Διασυνοριακοί ψηφοφόροι...
Είναι γνωστό ότι τα σύνορα κατά κανόνα είναι προϊόντα διεθνών πολιτικών συµβιβασµών, γεγονός που σηµαίνει ότι είναι σε µεγάλο βαθµό αυθαίρετα. Συνήθως τα πολιτικά σύνορα δεν ταυτίζονται µε τα...
εθνοτικά κι αυτό γιατί τα νεωτερικά εθνικά κράτη προέκυψαν από τη διάλυση προηγούµενων πολυεθνοτικών αυτοκρατοριών, όπως είναι κατεξοχήν η περίπτωση των Βαλκανίων.
Σε ό,τι αφορά στο ελληνο-αλβανικό σύνορο, η πραγµατικότητα αυτή έχει βιωθεί µε έναν δραµατικό τρόπο από τους µεθόριους πληθυσµούς. Εδώ δεν διαιρέθηκαν απλά εθνοτικές οµάδες ή ανθρωπογεωγραφικές ενότητες, αλλά και κοινότητες, ακόµα και οικογένειες. Η διαίρεση αυτή κράτησε 45 χρόνια. Το 1990-91, που κατέρρευσε το αλβανικό καθεστώς και «έπεσε» το σύνορο, η «επανένωση» έγινε επίσης µε δραµατικό τρόπο. Κατά την τελευταία προεκλογική περίοδο επισκεφτήκαµε χωριά της ∆ρόπολης, περιοχή που ανήκει στην ελληνική µειονότητα της Αλβανίας. Είχαµε την ευκαιρία να παρατηρήσουµε καταστάσεις και συµπεριφορές που µας βοήθησαν να συµπληρώσουµε την εικόνα µας για τη διασυνοριακή κινητικότητα που είχαµε περιγράψει αναλυτικά σε βιβλίο µας («Στο σύνορο», Οδυσσέας, Αθήνα, 2010).
Το «µειονοτικό» χωριό Κοσοβίτσα, δίπλα στο σύνορο, χωρίστηκε από το «ελλαδικό» χωριό Αγία Μαρίνα, που δεν ήταν παρά συνοικισµός (µαχαλάς) της Κοσοβίτσας. Προέκυψε ως χωριό από έναν καλυβικό οικισµό της Κοσοβίτσας, όπου διέµεναν οι κάτοικοί της κατά τη διάρκεια εντατικών εργασιών στα χωράφια τους. Από το 1991 και έπειτα, όσοι Κοσοβιτσινοί απέµειναν στο χωριό (κυρίως ηλικιωµένοι) µετακινούνται σχεδόν καθηµερινά για διάφορους λόγους ανάµεσα στους δύο οικισµούς, µια απόσταση µισής ώρας µε τα πόδια. Μπορεί να πάει κανείς για δουλειά σε αυλές, σε σπίτια ή σε χωράφια αυθηµερόν, να πάει για τα φάρµακά του, για ψώνια ή ακόµα και για έναν γάµο, κηδεία ή πανηγύρι. Το σύνορο σήµερα είναι σαν να µην υπάρχει. Το καταργεί η καθηµερινή πραγµατικότητα.
Προεκλογικά, λοιπόν, η Κοσοβίτσα, όπως και το σύνολο των χωριών της ελληνικής µειονότητας, των οποίων οι κάτοικοι ψηφίζουν και στην Ελλάδα, ζει στον ρυθµό των εκλογών. Υποψήφιοι ή εκπρόσωποί τους πηγαινοέρχονται, οι συζητήσεις έντονες, το ίδιο και οι υποσχέσεις. Ονόµατα υποψηφίων δηµάρχων και περιφερειαρχών διακινούνται από στόµα σε στόµα, από σπίτι σε σπίτι. Οι λόγοι που επικαλούνται για την επιλογή τους κατά κανόνα έχουν να κάνουν µε διάφορες εξυπηρετήσεις. Από πρακτικού χαρακτήρα, οποιαδήποτε βοήθεια στην οικογένεια ή στο χωριό, µέχρι και «τα φάρµακα», που κάποιος δήµαρχος ή σύµβουλος τους «τα φέρνει στο σπίτι». Κάποια ονόµατα προσώπων είναι τόσο οικεία στους ανθρώπους, που αναφέρονται σε αυτά σαν να είναι συγγενείς ή συγχωριανοί.
«Ο Αλέκος βοήθησε να γίνει ο δρόµος για το Μοναστήρι», «ο Κώστας µας φέρνει τα φάρµακα στο σπίτι», «ο Γιάννης έρχεται σε όλες τις εκδηλώσεις, νοιάζεται για µας», «ο Γιώργος θα βοηθήσει να ξαναπάρουµε τις συντάξεις που µας έκοψαν από την Ελλάδα» κ.ο.κ. Η διασυνοριακή κινητικότητα, λοιπόν, που πρέπει να αντικαταστήσει τον όρο «µετανάστευση», στη συγκεκριµένη περίπτωση, αφορά ακόµα και στις εκλογές και βέβαια όχι µόνο στην Ελλάδα. Το ίδιο συµβαίνει, σε αντίστροφη φορά, όταν έχουν εκλογές στην Αλβανία. Η µετακίνηση ψηφοφόρων από την Ελλάδα είναι αθρόα. Επειδή οι άνθρωποι δεν αποκόπτουν τους δεσµούς µε τα χωριά τους, το αντίθετο, έχουν κάθε λόγο να συµµετέχουν για τα προσωπικά τους συµφέροντα αλλά και για αυτά της µειονότητας συνολικά, η οποία µειονότητα, σηµειωτέον, εκπροσωπείται πολιτικά και µε δικό της σχηµατισµό...
Γράφει ο Βασίλης Νιτσιάκος, καθηγητής Κοινωνικής Λαογραφίας στο Τµήµα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστηµίου Ιωαννίνων και διδάκτωρ Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήµιο Κέιµπριτζ.
ethnos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου