Σάββατο 25 Αυγούστου 2018

ΚΟΜΠΟΛΟΙ
Η εικόνα ίσως περιέχει: φαγητό Το κομπολόι είναι μουσουλμανικό προσευχητάρι και ο Μωάμεθ το εμπνεύστηκε για να μετρούν οι πιστοί τις προσευχές τους, όρισε να’ χει 99 χάντρες, όσες και οι χάρες του Αλλάχ.
Όμως αυτό το Masbaha (λέξη που σημαίνει «απαγγέλλω προσευχές») ήταν τελικά τόσο μεγάλο, που μπέρδευε τους προσευχόμενους. Κι έτσι, για να μην ξεχνούν καμία χάρη του
θεού τους, μοίρασαν τις 99 χάντρες σε τρεις ενότητες, από 33 χάντρες καθεμιά.
Στο τέλος, με πνεύμα ακόμα πιο πρακτικό, επικράτησαν κομπολόγια με 33 μόνο χάντρες και για «καλυφθούν» οι 99 θεϊκές χάρες, κάθε χάντρα «μετρούσε» για τρεις από τις χάρες αυτές. Η τελευταία, η μεγάλη χάντρα – αυτή που ξέρουμε ως «παπά» - αντιπροσώπευε τον ίδιο τον Αλλάχ.
Οι χάντρες πρέπει να περνιούνται σε κορδόνι. Στριφτό και κατά προτίμηση μεταξωτό. Πέρα απ’ το κορδόνι, χαρακτηριστικά στοιχεία του κομπολογιού είναι ο παπάς και η φούντα. Παπάς είναι η μεγάλη χάντρα, συχνά διαφορετικού σχήματος από τις υπόλοιπες του κομπολογιού, και πάντως μεγαλύτερη, που υπάρχει στο τελείωμα της γιρλάντας. Στην τελική απόληξη, είναι δεμένη η φούντα. Παλιά, την έφτιαχναν πυκνή και πλούσια. Κι η δουλειά του «φουνταδόρου» δεν λογιζόταν επάγγελμα, μα τέχνη.
Κομπέω-κομπώ σημαίνει «ηχώ, κωδωνίζω, ιδίως επί ήχου τον οποίον εκδίδουσι πήλινα ή μεταλλικά αγγεία όταν το έν μετά του άλλου συγκρούωνται». (Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης του Άνθιμου Γαζή, Αθήνα 1839).
Ο ήχος του κομπολογιού είναι η μιλιά του κι’ αυτοί που ξέρουν ποτέ δεν «βροντοχτυπούν τις χάντρες», όχι για τους λόγους που υπαινίσσεται το λαϊκό τραγούδι, αλλά διότι οι χάντρες – πέτρινες, κοκάλινες, κεχριμπαρένιες, από κέρατο, από κοράλλι είτε από έβενο – πρέπει να παίζονται ήρεμα και απαλά, ώστε να μπορείς ν’ ακούς τι σου λένε …
Μεταξύ 13ου και 15ου αιώνα μ.Χ., τα χάντρινα προσευχητάρια φορεμένα στη μέση και στο λαιμό υποδεικνύουν συμμετοχή σε θρησκευτική Αδελφότητα ή Τάγμα. Παρόλο που τα ήθη της εποχής απαγορεύουν τη χρήση κοσμημάτων και πολύτιμων λίθων από μοναχούς και ιερωμένους, τα προσευχητάρια ως εξαρτήματα ένδυσης αποτελούν απόδειξη ευλάβειας. Διαδεδομένη είναι και η αντίληψη ότι έχουν θεραπευτικές ιδιότητες ή ότι λειτουργούν ως φυλαχτά. Για αυτό το λόγο, προσφέρονται και ως πολύτιμο δώρο φιλίας, ειδικά αν ο δωρητής είναι πρόσωπο αποδεδειγμένης αρετής, προσκυνητής των Αγίων Τόπων ή μέλος στρατιωτικο-θρησκευτικού Τάγματος. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν το Τάγμα των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ και η Αδελφότητα των Προσευχητών.
Οι πρώτοι, γνωστοί και ως Ιωαννίτες Ιππότες, ή «Τάγμα των Φιλοξενούντων» (Hirosolimitani Xenodochii, ή Hospitallers), μετεξελίχθηκαν στο γνωστό μας Τάγμα των Ιπποτών της Ρόδου και αργότερα στο Τάγμα των Ιπποτών της Μάλτας (το οποίο υφίσταται έως σήμερα). Τα μέλη του Τάγματος αυτού, υιοθετούν από νωρίς τα κομπολόγια ως βασικό τμήμα του εξοπλισμού τους.
Η Αδελφότητα των Προσευχητών ή Αδελφότητα του Ροζαρίου (Confraternity of the Holy Rosary) εμφανίζεται αρχικά κατά τον 13ο αιώνα και αποτελείται από Δομινικανούς μοναχούς, οι οποίοι φορούν στη μέση τους μεγάλα κομπολόγια με 150 χάντρες, κατανεμημένες σε ομάδες των 50. Θεωρούν ότι η ενδυνάμωση της πίστης επιτυγχάνεται μέσω της αδιάκοπης προσευχής και ανάγουν το κομπολόι σε βασικό όχημα θρησκευτικής ανάτασης, «οργώνοντας» όλη τη Δυτική Ευρώπη για να διαδώσουν την πεποίθησή τους. Μένουν γνωστοί και ως «Τάγμα των Κομβολογητών».
Στον τόπο μας, ο δεσμός του ανθρώπου με το κομπολόι είναι απ’ τους πιο δυνατούς. Ένα κομμάτι λαϊκής παράδοσης, ζωντανής παντού: To καλοκαίρι στους καφενέδες, κάτω απ’ τον πλάτανο. Το χειμώνα, πλάι στην ξυλόσομπα, στο μπακαλικάκι της πλατείας του χωριού που σερβίρει και τσίπουρο…
Το πρώτο μέρος στην Ελλάδα, όπου φαίνεται πως χρησιμοποιήθηκαν «κομπολόγια», ήταν η μοναστική πολιτεία του Άθω. Οι αγιορείτες καλόγεροι έδεναν σε τακτές αποστάσεις μιας χοντρής κλωστής κόμπους, για να μετρούν τις προσευχές τους. Αυτά τα «κομποσχοίνια» ή «πατερημά» άνοιξαν, λένε, το δρόμο στο ελληνικό κομπολόι.
Πώς και γιατί «ξέπεσε» αργότερα στον τόπο μας το κομπολόι; Τι έφταιξε που περιθωριοποιήθηκε για ένα σχεδόν αιώνα, ίσαμε που τελείωσε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος; Βασικοί υπεύθυνοι για την κοινωνική του απαξίωση στάθηκαν οι παλιοί κουτσαβάκηδες – άτομα περιθωριακά οι ίδιοι, ταυτισμένοι με κομπολόγια από υλικά εντελώς ευτελή.
Ξεκινώντας λοιπόν από τα χρόνια που είχε τελειώσει η Επανάσταση. Άπραγοι οι παλιοί καπεταναίοι και αγωνιστές του ‘21, μαζεύονταν στον κεντρικό καφενέ της πλατείας του Ψυρρή που οι Αθηναίοι, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, της είχαν δώσει το όνομα «Πλατεία Ηρώων».
Διάφοροι ψευτοπαλικαράδες και νταήδες, ίσως επειδή ένιωθαν κι εκείνοι κάπως σαν λαϊκοί ήρωες, έκαναν αργότερα αυτή την πλατεία στέκι τους. «Κουτσαβάκηδες» τους ξέρανε όλοι – γιατί προσπαθούσαν να μοιάσουν σε ύφος και ζοριλίκι σ’ ένα καυγατζή δεκανέα απ’ τα χρόνια του Όθωνα, τον Μήτρο Κουτσαβάκη.
Βλέμμα βλοσυρό, μαλλιά με χωρίστρα στη μέση κι αλειμμένα με κανελλόλαδο, μουστάκι στριφτό πασαλειμένο με μαντέκα... Παντελόνι «τζογέ», σκούρο πάντα, με ρίγα, που στένευε στο μπατζάκι. Στιβάλια στενά και μυτερά, με τακουνάκι. Γύρω στη μέση ζωνάρι μάλλινο, άσπρο ή κόκκινο: Για να χώνουν μέσα τις περίφημες «ισόβιες» - τις μάχαιρες που κουβαλούσαν και που συχνά τους έστελναν στη φυλακή. Στο κεφάλι, σταχτιά ρεπούμπλικα με μια φαρδιά κορδέλα πένθους - τη «θλίψη» όπως την έλεγαν.
Σεργιανώντας στα σοκάκια του Ψυρρή, κάποτε, θα τους αναγνώριζε κανείς αμέσως. Γιατί οι κουτσαβάκηδες δεν φόραγαν ποτέ το σακάκι τους και με τα δυο μανίκια: Μονάχα το αριστερό. Και στο χέρι τους, απαραίτητο, το κομπολόι.
Φαίνεται, πως το κλίμα άρχισε ν’ αλλάζει μετά τη δεκαετία του ’20. Σύμφωνα με τους απογόνους μιας οικογένειας μικρασιάτικης, που ήρθε «από απέναντι» μετά την Καταστροφή, οι πρόσφυγες παππούδες τους ήταν οι πρώτοι που άρχισαν να φτιάχνουν και να πουλάνε πραγματικά «ελληνικά» κομπολόγια.
Στα χρόνια του Μεσοπολέμου η αστική συνείδηση αμύνεται ακόμη ενάντια στο κομπολόι. Κι έπειτα όλα ανατρέπονται… Η σαρωτική αλλαγή που έφερε ο Δεύτερος μεγάλος πόλεμος στα κοινωνικά ήθη, στις καθημερινές συνήθειες, μα προπαντός στις αγκυλωμένες αντιλήψεις και στον τρόπο θεώρησης των πραγμάτων, λειτουργεί καταλυτικά σε όλα τα επίπεδα.
Το αδικημένο κομπολόι αρχίζει να γίνεται αποδεκτό. Όλο και περισσότερο κερδίζει έδαφος. Μετά το 1945 εκείνοι που το αγαπούν, που βρίσκουν βάλσαμο τη συντροφιά του, δεν νιώθουν πια ενοχές.
Και φυσικά, οι δεκαετίες που ακολουθούν το καθιερώνουν. Στους μυημένους προστίθενται οι νεοφώτιστοι. Το ανακαλύπτουν και το υιοθετούν. Το συλλέγουν. Το επιδεικνύουν. Το βάζουν στις παρέες. Το χαρίζουν σε φίλους.
(Αποσπάσματα από το βιβλίο «Το κομπολόι και η ιστορία του» του Άρη Ευαγγελινού, συλλέκτη και ιδρυτή του Μουσείου Κομπολογιού και από το «Περί Κομβολογίου το Ανάγνωσμα» του Κώστα Κατσιμπόκη)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

απο 11-01-09

Συνεργάτες