να γιατι πρεπει να ειμαστε πολυ σοβαροι στη σταση μας απεναντι στους μεταναστες...
Τον Αύγουστο του 1918 ένα πλήθος 50.000
καναδών «πατριωτών» επιδόθηκε για μέρες σε ένα ανελέητο πογκρόμ σε βάρος
των ελληνόφωνων μεταναστών της πόλης. Το αποτέλεσμα αυτού του
ρατσιστικού πογκρόμ ήταν ο θάνατος αρκετών μεταναστών, μεταξύ των οποίων
29 γυναίκες και 6 ανήλικα παιδιά καθώς και υλικές ζημιές 1.000.000
δολαρίων.
Οι αφορμές ήταν πολλές. Για χρόνια οι ελληνόφωνοι μετανάστες,
μικροιδιοκτήτες και εργαζόμενοι κυρίως στον επισιτισμό (Greek
restaurants) αποκαλούνταν από τους ντόπιους «slackers», δηλαδή
«τεμπελχανάδες» επειδή κατα τους ρατσιστές απέφευγαν τις βαριές δουλειές
του φορτοεκφορτωτή, του ξυλοκόπου ή του βιομηχανικού εργάτη και
δούλευαν σαν μάγειροι, ψήστες, σερβιτόροι ή υπάλληλοι εμπορικών
καταστημάτων.Μια σειρά από γεγονότα, όπως οι καλές σχέσεις του τότε Βασιλιά Κωνσταντίνου με το γερμανό Κάιζερ, η ουδετερότητα της χώρας προέλευσή τους κατα τις αρχές του Α’ παγκοσμίου πολέμου και η άρνηση των ελληνόφωνων μεταναστών να καταταγούν στον ελληνικό στρατό, θεωρήθηκαν, επίσης, αφορμές.
Επιστρέφοντας οι χιλιάδες των βετεράνων καναδών από τη σφαγή χαρακωμάτων του Α’ παγκοσμίου πολέμου, πολλοί απ’αυτούς ανάπηροι και σε άθλια οικονομική κατάσταση, βρήκαν τους ελληνόφωνους μετανάστες που αποτελούσαν το 0,5% του πληθυσμού της πόλης να ευημερούν έχοντας στην κατοχή τους το 35% των μικρομεσαίων καταστημάτων.
Τον Αύγουστο του 1918, 10.000 βετεράνοι διαδήλωσαν στους δρόμους συνεπικουρούμενοι από 40.000 καναδούς πολίτες. Οι πολυήμερες διαδηλώσεις συχνά εξετράπησαν σε πογκρόμ σε βάρος μαγαζιών και σπιτιών μεταναστών με την αστυνομία στην καλύτερη περίπτωση θεατή ενώ δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις όπου καναδοί αστυνομικοί έπαιρναν ενεργά μέρος στο πογκρόμ σε βάρος των ελληνόφωνων.
Οι μνήμες του ρατσιστικού πογκρόμ της πόλης έχουν μετατραπεί σήμερα σε φιέστα όπου «αντι»ρατσιστές συγκεντρώνονται στις συνοικίες των ελληνόφωνων και τρώνε μαζικά Greek souvlaki, tzatziki, mousaka κλπ μεσογειακά εδέσματα. Οι συγκρίσεις με τα σημερινά πογκρόμ μεταναστών σε Αθήνα και Πάτρα με την ανάλογη στάση της αστυνομίας και κάποιων «πολιτών» είναι αναπόφευκτες.
Για το γεγονός έχει γυριστεί ντοκυμαντέρ το 2009 από τον John Burry με βίντεο από σκληρές εικόνες της εποχής που κυκλοφορεί σε DVD με υπότιτλους στα ελληνικά με τον τίτλο “Violent August“.
Ακολουθεί μερική μετάφραση του άρθρου “Hidden history: Hunting Greeks in Toronto” της Athens News.
Αν και τακτικός θαμώνας στο White City
Cafe, εκείνο το συγκεκριμένο απόγευμα, ο Cludernay ήταν βίαιος και
χτύπησε έναν από τους σερβιτόρους, ο οποίος αναγκάστηκε να τον διώξει
από το καφέ και να καλέσει την αστυνομία.
Ο πρώην στρατιώτης συνελήφθη για διατάραξη κοινής ειρήνης και πέρασε
το βράδυ του μεθυσμένος στο κελί ενός κοντινού αστυνομικού τμήματος. Την
επόμενη μέρα επέστρεψε στο καφέ για να ζητήσει συγνώμη για την
συμπεριφορά του το προηγούμενο βράδυ.Το περιστατικό δεν τελείωσε εκεί..
Ο βετεράνος μπορεί να νόμισε πως η υπόθεση είχε τελειώσει, αλλά δεν γνώριζε πως το σχετικά αδιάφορο περιστατικό θα οδηγούσε σε μια 3μερη εξέγερση στους δρόμους της μεγαλύτερης πόλης του Καναδά, κατά την οποία κάθε ελληνική επιχείρηση θα καταστρεφόταν και με κόστος ζημιών περισσότερο από 1.5 εκατομμύριο Καναδικά δολάρια (περίπου 750.000 ευρώ.)
Το γεγονός ότι ο Cludernay δεν επέστρεψε σπίτι του το προηγούμενο βράδυ, σε συνδυασμό με έντονες φήμες που κυκλοφόρησαν ότι οι «βρωμο-Έλληνες» τον είχαν ξυλοκοπήσει, ξύπνησε το λανθάνον αντί-μεταναστευτικό, αντί-ελληνικό αίσθημα στο Τορόντο.
Για τα επόμενα τέσσερα βράδια οι καλοί πολίτες του Τορόντο «τρελάθηκαν» και πυροδότησαν τις μεγαλύτερες συγκρούσεις στην ιστορία της πόλης και ένα από τα μεγαλύτερα αντί-ελληνικά πογκρόμ στον κόσμο .
Η πρώτη ελληνική επιχείρηση, θύμα της οργής των διαδηλωτών, ήταν το White City Cage, το οποίο άνηκε στον Paul (Απόστολος) Letros, έναν έλληνα μετανάστη που είχε μετακομίσει στην πόλη το 1911 αφού είχε ήδη ζήσει 15 χρόνια στο Σικάγο.
Οι εγκαταστάσεις του μαγαζιού καταστράφηκαν, τα τζάμια του έγιναν γυαλιά καρφιά όπως και οι 32 καθρέφτες που βρίσκονταν παρατεταγμένοι στους τοίχους και τις μαρμάρινες κορυφές.
Οι 50.000 πλήθους, στην συνέχεια ξεκίνησαν ένα ανθρωποκυνηγητό Ελλήνων. Μέχρι τις 3 το βράδυ που το πλήθος διαλύθηκε, δεκάδες επιχειρήσεις στους δρόμους Yonge και Queen, όλες ελληνικές, είχαν δεχτεί επίθεση και είχαν καταστραφεί.
Όλο αυτό το διάστημα, η αστυνομία και η περιφερική εθνοφυλακή απλά κάθονταν και κοιτούσε.
Την δεύτερη νύχτα των ταραχών, το Τορόντο έμοιζε με εμπόλεμη ζώνη, καθώς διαδηλωτές και αστυνομία έδιναν μάχες για περισσότερες από τέσσερεις ώρες και περίπου 50.000 άτομα επιδίδονταν στην δύνη της βίας, αναγκάζοντας τον δήμαρχο της πόλης να επιβάλει απαγόρευση της κυκλοφορίας και την επέμβαση του στρατού για να καθαρίσει τους δρόμους .
Κατά τις πρώτες πρωινές ώρες της 6ης Αυγούστου, ο δήμαρχος κατάφερε να ανακαλέσει την αστυνομία και τον στρατό από τους δρόμους.
Κανένας από τους πληγέντες επιχειρηματίες δεν θα λάμβανε αποζημίωση για τις ζημιές που είχε υποστεί, αφού γενικά υπήρχαν τριβές ανάμεσα στην Καναδική, τη Βρετανική και την Ελληνική κυβέρνηση…
Γιατί τους Έλληνες
Στο βιβλίο του για τα γεγονότα «The 1918 Anti-Greek Riot in Toronto», ο ιστορικός Thomas Gallant ανασυνθέτει την αφήγηση της εξέγερσης και εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η σχετικά μικρή ελληνική κοινότητα της πόλης προσέλκυσε τόσο μίσος από τους κατοίκους.
Όπως δείχνει ο Gallant , οι Έλληνες ήταν μια πολύ «ορατή» μειονότητα: αν και περιελάμβαναν μόνο ένα 0.5% του πληθυσμού της πόλης, τους ανήκαν πάνω από το 35% από τα εστιατόρια και τις καφετέριες.
Η κυρίαρχη αντίληψη μεταξύ του πληθυσμού και των βετεράνων ιδιαίτερα, ήταν ότι ενώ οι Άγγλο-Καναδοί ήταν απόντες συμμετέχοντας στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο πόλεμο, οι “τεμπελό – Έλληνες που θα έπρεπε να πολεμούν και αυτοί, κέρδιζαν χρήματα στο Τορόντο”. Ήταν μια απλή περίπτωση «εξιλαστήριου θύματος», η οποία παραμελούσε την περίπλοκη νομική κατάσταση των Ελλήνων στον Καναδά εκείνη την περίοδο.
Η Ελλάδα ήταν επισήμως ουδέτερη για το μεγαλύτερο μέρος του πολέμου, και η καναδική κυβέρνηση ήταν εχθρική προς την ιδέα της στρατολόγησης των Ελλήνων στο στρατό της από φόβο ότι η Ελλάδα θα μπει στον πόλεμο από την πλευρά της Γερμανίας.
Παρόλα αυτά ακόμα και ουσιαστικά αποκλεισμένοι από την ένταξη τους στον πόλεμο, οι Έλληνες του Καναδά δε σταμάτησαν να δίνουν την υποστήριξή τους. Πράγματι, ορισμένοι από τους ιδιοκτήτες καταστημάτων που έχασαν τα μαγαζιά τους κατά τις ταραχές είχαν κάνει μεγάλες δωρεές στο ταμείο του πολέμου, και οι ίδιοι ακόμα ήταν βετεράνοι πολέμου, έχοντας υπηρετήσει στους Βαλκανικούς πολέμους.
Κληροδότημα
Οι ταραχές του 1918 δείχνουν «πόσο μακριά» είχαν φτάσει οι Καναδοί, δήλωσε ο Gallant στην Athens News.
«Ο Καναδάς υπερηφανεύεται για την ανοχή και την πολυπολιτισμικότητά του», είπε. «Έχει το αντίθετο μοντέλο απ’ ότι στις ΗΠΑ – δεν θέλει την ομοιογένεια, θέλει όλες οι μειονότητές του να διατηρήρουν τις διαφορετικές κληρονομιές τους.
“Για τους Καναδούς, πλέον, είναι μια εορταστική ιστορία. Αν κοιτάξουμε όμως τις ΗΠΑ θα διαπιστώσουμε ότι είναι ακόμα βυθισμένες σε τέτοια θέματα. “
Ο ιστορικός
Για τον Thomas Gallant, συγγραφέα πολλών ακαδημαϊκών βιβλίων πάνω στην ελληνική ιστορία, η εμπειρία της δουλειάς επάνω σε ένα ντοκιμαντέρ με τόσο μεγάλη απήχηση ήταν μια ανταμοιβή.
Μια ελληνίδα ηλικιωμένη τον πήρε τηλέφωνο κλαίγοντας, για να τον ευχαριστήσει για την αφήγηση της ιστορίας των ταραχών. «Θυμόταν πως είχε ακούσει για το περιστατικό όταν ήταν παιδί, ένιωσα τόσο βαθιά συγκινημένος από το τηλεφώνημά της”, είπε σε αυτή εδώ εφημερίδα κατά τη διάρκεια της πρόσφατης συνέντευξης του στην Αθήνα.
Το να ερευνεί για τις ταραχές και να εργάζεται για το ντοκιμαντέρ – που πήρε πέντε χρόνια για να ολοκληρωθεί – ήταν κάπως ένα νέο πεδίο για τον καθηγητή του Πανεπιστήμιου της Καλιφόρνια στο Σαν Ντιέγκο. “Δεν είμαι ιστορικός της ελληνικής διασποράς”, εξήγησε, “παρόλο που είμαι παιδί της ελληνικής διασποράς”.
Γεννημένος στο New Hampshire, έχει γαλλόφωνες Ακαδικές ρίζες από την πλευρά του πατέρα του, ενώ ο παππούς του από την μεριά της μητέρας καταγόταν από την Ήπειρο. Όταν μεγάλωνε, ο καθένας είχε την ταυτότητά του σύμφωνα με την εθνική καταγωγή του: «Ήμασταν γνωστοί ως « Freeks », ή French-Greeks», αστειεύτηκε. […]
Ο βετεράνος ανάπηρος πολέμου στρατιώτης
πεζικού, Claude Cludernay ήταν σε άθλια κατάσταση όταν μπήκε στο
ελληνικής ιδιοκτησίας White City Cafe στην Yonge Street του Τορόντο το
απόγευμα της 1ης Αυγούστου 1918.
Ο Cludernay, οποίος είχε χάσει το ένα του πόδι στη μάχη, ήταν ένας
από τους χιλιάδες απογοητευμένους βετεράνους που επέστρεψαν από τον
Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, ψάχνοντας υποστήριξη σε μια πόλη που έδειχνε
ελάχιστη κατανόηση για αυτά που είχαν περάσει στα πεδία των μαχών της
Ευρώπης και προσέφερε τους πολύ λιγότερα μιλώντας με όρους οικονομικής
βοήθειας και υποστήριξης.
Αν και τακτικός θαμώνας στο White City
Cafe, εκείνο το συγκεκριμένο απόγευμα, ο Cludernay ήταν βίαιος και
χτύπησε έναν από τους σερβιτόρους, ο οποίος αναγκάστηκε να τον διώξει
από το καφέ και να καλέσει την αστυνομία.
Ο πρώην στρατιώτης συνελήφθη για διατάραξη κοινής ειρήνης και πέρασε
το βράδυ του μεθυσμένος στο κελί ενός κοντινού αστυνομικού τμήματος. Την
επόμενη μέρα επέστρεψε στο καφέ για να ζητήσει συγνώμη για την
συμπεριφορά του το προηγούμενο βράδυ.Το περιστατικό δεν τελείωσε εκεί..
Ο βετεράνος μπορεί να νόμισε πως η υπόθεση είχε τελειώσει, αλλά δεν γνώριζε πως το σχετικά αδιάφορο περιστατικό θα οδηγούσε σε μια 3μερη εξέγερση στους δρόμους της μεγαλύτερης πόλης του Καναδά, κατά την οποία κάθε ελληνική επιχείρηση θα καταστρεφόταν και με κόστος ζημιών περισσότερο από 1.5 εκατομμύριο Καναδικά δολάρια (περίπου 750.000 ευρώ.)
Το γεγονός ότι ο Cludernay δεν επέστρεψε σπίτι του το προηγούμενο βράδυ, σε συνδυασμό με έντονες φήμες που κυκλοφόρησαν ότι οι «βρωμο-Έλληνες» τον είχαν ξυλοκοπήσει, ξύπνησε το λανθάνον αντί-μεταναστευτικό, αντί-ελληνικό αίσθημα στο Τορόντο.
Για τα επόμενα τέσσερα βράδια οι καλοί πολίτες του Τορόντο «τρελάθηκαν» και πυροδότησαν τις μεγαλύτερες συγκρούσεις στην ιστορία της πόλης και ένα από τα μεγαλύτερα αντί-ελληνικά πογκρόμ στον κόσμο .
Η πρώτη ελληνική επιχείρηση, θύμα της οργής των διαδηλωτών, ήταν το White City Cage, το οποίο άνηκε στον Paul (Απόστολος) Letros, έναν έλληνα μετανάστη που είχε μετακομίσει στην πόλη το 1911 αφού είχε ήδη ζήσει 15 χρόνια στο Σικάγο.
Οι εγκαταστάσεις του μαγαζιού καταστράφηκαν, τα τζάμια του έγιναν γυαλιά καρφιά όπως και οι 32 καθρέφτες που βρίσκονταν παρατεταγμένοι στους τοίχους και τις μαρμάρινες κορυφές.
Οι 50.000 πλήθους, στην συνέχεια ξεκίνησαν ένα ανθρωποκυνηγητό Ελλήνων. Μέχρι τις 3 το βράδυ που το πλήθος διαλύθηκε, δεκάδες επιχειρήσεις στους δρόμους Yonge και Queen, όλες ελληνικές, είχαν δεχτεί επίθεση και είχαν καταστραφεί.
Όλο αυτό το διάστημα, η αστυνομία και η περιφερική εθνοφυλακή απλά κάθονταν και κοιτούσε.
Την δεύτερη νύχτα των ταραχών, το Τορόντο έμοιζε με εμπόλεμη ζώνη, καθώς διαδηλωτές και αστυνομία έδιναν μάχες για περισσότερες από τέσσερεις ώρες και περίπου 50.000 άτομα επιδίδονταν στην δύνη της βίας, αναγκάζοντας τον δήμαρχο της πόλης να επιβάλει απαγόρευση της κυκλοφορίας και την επέμβαση του στρατού για να καθαρίσει τους δρόμους .
Κατά τις πρώτες πρωινές ώρες της 6ης Αυγούστου, ο δήμαρχος κατάφερε να ανακαλέσει την αστυνομία και τον στρατό από τους δρόμους.
Κανένας από τους πληγέντες επιχειρηματίες δεν θα λάμβανε αποζημίωση για τις ζημιές που είχε υποστεί, αφού γενικά υπήρχαν τριβές ανάμεσα στην Καναδική, τη Βρετανική και την Ελληνική κυβέρνηση…
Γιατί τους Έλληνες
Στο βιβλίο του για τα γεγονότα «The 1918 Anti-Greek Riot in Toronto», ο ιστορικός Thomas Gallant ανασυνθέτει την αφήγηση της εξέγερσης και εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η σχετικά μικρή ελληνική κοινότητα της πόλης προσέλκυσε τόσο μίσος από τους κατοίκους.
Όπως δείχνει ο Gallant , οι Έλληνες ήταν μια πολύ «ορατή» μειονότητα: αν και περιελάμβαναν μόνο ένα 0.5% του πληθυσμού της πόλης, τους ανήκαν πάνω από το 35% από τα εστιατόρια και τις καφετέριες.
Η κυρίαρχη αντίληψη μεταξύ του πληθυσμού και των βετεράνων ιδιαίτερα, ήταν ότι ενώ οι Άγγλο-Καναδοί ήταν απόντες συμμετέχοντας στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο πόλεμο, οι “τεμπελό – Έλληνες που θα έπρεπε να πολεμούν και αυτοί, κέρδιζαν χρήματα στο Τορόντο”. Ήταν μια απλή περίπτωση «εξιλαστήριου θύματος», η οποία παραμελούσε την περίπλοκη νομική κατάσταση των Ελλήνων στον Καναδά εκείνη την περίοδο.
Η Ελλάδα ήταν επισήμως ουδέτερη για το μεγαλύτερο μέρος του πολέμου, και η καναδική κυβέρνηση ήταν εχθρική προς την ιδέα της στρατολόγησης των Ελλήνων στο στρατό της από φόβο ότι η Ελλάδα θα μπει στον πόλεμο από την πλευρά της Γερμανίας.
Παρόλα αυτά ακόμα και ουσιαστικά αποκλεισμένοι από την ένταξη τους στον πόλεμο, οι Έλληνες του Καναδά δε σταμάτησαν να δίνουν την υποστήριξή τους. Πράγματι, ορισμένοι από τους ιδιοκτήτες καταστημάτων που έχασαν τα μαγαζιά τους κατά τις ταραχές είχαν κάνει μεγάλες δωρεές στο ταμείο του πολέμου, και οι ίδιοι ακόμα ήταν βετεράνοι πολέμου, έχοντας υπηρετήσει στους Βαλκανικούς πολέμους.
Κληροδότημα
Οι ταραχές του 1918 δείχνουν «πόσο μακριά» είχαν φτάσει οι Καναδοί, δήλωσε ο Gallant στην Athens News.
«Ο Καναδάς υπερηφανεύεται για την ανοχή και την πολυπολιτισμικότητά του», είπε. «Έχει το αντίθετο μοντέλο απ’ ότι στις ΗΠΑ – δεν θέλει την ομοιογένεια, θέλει όλες οι μειονότητές του να διατηρήρουν τις διαφορετικές κληρονομιές τους.
“Για τους Καναδούς, πλέον, είναι μια εορταστική ιστορία. Αν κοιτάξουμε όμως τις ΗΠΑ θα διαπιστώσουμε ότι είναι ακόμα βυθισμένες σε τέτοια θέματα. “
Ο ιστορικός
Για τον Thomas Gallant, συγγραφέα πολλών ακαδημαϊκών βιβλίων πάνω στην ελληνική ιστορία, η εμπειρία της δουλειάς επάνω σε ένα ντοκιμαντέρ με τόσο μεγάλη απήχηση ήταν μια ανταμοιβή.
Μια ελληνίδα ηλικιωμένη τον πήρε τηλέφωνο κλαίγοντας, για να τον ευχαριστήσει για την αφήγηση της ιστορίας των ταραχών. «Θυμόταν πως είχε ακούσει για το περιστατικό όταν ήταν παιδί, ένιωσα τόσο βαθιά συγκινημένος από το τηλεφώνημά της”, είπε σε αυτή εδώ εφημερίδα κατά τη διάρκεια της πρόσφατης συνέντευξης του στην Αθήνα.
Το να ερευνεί για τις ταραχές και να εργάζεται για το ντοκιμαντέρ – που πήρε πέντε χρόνια για να ολοκληρωθεί – ήταν κάπως ένα νέο πεδίο για τον καθηγητή του Πανεπιστήμιου της Καλιφόρνια στο Σαν Ντιέγκο. “Δεν είμαι ιστορικός της ελληνικής διασποράς”, εξήγησε, “παρόλο που είμαι παιδί της ελληνικής διασποράς”.
Γεννημένος στο New Hampshire, έχει γαλλόφωνες Ακαδικές ρίζες από την πλευρά του πατέρα του, ενώ ο παππούς του από την μεριά της μητέρας καταγόταν από την Ήπειρο. Όταν μεγάλωνε, ο καθένας είχε την ταυτότητά του σύμφωνα με την εθνική καταγωγή του: «Ήμασταν γνωστοί ως « Freeks », ή French-Greeks», αστειεύτηκε. […]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου