιάκος ήταν αντίπαλός του στην προστασία των μαγαζιών και του έδωσε δύο εκατομμύρια για να τον βγάλει απ’ τη μέση. Αν και ο Σούφλας ήταν αρκετά διστακτικός, γιατί δεν ήθελε να μπλεχτεί σε πολέμους μεταξύ συμμοριών -τουλάχιστον όχι ακόμα- τελικά υπέγραψε το συμβόλαιο.
Ο λόγος που δεν ήθελε να μπλεχτεί ήταν οι πολύ καλές σχέσεις που διατηρούσε με πολλούς ανθρώπους της ελληνικής μαφίας. Για παράδειγμα, το μεγάλο όνομα της προστασίας του ‘90, ο Θέμης Καλαποθαράκος πολύ συχνά τον φιλοξενούσε στο ίδιο του το σπίτι ή φρόντιζε να μένει στο ξενοδοχείο London της Γλυφάδας με το ψευδώνυμο «Στέφανος Μακρής».
Σύμφωνα πάντως με ένα άλλο δημοσίευμα της εποχής, την εντολή για την εκτέλεση του Παρασιάκου την έδωσε ένας έμπορος που είχε συναλλαγές με νυχτερινά κέντρα και είχε πολλές διαφορές μαζί του.
Η συμπεριφορά του αρχίζει να ενοχλεί τους λάθος ανθρώπους
Δεν είναι δύσκολο να φανταστείς ότι κάτι δεν πήγαινε και πολύ καλά με τον Σούφλα και μάλιστα από παλιά, πριν ακόμα ξεκινήσει να πληρώνεται για να σκοτώνει.
Μεγαλωμένος στην Ελευσίνα, άνθρωποι που ήξεραν την περιοχή έλεγαν ότι η οικογένεια του Σούφλα -ο ίδιος, ο πατέρας του και ο αδερφός του, Κυριάκος- ήταν οι «νταήδες» της περιοχής. Τρομοκρατούσαν τον οποιονδήποτε, έκαναν σκοποβολή ακόμη και με ανθρώπινους στόχους, απρόβλεπτοι και άμυαλοι, ήταν ικανοί για τα πάντα.
Η ψυχική κατάσταση του όμως θα επιδεινωνόταν όταν ο πατέρας του και ο αδελφός του θα σκοτώνονταν σε τροχαίο δυστύχημα. Από εκεί και μετά η κατηφόρα που πήρε δεν είχε γυρισμό. Όσο κι αν ακούγεται ως «ψυχρός επαγγελματίας», μόνο έτσι δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Δύο περιστατικά που περιέγραψαν αργότερα οι πρώην οι συνεργάτες του είναι χαρακτηριστικά:
Τον Οκτώβριο του 1991 πυροβόλησε εν ψυχρώ τον Μ.Π. στον Ασπρόπυργο, έναν γείτονά του από την Ελευσίνα, γιατί θεώρησε ότι είχε εκστομίσει κάτι προσβλητικό προς τον αδελφό του. Στη συνέχεια έβαλε φωτιά στο ταξί του και το έκαψε. Για καλή του τύχη, ο ταξιτζής θα τη γλιτώσει.
Η δεύτερη φορά που για ασήμαντη αφορμή πάλι έλειψε να σκοτώσει κάποιον ήταν το 1992 στο Αλεποχώρι. Με συνοδηγό τον Κατηφίδη, θα προσπεράσει αντικανονικά ένα αυτοκίνητο και ο άλλος οδηγός, έξαλλος, θα κάνει το λάθος να του κορνάρει. Ο Σούφλας θα τραβήξει το χειρόφρενο και θα κατέβει οργισμένος από το αυτοκίνητο, έτοιμος να γαζώσει με σφαίρες τον άγνωστο οδηγό. Μαζί του θα βγει και ο Κατηφίδης και με απεγνωσμένες προσπάθειες θα κατορθώσει να τον ηρεμήσει και να μην εκτελέσει τον άνθρωπο, που έβλεπε ένα περίστροφο να τον σημαδεύει απ’ το πουθενά. Το επιχείρημα ότι θα τραβούσαν την προσοχή των διερχομένων και άρα και της αστυνομίας, θα τον πείσει, και έτσι θα φύγουν «χαρίζοντας» τη ζωή στον οδηγό που δεν είχε ιδέα με ποιους είχε να κάνει.
Εντούτοις, το μοιραίο λάθος φαίνεται θα το κάνει όταν άνθρωποι της ελληνικής μαφίας θα τον προσεγγίσουν με σκοπό να δολοφονήσει τον Καλαποθαράκο και κάποιους συνεργάτες του. Σύμφωνα με καταθέσεις που περιέχονται στη δικογραφία του Συνδικάτου, αυτήν την φορά δεν θα έχει κανέναν ενδοιασμό.
Το τέλος του
Οι δικοί του συνεργάτες όμως, δεν τον εμπιστεύονται πια. Η αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του τρομάζει και έτσι αποφασίζουν να τον βγάλουν απ’ τη μέση.
Την άνοιξη του 1994 ο συνεργάτης του, Σωτήρης Κούσης, μαζί με ένα ακόμα άτομο, θα τον παρασύρουν σε μία ερημική τοποθεσία στη θέση Αγριλέζα στον Ωρωπό, και θα τον εκτελέσουν. Στη συνέχεια θα τον θάψουν, ρίχνοντας πάνω απ’ το πτώμα του τσιμέντο, ώστε να είναι σίγουροι ότι ούτε η βροχή ούτε τα σκυλιά θα αποκαλύψουν ποτέ το μυστικό τους.
Πλέον αρχηγός της συμμορίας αναλαμβάνει ο ίδιος ο Κούσης, αλλά το Συνδικάτο δεν θα αντέξει για πολλά χρόνια ακόμη. Δολοφονίες, ατυχήματα και συλλήψεις θα φέρουν το οριστικό τέλος της οργάνωσης μέχρι το 1998.
Το 2007 θα έρθει το τέλος και του ίδιου του Κούση. Βγαίνοντας από ένα ξενοδοχείο στα Μελίσσια, στο οποίο βρισκόταν για λίγες ώρες με μία γυναίκα, ένας άγνωστος θα τον εκτελέσει με τέσσερις σφαίρες, με την τελευταία επαγγελματική βολή να τον βρίσκει στο κεφάλι. Ο 43χρονος -πια- βαρυποινίτης βρισκόταν έξω με οκταήμερη άδεια από τις φυλακές Μαλανδρίνου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου