H συγκρουση μεταφερεται στο Αιγαιο
Το Ναυτικό Ισοζύγιο Ελλάδας-Τουρκίας
-Αυτοί διαφεύγουν κι εμείς τους κυνηγούμε. Κι από δω και πέρα έτσι θα γίνεται», είπε ο Τούρκος πρόεδρος,Ταγίπ Ερντογάν
–Αυτοί διαφεύγουν κι εμείς τους κυνηγούμε. Κι από δω και πέρα έτσι θα γίνεται», είπε ο Τούρκος πρόεδρος,Ταγίπ Ερντογάν, για τα περιστατικά παρενοχλήσεων σκαφών του ελληνικού λιμενικού από τουρκικές ακταιωρούς στο Αιγαίο.
«Η εισροή παράτυπων μεταναστών προς την Ευρώπη δεν θα περιοριστεί στην Ελλάδα, αλλά θα επεκταθεί σε όλη τη Μεσόγειο καθώς βελτιώνεται ο καιρός», προειδοποίησε ο Ερντογάν.
Ο Τούρκος πρόεδρος ισχυρίστηκε ότι τέσσερις μετανάστες έχουν σκοτωθεί κατά την προσπάθειά
τους να περάσουν στην Ελλάδα, ενώ κατήγγειλε την ΕΕ η οποία αγνοεί «τις απάνθρωπες» και «βάρβαρες» ενέργειες της Ελλάδας.
Επρόκειτο για μία πρωτοφανή κίνηση προκλητικότητας από την Τουρκία, δεδομένου ότι το περιστατικό συνέβη εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων στα ανοιχτά της Κω, όπως τουλάχιστον προκύπτει και μέσα από τις συνομιλίες των λιμενικών κατά τη στιγμή του εμβολισμού του ελληνικού σκάφους.
Σύμφωνα με το βίντεο, το τουρκικό πλοίο αρχικά αυξάνει ταχύτητα και εν συνεχεία πέφτει πάνω στο ελληνικό που προπορεύεται, προκαλώντας του “μεγάλη ζημιά στα ρέλια”, όπως ακούγεται να λένε οι άνδρες του λιμενικού που επέβαιναν σε αυτό.
Σύμφωνα με το Λιμενικό «το περιπολικό σκάφος εκτελούσε διατεταγμένη περιπολία στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή επί της οριογραμμής».
Σύμφωνα με πληροφορίες οι Τούρκοι, τις τελευταίες ημέρες έχουν μεταφέρει εκ νέου την ένταση από τον Έβρο στο Αιγαίο, προχωρώντας συνεχώς σε επιθετικές ενέργειες εναντίον των ελληνικών πλοίων που επιχειρούν σε όλο το μήκος του ελληνικού αρχιπελάγους για την αντιμετώπιση της παράνομης μετανάστευσης. Ενδεικτικά να σημειώσουμε πως έχουν καταγραφεί περιπτώσεις όπου τουρκικά drone, εμφανίζονται να πετούν σε ιδιαίτερα χαμηλό ύψος πάνω από πλοία του Πολεμικού Ναυτικού.
Aκολουθεί το Ναυτικό Ισοζύγιο των Ενόπλων Δυνάμεων Ελλάδας-Τουρκίας
Από το belisarius21.wordpress.com
3/7/2018
Ναυτικό Ισοζύγιο (A)
* Για τη σύνταξη του άρθρου χρησιμοποιήθηκαν πληροφορίες από πολλές πηγές. Οι κυριότερες και πολυτιμότερες, όμως, υπήρξαν το ιστολόγιο e-Amyna και το ιστολόγιο Naval Analyses, και τα δύο εγνωσμένης αξιοπιστίας.
Θέλω, επίσης, να εκφράσω τις θερμές μου ευχαριστίες στον κ. Γ.Σ. για τις πολύτιμες παρατηρήσεις του.
Λόγω της μεγάλης έκτασής του, το άρθρο για Ναυτικό Ισοζύγιο θα δημοσιευθεί σε δύο συνέχειες. Το παρόν Α΄Μέρος περιέχει την επισκόπηση των βασικών μέσων των δύο πλευρών όπως αυτά έχουν σήμερα, ενώ το Β’ Μέρος περιλαμβάνει την αποτίμηση της κατάστασης αυτής, την επισκόπηση των ανεμενόμενων μελλοντικών εξελίξεων στα βασικά μέσα των δύο πλευρών και μία αποτίμηση της κατάστασης που αναμένεται να διαμορφωθεί.
Η σύγκριση των στρατιωτικών δυνάμεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, που ξεκίνησε με το προηγούμενο άρθρο, θα συνεχιστεί εδώ με τη σύγκριση της ναυτικής ισχύος των δύο χωρών.
Στο πλαίσιο της σύγκρισης, θα παρατεθούν συγκριτικά οι βασικότερες κατηγορίες συστημάτων ναυτικής ισχύος των δύο μερών, θα γίνει μία αποτίμηση της υφιστάμενης κατάσταση, καθώς και μία αδρή αναφορά στις αναμενόμενες μελλοντικές εξελίξεις.
Κύριες Μονάδες Επιφανείας
Ο κορμός κάθε ναυτικής δύναμης είναι οι κύριες μονάδες επιφανείας, με τις οποίες, κατ’ εξοχήν, διεκδικείται ο θαλάσσιος έλεγχος. Στην περίπτωση της Ελλάδας και της Τουρκίας, οι κύριες ναυτικές μονάδες που τα δυο ναυτικά διαθέτουν για τον ρόλο αυτόν είναι οι φρεγάτες και, στην περίπτωση της Τουρκίας, και κορβέτες.
Το Τουρκικό Ναυτικό (ΤΝ), διαθέτει δεκαέξι (16) φρεγάτες και έναν αριθμό από κορβέτες, στην πράξη όμως μόνον οι δεκαέξι (16) φρεγάτες αποτελούν κύριες μονάδες επιφανείας.
Από τις φρεγάτες, οι οκτώ (8) είναι παλιές φρεγάτες κλάσης O.H. Perry, ριζικά ανακαινισμένες ως προς τα συστήματα μάχης, και υπόλοιπες οκτώ (8) είναι νεώτερες Meko 200TN, μοιρασμένες σε δύο διαδοχικές παραλλαγές (Track Ι και Track II).
Οι εκσυγχρονισμένες φρεγάτες O.H. Perry (κλάση «Gabya») είναι προσανατολισμένες κυρίως στον Α/Α πόλεμο, καθώς οι τέσσερεις εξ αυτών (TCG Giresun, TCG Göksu, TCG Gediz και TCG Gökova) φέρουν το ικανότατο τρισδιάστατο, μέσης ακτίνας ραντάρ αεροπορικής επιτήρησης SMART-S MK2 (3D), τύπου PESA, και εκτοξευτήρα Α/Α τύπου Mk41 Mod 2, μαζικής κατακόρυφης εκτόξευσης βλημάτων RIM-162 ESSM (Evolved Sea Sparrow Missile) ενώ οι άλλες τέσσερεις φέρουν το παλαιότερο δισδιάστατο, μεγάλης ακτίνας ραντάρ αεροπορικής επιτήρησης SPS-49(V)4, και εκτοξευτήρα Mk 13 Mod 4 που βάλει πυραύλους Standard SM-1MR, μέσου βεληνεκούς.
Για τα ανθυποβρυχιακά τους καθήκοντα είναι εξοπλισμένες με το παλαιό, πλέον, σόναρ SQS-53B αλλά υποστηρίζουν και ανθυποβρυχιακό ελικόπτερο SH-60B. Η αντιπυραυλική προστασία των σκαφών είναι σχετικά ασθενής, αποτελούμενη από ένα μοναδικό σύστημα Phalanx.
Οι οκτώ (8) φρεγάτες κλάσης Meko 200 (Track I και II) είναι σαφώς νεώτερες φρεγάτες γενικής χρήσης, με νεώτερο (αν και όχι τεχνολογίας αιχμής) σόναρ SQS-56 DE 1160, και δυνατότητα μεταφοράς ανθυποβρυχιακού ελικοπτέρου.
Εξ αυτών, οι τέσσερεις έχουν σαφώς ενισχυμένη αντιαεροπορική ικανότητα, καθώς φέρουν το προαναφερθέν ραντάρ αεροπορικής επιτήρησης SMART-S MK2 (3D) και εκτοξευτήρα Α/Α τύπου Mk41 (Mod 2 και Mod26), μαζικής κατακόρυφης εκτόξευσης πυραύλων.
Οι τέσσερεις πρώτες φρεγάτες (Track I) έχουν πρόσφατα εκσυγχρονισμένο συγκρότημα συσκευών Ηλεκτρονικού Πολέμου, εγχωρίως κατασκευασμένο από την Aselsan. Πέραν της ενισχυμένης δυνατότητας Ηλεκτρονικής Άμυνας και Ηλεκτρονικής Επίθεσης, το νέο σύστημα Ηλεκτρονικής Υποστήριξης που έχει εγκατεστημένο παρέχει σαφώς ενισχυμένη επίγνωση τακτικής καταστάσεως. Και οι οκτώ φρεγάτες φέρουν ισχυρότατη αντιπυραυλική προστασία από μια τριάδα από Sea Zenith.
Οι φρεγάτες αυτές συμπληρώνονται από δύο (2) -και στο άμεσο μέλλον τρεις (3)- κορβέτες κλάσης Milgem, ανθυποβρυχιακού, κυρίως, ρόλου. Τα σκάφη σχεδιάστηκαν με το εκτόπισμα 2.300 τόνους, και χαρακτηρίζονται «κορβέτες», χαρακτηρισμός κάπως υπερβολικός για αυτό το εκτόπισμα αλλά σε συμφωνία με τη μαχητική ισχύ του πλοίου. Το πλοίο είναι εξοπλισμένο με σύγχρονο ραντάρ έρευνας SMART-S MK2 (3D), όμως παραδόξως δεν έχει κανένα αντιαεροπορικό όπλο -πλην του πυροβόλου Super Rapido.
Το σκάφος φέρει σόναρ TBT-01 Yakamoz, ανεπτυγμένο από την TUBITAK, αποτελεσματικότητας που εκτιμάται ότι απέχει από το να είναι «αιχμής», ενώ διαθέτει και υπόστεγο για την υποστήριξη ελικοπτέρου SH-60B. Το σκάφος διαθέτει ισχυρή αντιπυραυλική αυτοπροστασία, καθώς διαθέτει εγκατεστημένο σύστημα RAM. Επιπλέον, το σκάφος είναι εξοπλισμένο με πυραύλους Harpoon. Βασικό πρόβλημα του σκάφους είναι πολύ κακή συμπεριφορά του στον καιρό, πράγμα που μειώνει δραματικά την όποια μαχητική του ισχύ υπό καιρικές συνθήκες έστω και ελαφρώς αντίξοες. Κατά τον σχεδιασμό του σκάφους ελήφθησαν εμφανή μέτρα για τη μείωση της ραδιοδιατομής, εξαιρετικά περιορισμένης αποτελεσματικότητας στην πράξη.
Τα σκάφη αυτά αποτελούν την πρώτη απόπειρα των Τούρκων να σχεδιάσουν ένα κύριο πολεμικό σκάφος και αποτέλεσαν προφανώς έναν «πιλότο» για τη ναυπηγική τεχνολογία της Τουρκίας. Το αποτέλεσμα είναι μάλλον συζητήσιμο και τα σκάφη έχουν αποδειχτεί προβληματικά, καθώς η ναυπηγική σχεδίαση θεωρείται στην πράξη αποτυχημένη. Το σκάφος εξυπηρετεί έναν μάλλον ανορθόδοξο ρόλο στο πλαίσιο του τουρκικό στόλου: η έλλειψη ΑΑ συστήματος σημαίνει ότι το σκάφος δεν έχει δυνατότητα αυτοάμυνας πέραν αυτής που του δίνει το RAM.
Η ανθυποβρυχιακή του ικανότητα είναι -κατ’ αρχήν- ανάλογη των δυνατοτήτων του Yakamoz, που είναι απίθανο να έχει εξαιρετικές επιδόσεις, αλλά σε κάθε περίπτωση η συμπεριφορά του σκάφους στον καιρό σημαίνει ραγδαία υποβάθμιση των επιδόσεων σε καιρό έστω και ελαφρώς αντίξοο. Το σκάφος έχει δυνατότητα πολέμου επιφανείας, αφού φέρει Harpoon, όμως αυτή φαίνεται να είναι και η μόνη ουσιώδης ικανότητα της κλάσης. Σκοπός της ναυπήγησης της κλάσης είναι, δεδηλωμένα, η αντικατάσταση των σκαφών Burak (βλ. παρακάτω). Η αξία του σκάφους φαίνεται να έγκειται περισσότερο στη σχεδιαστική εμπειρία που προσέδωσε στο Τουρκικό Ναυτικό, παρά στην πολεμική του ισχύ.
Αξιοσημείωτη είναι και η παρουσία έξι (6) σκαφών κλάσεως Burak (γαλλικής προελεύσεως κλάση «D’Estienne d’Orves» ή τύπου Α-69) στο Τουρκικό Ναυτικό. Τα σκάφη αυτά δεν είναι ακριβώς κύριες μονάδες στόλου, αλλά δεν ανήκουν και στην κατηγορία των κανονιοφόρων. Προορίζονται για παράκτιες ανθυποβρυχιακές επιχειρήσεις, έχοντας το -παρωχημένο, πλέον- σόναρ DUBA-25, αλλά είναι εξοπλισμένες και με πυραύλους Exocet ΜΜ-38. Ασφαλώς δεν πρόκειται για ιδιαίτερα αξιόμαχα και σύγχρονα σκάφη, όμως σε συγκεκριμένες τακτικές καταστάσεις μπορούν να βοηθήσουν στη δημιουργία κορεσμού ανθυποβρυχιακών μέσων, ιδιαίτερα επικίνδυνη κατάσταση όσο τα ελληνικά υποβρύχια δεν φέρουν τορπίλες βαρέως τύπου.
Το σύνολο αυτό των κυρίων μονάδων επιφανείας έχει ιδιαίτερα μεγάλες δυνατότητες αντιαεροπορικού πολέμου εξ αιτίας της χρήσης του ραντάρ SMART-S MK2 3D και του κατακόρυφου εκτοξευτήρα πυραύλων Mk41 στη μισή δύναμη, καθώς και την ύπαρξη μέσου βεληνεκούς πυραύλων SM-1MR, επίσης στη μισή δύναμη των κυρίων μονάδων.
Η αντιαεροπορική ικανότητα περιοχής (όχι ικανότητα τεχνολογικής αιχμής, αλλά ούτε παρωχημένη, και πάντως τέτοια που απαιτεί από τον αντίπαλο προσεκτικό επιχειρησιακό σχεδιασμό για την αντιμετώπισή της, και του θέτει προσκόμματα στις επιχειρήσεις), μαζί με την εξαιρετική σημειακή αντιαεροπορική ικανότητα του στόλου, του παρέχουν τη δυνατότητα να επιχειρεί χωρίς να στηρίζεται στην επίτευξη αεροπορικής κυριαρχίας από τη φίλια αεροπορία. Ειδικά στην περίπτωση που επιλέξει να ενεργήσει συγκεντρωτικά, η πυκνότητα του πλέγματος αντιαεροπορικής προστασίας που διαθέτει είναι τέτοια που καθιστά εξαιρετικά δύσκολη τη διεξαγωγή επιχειρήσεων ΤΑΥΝΕ από τον αντίπαλο.
Πέραν, δε, της δυνατότητας αυτοάμυνας που εξασφαλίζει αυτός ο συνδυασμός όπλων και αισθητήρων, καθώς εντάσσεται στο ενοποιημένο σύστημα αεράμυνας της Τουρκίας, δυσκολεύει κατά τρόπο υπολογίσιμο και επιθετικές συνδυασμένες αεροπορικές επιχειρήσεις της ΠΑ που θα επιδιώξουν να πλήξουν στόχους στο εσωτερικό της Τουρκίας, ενισχύει δηλαδή ουσιωδώς την αντιαεροπορική ικανότητα της Τουρκικής Αεροπορίας.
Αξιοσημείωτη είναι η ισχυρή αντιπυραυλική προστασία που έχει το μεγαλύτερο μέρος των κυρίων μονάδων του στόλου: οι οκτώ Meko 200 διαθέτουν τρία (3) αντιπυραυλικά συστήματα Sea Zenith, ενώ οι κορβέτες Milgem διαθέτουν εκτοξευτήρα RAM. Αντίθετα, οι οκτώ φρεγάτες Gabya έχουν ασθενή αντιπυραυλική προστασία, αποτελούμενη από ένα (1) σύστημα Phalanx ανά σκάφος.
Από το σύνολο των σκαφών αυτών, οι οκτώ (8) O.H. Perry είναι πολύ μεγάλης ηλικίας, με σημαντικά προβλήματα στον μηχανολογικό και ηλεκτρομηχανολογικό τους εξοπλισμό και σημαντικότατα προβλήματα διαθεσιμότητας λόγω των μακρών ακινησιών. Μικρότερα, αν και σημαντικά, αντίστοιχα προβλήματα παρουσιάζουν οι Meko 200TN.
Στον αντίποδα, η ελληνική πλευρά διαθέτει ένα σύνολο από δέκα τρείς (13) κύριες μονάδες στόλου: τέσσερεις (4) κλάσης «Ύδρα» (Meko-200ΗΝ), έξι (6) «εκσυγχρονισμένες» κλάσης «Έλλη» και τρεις (3) μη εκσυγχρονισμένες κλάσης «Έλλη».
Οι τέσσερεις πιο αξιόμαχες μονάδες του στόλου είναι οι «μεσήλικες» κλάσης «Ύδρα». Στον αντιαεροπορικό ρόλο ο βασικός αισθητήρας του σκάφους είναι το –όχι ιδιαίτερα σύγχρονο, πλέον– τρισδιάστατο ραντάρ αεροπορικής και ναυτικής επιτήρησης μικρής ακτίνας MW-08, τύπου PESA, προηγούμενης γενιάς σε σχέση με το SMART-S MK2, το οποίο αποτελεί τον διάδοχό του στα προϊόντα της κατασκευάστριας Thales. Βασικό αντιαεροπορικό όπλο του σκάφους είναι ο εκτοξευτήρας Mk 48 Mod 2, μαζικής κατακόρυφης εκτόξευσης πυραύλων RIM-162 ESSM. Για τον ανθυποβρυχιακό ρόλο, ο βασικός αισθητήρας του σκάφους είναι το σόναρ SQS-56/DE1160, που είναι σχετικά σύγχρονος αισθητήρας. Η αντιπυραυλική προστασία της κλάσης βασίζεται σε δύο (2) συστήματα Phalanx, καθώς και στην αντιπυραυλική λειτουργία των RIM-162.
Ο κορμός του Ελληνικού Στόλου αποτελείται από τις εννέα πεπαλαιωμένες και επιχειρησιακά πλέον ξεπερασμένες φρεγάτες κλάσης «Έλλη». Ο βασικός αντιαεροπορικός αισθητήρας του πλοίου είναι το –όχι ιδιαίτερα σύγχρονο, πλέον– δισδιάστατο ραντάρ επιτήρησης «μεγάλης ακτίνας» ραντάρ LW-08, με παραβολική κεραία, τεχνολογίας της δεκαετίας του ’70, κατά πολύ υποδεέστερο του τρισδιάστατου SMART-S MK2. Το βασικό αντιαεροπορικό όπλο της κλάσης είναι ο -εξαιρετικά περιορισμένων δυνατοτήτων έναντι επιθέσεων κορεσμού- κλασικός οκταπλός εκτοξευτήρας των RIM-7M.
Ο βασικός ανθυποβρυχιακός αισθητήρας της κλάσης είναι το παρωχημένο σόναρ SQS-505 ή, σε κάποια σκάφη, το επίσης παρωχημένο SQS-509. Τα πλοία διαθέτουν ασθενή αντιπυραυλική προστασία, παρεχόμενη από δύο, ένα (ή και… κανένα) αντιπυραυλικά συστήματα Phalanx. Από το σύνολο των εννέα φρεγατών, οι έξι (6) εξ αυτών έχουν υποστεί μικρής έκτασης εκσυγχρονισμό, που αφορά όμως ελάχιστα σε αισθητήρες και όπλα -όπως πχ την προσθήκη ηλεκτροοπτικού MIRADOR. Ο εκσυγχρονισμός αφορούσε κυρίως στα ηλεκτρομηχανολογικά στοιχεία του σκάφους και στο σύστημα πληροφοριών μάχης (TACTICOS).
Όπως είναι προφανές από την ηλικία και την εντατική χρήση των σκαφών, τα ηλεκτρομηχανολογικά και μηχανολογικά τους συστήματα έχουν υποστεί εξαιρετικά μεγάλη κόπωση, με αποτέλεσμα μακρές ακινησίες και περιόδους μη διαθεσιμότητας, φαινόμενο ιδιαίτερα έντονο για τις μη εκσυγχρονισμένες.
Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα, η συνολική κατάσταση σε ότι αφορά τις μονάδες επιφανείας διαμορφώνεται σήμερα ως εξής:
Η τουρκική πλευρά έχει ένα ουσιώδες αριθμητικό πλεονέκτημα (είκοσι μονάδες έναντι δεκατριών).
Οι μονάδες της τουρκικής πλευράς είναι, συνολικά νεώτερες από τις ελληνικές, οι οποίες έχουν οξύτατο πρόβλημα παλαιότητας (το 70% των μονάδων είναι στο όριο απόσυρσης, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για το Τ.Ν. είναι 40%).
Οι τουρκικές μονάδες έχουν σαφή προσανατολισμό στον αντιαεροπορικό ρόλο, με μεγάλο αριθμό από σύγχρονα ραντάρ επιτήρησης τριών διαστάσεων και γενικευμένη χρήση εκτοξευτήρων κατακόρυφης μαζικής εξαπόλυσης σύγχρονων βλημάτων μικρού βεληνεκούς (Evolved Sea Sparrow), ή παλαιότερων ραντάρ πολύ μεγάλου βεληνεκούς και πυραύλων μέσου βεληνεκούς (SM-1). Επιπλέον, το σύνολο των μονάδων διαθέτει ισχυρή αντιπυραυλική προστασία.
Το σύνολο αντιαεροπορικών αισθητήρων και όπλων, μαζί με την ισχυρή αντιπυραυλική προστασία, σε συνδυασμό μάλιστα με το πλήθος των κυρίων μονάδων, προσδίδουν στον τουρκικό στόλο μια ιδιαίτερα ισχυρή αντιαεροπορική ικανότητα. Επιχειρήσεις τακτικής αεροπορικής υποστήριξης των ναυτικών επιχειρήσεων εκ μέρους της ΠΑ θα είναι εξαιρετικά δύσκολες, ενώ σε περίπτωση επιχειρήσεως αποκλεισμού νήσου ή μικρονήσου εκ μέρους του ΤΝ, οι κύριες μονάδες του στόλου θα συνεισφέρουν ουσιωδώς στην προσπάθεια αποκατάστασης αεροπορικής κυριαρχίας, καθιστώντας την περιοχή εξαιρετικά επικίνδυνη για τα μαχητικά της ΠΑ. Αντιστρόφως, η αντιαεροπορική ικανότητα των ελληνικών κυρίων μονάδων είναι εξαιρετικά περιορισμένη, αφού αυτά δεν διαθέτουν σύγχρονους αισθητήρες για τον ρόλο αυτόν, ενώ τα μόνα αξιοσημείωτα όπλα είναι οι Evolved Sparrow των τεσσάρων Meko 200 ΗΝ.
Από ανθυποβρυχιακής πλευράς, τα σκάφη και των δύο πλευρών είναι εξοπλισμένα με σχετικά παρωχημένης τεχνολογίας και περιορισμένων δυνατοτήτων μέσα. Τα χρησιμοποιούμενα σόναρ είναι τεχνολογίας της δεκαετίας του ’70-’80, κι αυτό ενώ η εκατέρωθεν υποβρυχιακή απειλή είναι ιδιαίτερα οξεία και κρίσιμης επιχειρησιακής σημασίας.
Υποβρύχια
Ο τομέας των υποβρυχίων παραμένει ο μοναδικός στον οποίον το Πολεμικό Ναυτικό διαθέτει ένα σαφές ποιοτικό πλεονέκτημα καθώς και σημαντικό αριθμό σκαφών, που υπολείπεται οριακά μόνον του αντιστοίχου αριθμού του Τουρκικού Ναυτικού. Φυσικά, καθώς οι δύο κατηγορίες σκαφών συνήθως δεν βρίσκονται σε άμεση αντιπαράθεση μεταξύ τους, το αριθμητικό ισοζύγιο δεν έχει καθ’ εαυτό κρίσιμη σημασία· η ουσία, όμως, είναι πάντως ότι στον υποβρυχιακό τομέα το Πολεμικό Ναυτικό διαθέτει μία ισχυρή και σύγχρονη παρουσία.
Ειδικότερα, το ΠΝ διαθέτει τέσσερα (4) κορυφαία συμβατικά υποβρύχια 214ΗΝ, ένα (1) εκσυγχρονισμένο (με το πρόγραμμα NEPTUNE II) 209/1200, τρία (3) απλά 209/1200 καθώς και τρία (3) απλά, παλαιότερα 209/1100, συνολικά δηλαδή ένδεκα (11) σκάφη. Την ίδια στιγμή, το Τουρκικό Ναυτικό διαθέτει τέσσερα (4) εκσυγχρονισμένα υποβρύχια 209/1400, τέσσερα (4) απλά 209/1400 καθώς και τέσσερα (4) υποβρύχια 209/1200, δηλαδή ένα σύνολο από δώδεκα (12) σκάφη.
Τα υποβρύχια 214HN είναι τα κορυφαία υποβρύχια της Ανατολικής Μεσογείου, κι ενδεχομένως τα κορυφαία παγκοσμίως συμβατικά υποβρύχια, με εξαίρεση τις νεώτερες παραλλαγές της ίδιας κλάσης, που φυσιολογικά ενσωματώνουν οριακές βελτιώσεις.
Η υπεροχή τους έγκειται σε δύο βασικά στοιχεία –χωρίς να εξαντλείται σε αυτά: το πρώτο είναι το σύστημα αναερόβιας πρόωσης (AIP), που τους παρέχει τη δυνατότητα αθόρυβης πλεύσης (με τα ηλεκτρικά στοιχεία και χωρίς τη χρήση θορυβωδών ντιζελοκινητήρων) για πολλές ημέρες.
Το δεύτερο είναι το -έτι περαιτέρω- μειωμένο ακουστικό ίχνος του συνολικού συστήματος, που εκτιμάται ότι είναι κατά μία τάξη μεγέθους μικρότερο έναντι της προηγούμενης κλάσης (209). Τα δύο αυτά στοιχεία παρέχουν σημαντικά αυξημένη δυνατότητα επιθετικής δράσης και ασφαλούς διαφυγής στο περιβάλλον του Αιγαίου, όπου η υδρογραφική του φύση ευνοεί, ούτως ή άλλως, την υποβρυχιακή δράση.
Αυτό δεν ισχύει εξ ίσου για το περιβάλλον της Αν. Μεσογείου, όπου τα υποβρύχια είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένα στις ανθυποβρυχιακές αεροναυτικές μονάδες. Επιπλέον αυτών, το υποβρύχιο διαθέτει σύστημα αισθητήρων σόναρ τελευταίας γενιάς (SCU90).
Το εκσυγχρονισμένο σκάφος 209/1200 (υποβρύχιο S-118 ΩΚΕΑΝΟΣ), που έχει επίσης αποκτήσει αναερόβια πρόωση, έχει προφανώς το ένα από τα δύο πλεονεκτήματα, διατηρώντας το, ούτως ή άλλως σχετικά περιορισμένο- ακουστικό ίχνος της έκδοσής του, ιδιαίτερα βελτιωμένο – με διάφορα μέτρα – έναντι των απλών σκαφών της κλάσης του.
Τα μη εκσυγχρονισμένα 209/1200 και τα σαρανταπεντάχρονα, πλέον, 209/1100 προφανώς δεν διαθέτουν κανένα από τα πλεονεκτήματα αυτά. Επιπλέον, η ηλικία επιδρά τόσο στη διαθεσιμότητα των υποβρυχίων όσο και στο ακουστικό ίχνος τους, το οποίο με την πάροδο του χρόνου αυξάνεται. Βασικό πρόβλημα των ελληνικών υποβρυχίων, ακόμη και των πιο σύγχρονων, αποτελεί η χρήση τορπιλών SUT και SST-4, τεχνολογίας δεκαετίας ‘70, που περιορίζει σημαντικά τις επιθετικές τους δυνατότητες.
Τα τουρκικά υποβρύχια 209/1400 είναι η απώτατη εξέλιξη της κλάσης 209, με το χαμηλότερο ακουστικό ίχνος της κλάσης (με την εξαίρεση του S-118 ΩΚΕΑΝΟΣ), εξαιρετικά σύγχρονο σύστημα ακουστικών αισθητήρων SCU90 (ίδιο με αυτό των ελληνικών 214HN) και με δεδομένη τη μικρή τους -σχετικά- ηλικία, δεν έχουν ιδιαίτερα προβλήματα διαθεσιμότητας ή αύξησης του ακουστικού τους ίχνους λόγω φθοράς. Από τα 209/1400, τα τέσσερα (4) έχουν εκσυγχρονιστεί, ενώ τα υπόλοιπα τέσσερα (4) παραμένουν στην αρχική μορφή
Σε κάθε περίπτωση όμως, παραμένουν προηγούμενης γενιάς υποβρύχια, και το ίδιο ισχύει τόσο για τα εκσυγχρονισμένα όσο και για τα μη εκσυγχρονισμένα σκάφη της κλάσης. Τα τέσσερα 209/1200 παραμένουν αξιόμαχα, με την ηλικία όμως να έχει την επιρροή της στη διαθεσιμότητα και το ακουστικό ίχνος. Στα εκσυγχρονισμένα υποβρύχια προστίθενται τα μεγάλης ηλικίας έξι μη εκσυγχρονισμένα 209. Τα υποβρύχια αυτά επανδρώνονται από πληρώματα που θεωρούνται επίλεκτα εντός των κόλπων του ΠΝ και κορυφαία στο είδος τους στο NATO, όπως βεβαιώνεται αξιόπιστα από τις επιδόσεις τους σε πολύπλοκες και ρεαλιστικές συμμαχικές ασκήσεις.
Όπως αναφέρθηκε, στον τομέα των υποβρυχίων το αριθμητικό ισοζύγιο καθ’ εαυτό δεν έχει κεντρική σημασία, γιατί τα υποβρύχια συνήθως δεν αντιπαρατίθενται μεταξύ τους και μάλιστα συγκεντρωτικά. Αυτό που έχει σημασία στον τομέα των υποβρυχίων είναι η ποσοτική επάρκεια για τις αποστολές τους καθώς και η ποιοτική τους επάρκεια έναντι των ανθυποβρυχιακών απειλών. Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να τονιστεί ότι το 55% της δύναμης των ελληνικών υποβρυχίων είναι στο όριο της απόσυρσης, σε αντίθεση με το 29% της αντίστοιχης τουρκικής δύναμης, ενώ και μεταξύ των υποβρυχίων των δύο πλευρών που είναι στο όριο της απόσυρσης, τα ελληνικά είναι κατά μία δεκαετία γηραιότερα έναντι των αντιστοίχων τουρκικών.
Επισημαίνεται ότι το Αιγαίο αποτελεί ιδανικό χώρο δράσης υποβρυχίων και οι ακτίνες εντοπισμού ιδιαίτερα μικρές σε σχέση με άλλα περιβάλλοντα, ο δε υποβρυχιακός αγώνας είναι κατ’ εξοχήν αγώνας τακτικής δεξιότητας. Αυτό σημαίνει ότι αφ’ ενός τα σύγχρονα υποβρύχια είναι εξαιρετικά επικίνδυνα στο περιβάλλον αυτό, αφ’ ετέρου και ότι και τα σχετικά παλαιά υποβρύχια παραμένουν -σε κάποιον βαθμό- αξιόμαχα· αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που το ΠΝ διατηρεί εν ενεργεία τρία υποβρύχια περίπου σαράντα πέντε – πενήντα ετών.
Το ΠΝ έχει, θεωρητικά, επαρκή υποβρύχια για να καλύψει τους τομείς περιπολιών του και να συγκεντρώσει επαρκή ισχύ όπου καταστεί αντιληπτή τουρκική ναυτική συγκέντρωση -αν και με σοβαρά ερωτηματικά για το αξιόμαχο των έξι παλαιότερων, ηλικίας 40-46 ετών. Ο υποβρυχιακός αγώνας είναι κατ’ εξοχήν αγώνας τακτικής, και κανένα τεχνικό χαρακτηριστικό δεν εξασφαλίζει από μόνο του την επικράτηση· το πολύ χαμηλό ακουστικό ίχνος των 214 μαζί με την ικανότητά τους να κινούνται επί μακρόν με τα ηλεκτρικά τους στοιχεία –άρα να προσεγγίσουν με άνεση στην περιοχή του στόχου τους, να παραμείνουν σε αυτήν αθόρυβα εν αναμονή της ευκαιρίας επιθέσεως και να διαφύγουν χωρίς πίεση χρόνου για ανάδυση, τους δίνει ένα πολύ σημαντικό τακτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τα προηγούμενης γενιάς υποβρύχια. Αυτό ισχύει εν μέρει για το εκσυγχρονισμένο ελληνικό υποβρύχιο ΩΚΕΑΝΟΣ (σε ότι αφορά τον χρόνο καταδύσεως και εν μέρει το ακουστικό ίχνος).
Από την άλλη πλευρά, η τουρκική απειλή είναι επίσης μεγάλη σε έκταση και ιδιαίτερα σημαντική σε ποιότητα. Οφείλει να τονιστεί ότι, όπως και τα ελληνικά, και τα τουρκικά πληρώματα υποβρυχίων θεωρούνται επίλεκτα στους κόλπους του ΤΝ, και οι επιδόσεις τους δεν είναι ευκαταφρόνητες. Τα υποβρύχια είναι της κλάσης 209 (με την πλειοψηφία τους -τα οκτώ /1400- να είναι η κορύφωση των δυνατοτήτων της κλάσης και εξοπλισμένα με το κορυφαίο σύστημα σόναρ CSU90, ίδιο με αυτό των ελληνικών 214HN) και πολύ νεώτερα από τα ελληνικά αντίστοιχα ενώ χρησιμοποιούν γερμανικές τορπίλες τελευταίας τεχνολογίας DM2A4, τις οποίες στερούνται τα αντίστοιχα ελληνικά. Επιπλέον πρόκειται να δράσουν σε περιβάλλον που ευνοεί ιδιαιτέρως τις υποβρυχιακές επιχειρήσεις, τουλάχιστον σε ότι αφορά το Αιγαίο, και έναντι αντιπάλου (ελληνικών μονάδων επιφανείας) που δεν έχει ιδιαίτερα ανεπτυγμένη ανθυποβρυχιακή ικανότητα.
Πυραυλάκατοι
H επόμενη κατηγορία σκαφών που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι τα Ταχέα Περιπολικά Κατευθυνομένων Βλημάτων. Το Πολεμικό Ναυτικό διαθέτει ένα σύνολο από δέκα επτά (17) σκάφη, που ανήκουν σε τέσσερεις κλάσεις: Πέντε (5) σκάφη τύπου Super Vita, πέντε (5) σκάφη τύπου Combattante IIIB, τέσσερα (4) σκάφη Combattante IIIA και τρία (3) σκάφη τύπου S-148.
Στον αντίποδα, το Τουρκικό Ναυτικό διαθέτει δέκα εννέα (19) σκάφη που κατανέμονται σε τέσσερεις κλάσεις: εννέα (9) σκάφη κλάσεως Kiliç, δύο (2) σκάφη κλάσεως Yildiz, τέσσερα (4) σκάφη κλάσεως Rüzgar και τέσσερα (4) σκάφη κλάσεως Doğan.
Σε γενικές γραμμές, λόγω της φύσης τους, τα σκάφη αυτά επιδιώκουν να εμπλακούν «αφανώς», δηλαδή με ελάχιστες ηλεκτρομαγνητικές εκπομπές και σε απόκρυψη, «αγκιστρωμένα» σε σημεία που αποτρέπουν τον εντοπισμό τους. Συνεπώς, κρίσιμης σημασίας για την επίδοσή τους είναι οι δυνατότητές τους να σχηματίσουν τακτική εικόνα με τις ελάχιστες δυνατές εκπομπές και, κυρίως, με παθητικά μέσα (μέσα Ηλεκτρονικής Υποστήριξης και ηλεκτροοπτικά μέσα) και με δικτυακή ανταλλαγή τακτικών πληροφορικών.
Στην κατηγορία αυτή, τα πλέον σύγχρονα σκάφη του ΠΝ είναι οι πέντε (5) ΤΣΚΒ κλάσεως Ρουσέν («τύπου Super Vita»). Τα σκάφη είναι εξοπλισμένα με βασικό επιθετικό όπλο τους πυραύλους Exocet MM-40 BlII και BlIII. Τα σκάφη διαθέτουν σύγχρονο και ικανό ηλεκτροοπτικό συγκρότημα Mirador, το σχετικά παρωχημένο σύστημα Ηλεκτρονικής Υποστήριξης DR300SLW καθώς και Link-11. Τα σκάφη διαθέτουν, πέραν των συνήθων όπλων αυτοάμυνας, και το αντιπυραυλικό σύστημα RAM Mk31, που αυξάνει κατακόρυφα τις δυνατότητες επιβίωσής τους. Τα σκάφη έχουν σχετικά μεγάλο για την κατηγορία τους μέγεθος, που καθιστά την αποτελεσματική αγκίστρωση δύσκολη. Από την άλλη, το μεγαλύτερο μέγεθος τους επιτρέπει ελαφρώς καλύτερη συμπεριφορά στον καιρό και τη δυνατότητα επιπλέον εξοπλισμού – εξ ου και η δυνατότητα του RAM. Επιπλέον, στα σκάφη αυτά έχουν ληφθεί εκτεταμένα μέτρα μείωσης του ηλεκτρομαγνητικού ίχνους.
Η επόμενη ηλικιακά κλάση πυραυλακάτων του ΠΝ –όχι κατ’ ανάγκην και η πιο σύγχρονη- είναι η κλάση Καβαλούδης («τύπου Combattante IIIB»), με πέντε (5) σκάφη. Τα σκάφη είναι εξοπλισμένα με βασικό επιθετικό όπλο τους πυραύλους Penguin, που όμως αντικαθίσταται από πυραύλους RGM-84C Harpoon. Τα σκάφη διαθέτουν το απηρχαιωμένο ηλεκτροοπτικό Panda (ελέγχου πυρός), το σχετικά παρωχημένο σύστημα Ηλεκτρονικής Υποστήριξης DR300SLW καθώς και Link-11.
H αμέσως παλαιότερη ηλικιακά κλάση πυραυλακάτων του ΠΝ, αν και πιο σύγχρονη από πλευράς εξοπλισμού, είναι η κλάση Λάσκος («τύπου Combattante IIIA»), με τέσσερα (4) σκάφη. Τα σκάφη είναι εξοπλισμένα με βασικό επιθετικό όπλο τους πυραύλους Exocet MM-38, που αντικαθίστανται από πυραύλους Exocet ΜΜ-40 και RGM-84C Harpoon. Τα σκάφη διαθέτουν το σύγχρονο ηλεκτροοπτικό Mirador, το σχετικά παρωχημένο σύστημα Ηλεκτρονικής Υποστήριξης DR300SLW καθώς και Link-11.
Τέλος, η παλαιότερη ηλικιακά κλάση πυραυλακάτων του ΠΝ είναι η κλάση Βότσης («τύπου S148»), με τρία (3) σκάφη. Τα σκάφη είναι εξοπλισμένα με βασικό επιθετικό όπλο τους πυραύλους Exocet MM-38, που αντικαθίστανται από πυραύλους RGM-84C Harpoon. Τα σκάφη δεν διαθέτουν ηλεκτροοπτικό σύστημα, το σχετικά παρωχημένο σύστημα Ηλεκτρονικής Υποστήριξης DR300SLW καθώς και Link-11.
Στον αντίποδα, το ΤΝ διαθέτει επίσης έναν σημαντικό αριθμό Ταχέων Περιπολικών ΚΒ, σε γενικές γραμμές αντίστοιχα των Combattante. Πρόκειται για ένα σύνολο από δεκαεννέα (19) πυραυλακάτους τεσσάρων κλάσεων (Kiliç, Yildiz, Doğan και Rüzgar) που αποτελούν σταδιακή μετεξέλιξη της ιδίας κλάσης.
Στην -πλέον σύγχρονη- κλάση Kiliç ανήκουν εννέα (9) σκάφη. Τα σκάφη έχουν είναι εξοπλισμένα με βασικό επιθετικό όπλο τους πυραύλους RGM-84C Harpoon. Τα τρία πρωτα σκάφη διαθέτουν σύγχρονο ηλεκτροοπτικό σύστημα LIOD Mk2 ενώ τα υπόλοιπα έξι σκάφη διαθέτουν το ηλεκτροοπτικό-μικροκυματικό σύστημα LIROD Mk2, ενώ το σύνολο των σκαφών διαθέτει το μάλλον παρωχημένο σύστημα Ηλεκτρονικής Υποστήριξης Cutlass 1C της Racal, καθώς και Link-11. Επιπλέον, στην κλάση αυτή έχουν ληφθεί εμφανή μέτρα περιορισμού του ηλεκτρομαγνητικού ίχνους του σκάφους.
Η επόμενη, περιορισμένη αριθμητικά, κλάση Yildiz έχει δύο μόνον σκάφη. Όπως και όλα τα σκάφη του ΤΝ, είναι εξοπλισμένα με τον πύραυλο RGM-84C Harpoon ενώ διαθέτουν σύγχρονο ηλεκτροοπτικό σύστημα LIOD Mk2, σχετικά παρωχημένο σύστημα Ηλεκτρονικής Υποστήριξης Cutlass B1 καθώς και Link-11.
Παρόμοιο εξοπλισμό έχουν και τα τέσσερα (4) σκάφη της επόμενης ηλικιακά κλάση Rüzgar. Οι πύραυλοι είναι RGM-84C Harpoon, το ηλεκτροοπτικό LIOD Mk2, σύγχρονο σύστημα Ηλεκτρονικής Υποστήριξης ARES-2N της Aselsan καθώς και Link-11.
Τέλος, τα τέσσερα (4) παλαιότερα σκάφη της κατηγορίας ανήκουν στην κλάση Doğan, κι αυτά με πυραύλους RGM-84C Harpoon, το ηλεκτροοπτικό LIOD Mk2, σύγχρονο σύστημα Ηλεκτρονικής Υποστήριξης ELDES-21 -προϊόν από κοινού ανάπτυξης της Thales και της τουρκικής εταιρείας Mikes- καθώς και Link-11.
Συνολικά, τόσο το ΠΝ όσο και το ΤΝ έχουν επαρκή αριθμό πυραυλακάτων για να καλύψουν ικανοποιητικά τις περιοχές του Ανατολικού, κυρίως, Αιγαίου που παρουσιάζουν έντονο αρχιπελαγικό χαρακτήρα και ευνοούν τη δράση των πυραυλακάτων. Ο μέσος όρος ηλικίας του τουρκικού στόλου είναι 23,4 έτη, ενώ ο αντίστοιχος του ελληνικού είναι 31,5, όμως επιπλέον ο στόλος των ελληνικών πυραυλακάτων έχει ορισμένα πολύ παλαιά πλοία: πέραν των S148 που προφανώς απαιτούν άμεση αντικατάσταση, οι πυραυλάκατοι κλάσεως «Λάσκος» είναι πλέον σαράντα ετών. Περιέργως το ΠΝ επέλεξε στο παρελθόν να εκσυγχρονίσει την παλαιότερη κλάση «Λάσκος» πολύ περισσότερο από τη νεώτερη (και άρα, με μεγαλύτερο υπόλοιπο ζωής) κλάση «Καβαλούδης».
Τα σκάφη της κατηγορίας αυτής έχουν δύο σημαντικά μειονεκτήματα. Η επιχειρησιακή τους ικανότητα μειώνεται ραγδαία σε κακές καιρικές συνθήκες, στοιχείο που παρεμπιπτόντως δεν έχει καμία σχέση με τη «ναυτοσύνη» των πληρωμάτων αλλά με τους αντικειμενικούς περιορισμούς των συστημάτων. Επιπλέον, τα σκάφη αυτά -από τη φύση τους διεξάγουν ένα είδος «ανταρτοπολέμου»: ενεδρεύουν αθέατα και προσβάλλουν τον αντίπαλο αιφνιδιαστικά (αν και φυσικά, σε μεγάλες αντιπαραθέσεις κυρίων μονάδων επιφανείας μπορούν να συμμετάσχουν κανονικά, αυξάνοντας την ισχύ πυρός του φίλιου στόλου αλλά διακινδυνεύοντας πολύ περισσότερο από τις κύριες μονάδες, καθώς τα μέσα αυτοάμυνάς τους είναι αισθητά πιο λίγα).
Ιπτάμενα Μέσα
Η ενδιαφέρουσα διαφοροποίηση μεταξύ των δύο ναυτικών δυνάμεων έρχεται στον τομέα της ναυτικής αεροπορίας.
Στο τουρκικό ναυτικό οι κύριες μονάδες του στόλου υποστηρίζονται από μία σημαντικής ισχύος Ναυτική Αεροπορία. Ο κλάδος αυτός περιλαμβάνει είκοσι τρία (23) σύγχρονα ε/π S-70B28 Seahawk, οκτώ (8) AB-212ASW οριακής επιχειρησιακής αξίας, που βαίνουν προς παροπλισμό, καθώς και έξι (6) ανθυποβρυχιακά αεροσκάφη CN-235 ASW.
Το Πολεμικό Ναυτικό διαθέτει έντεκα (11) S-70 B6/B10 Aegean Hawk, καθώς και επτά (7) AB-212ASW οριακής επιχειρησιακής αξίας, που βαίνουν προς παροπλισμό.
Τα ελληνικά και τα τουρκικά Α/Υ ελικοπτέρων Seahawk είναι, σε γενικές γραμμές, παρομοίων επιδόσεων στον εντοπισμό και προσβολή υποβρυχίων, με τη χρήση ενός μείγματος αισθητήρων (DS-100 και AN/AQS-18 και για τις δύο πλευρές, με την τουρκική να χρησιμοποιεί ελαφρώς νεώτερη και καλύτερη έκδοση του AN/AQS-18). Παρεμφερείς είναι και οι δυνατότητες επιχειρήσεων εναντίον σκαφών επιφανείας, με τη χρήση υπερύθρων ηλεκτροοπτικών, ραντάρ επιφανείας και πυραύλων αέρος-επιφανείας (Penguin και Hellfire).
Τα αεροσκάφη CN-235ASW του ΤΝ αποτελούν το αποτέλεσμα των προβληματικών προγραμμάτων Meltem Ι και ΙΙ. Παρά την εξαιρετικά προβληματική πορεία τους, το αποτέλεσμα είναι η παρουσία στο τουρκικό οπλοστάσιο έξι αεροσκαφών τα οποία είναι εξοπλισμένα με ιδιαίτερα σύγχρονο αισθητήρα μαγνητικών ανωμαλιών AN/ASQ-508(V), το σύστημα πληροφορικών μάχης και επεξεργασίας σήματος ηχοσημαντήρων AMASCOS –σύστημα που, λόγω ηλικίας δεν είναι πλέον αιχμής αλλά πάντως δεν είναι ξεπερασμένο και παρέχει πολυστατική ανάλυση, παθητικούς ηχοσημαντήρες AN/SSQ-53E DIFAR, ενεργητικούς ηχοσημαντήρες AN/SSQ-62D DICASS και, πλέον, τους εγχώριας κατασκευής παθητικούς ηχοσημαντήρες ASELBUOY της Aselsan. Τα σκάφη αυτά δημιουργούν μία ισχυρή ανθυποβρυχιακή απειλή, ιδιαίτερα σε ανοικτές θάλασσες.
Από μία άποψη, ο μεγαλύτερος αριθμός ανθυποβρυχιακών ελικοπτέρων του τουρκικού ναυτικού σχετίζεται απλώς με τον μεγαλύτερο αριθμό κυρίων μονάδων στόλου, των οποίων αποτελεί βασικό ανθυποβρυχιακό μέσον. Όμως ο μεγάλος αριθμός των τουρκικών Α/Υ ελικοπτέρων δεν δημιουργεί κάποιο αφηρημένο «αριθμητικό» πλεονέκτημα. Τα Α/Υ ελικόπτερα που λειτουργούν σε μεγάλες συγκεντρώσεις μπορούν να δημιουργήσουν ένα πυκνό πλέγμα ανθυποβρυχιακών αισθητήρων και όπλων, τα οποία, σε συνδυασμό με τα πλοία με ανθυποβρυχιακές δυνατότητες, μπορούν να καταστήσουν μια συγκεκριμένη –έστω και περιορισμένη– περιοχή ιδιαίτερα επικίνδυνη ή και απαγορευμένη για ένα υποβρύχιο. Όταν τα ελικόπτερα ενεργούν από κοινού με Α/Υ Αεροσκάφη Ναυτικής Συνεργασίας, όπως τα έξι τουρκικά CN-235 ASW, τότε το πλέγμα γίνεται ακόμη πιο πυκνό και αποτρεπτικό. Επιπλέον, πρέπει να έχει κανείς υπ’ όψιν ότι, σε αντίθεση με τα σκάφη επιφανείας, τα ελικόπτερα μπορούν να εκτελέσουν την αποστολή τους για συγκεκριμένο –και περιορισμένο- χρόνο. Ο μεγάλος αριθμός ελικοπτέρων επιτρέπει την πλέον συνεχή κάλυψη μιας περιοχής σε σχέση με τα λίγα ελικόπτερα, που μπορούν μόνον ευκαιριακά και διακεκομμένα να καλύπτουν ανθυποβρυχιακά μία περιοχή (ή, εναλλακτικά, να καλύπτουν πολύ πιο περιορισμένη περιοχή κατά τρόπο συνεχή και, άρα, αποτελεσματικό).
Ο μεγάλος αριθμός Ε/Π Seahawk -πολύ μεγαλύτερος από όσα είναι απαραίτητα για να λειτουργήσουν απλώς ως ελικόπτερα των μεγάλων μονάδων του στόλου- μαζί με έξι (6) ανθυποβρυχιακά αεροσκάφη τύπου CN-235 του ΤΝ δείχνουν την τάση του ΤΝ να μην θεωρούν τα ε/π ως «μακρύ χέρι» του αντίστοιχου πλοίου-φορέα, αλλά να αναθέτουν τη διεξαγωγή των ανθυποβρυχιακών επιχειρήσεων συγκεντρωτικά σε αεροπορικές δυνάμεις: ε/π και αεροσκάφη, τα οποία επικουρούνται από ανθυποβρυχιακά σκάφη.
Η επιλογή αυτή έχει το -σημαντικό- πλεονέκτημα της μαζικής χρήσης των αεροπορικών ανθυποβρυχιακών μέσων, η οποία μπορεί να δημιουργήσει πολύ σημαντικά προβλήματα κορεσμού σε ένα υποβρύχιο καθώς και να δημιουργεί αποτελεσματικές ζώνες απαγόρευσης σε περιοχές επιχειρησιακού ενδιαφέροντος. Επισημαίνεται ότι μία βασική αποστολή του ΤΝ θα είναι ο ναυτικός αποκλεισμός μεγάλου νησιού, και ο κορεσμός της θαλάσσιας περιοχής με μεγάλο αριθμό ελικοπτέρων και αεροσκαφών μπορεί να καταστήσει τον αποκλεισμό ιδιαίτερα ανθεκτικό σε προσπάθειες του ΠΝ να τον διασπάσει, ακόμη και με υποβρυχιακές επιθέσεις.
Ναυτικό Ισοζύγιο (Β)
Navy_Seals
* Το παρόν αποτελεί συνέχεια του Μέρους (Α) που προηγήθηκε. Περιλαμβάνει την εκτίμηση της καταστάσεως που διαμορφώνουν τα δεδομένα που εκτέθηκαν εκεί, την επισκόπηση των ανεμενόμενων μελλοντικών εξελίξεων στα βασικά μέσα των δύο πλευρών και μία εκτίμηση της κατάστασης που αναμένεται να διαμορφωθεί.
Για τη σύνταξη και αυτού του κειμένου χρησιμοποιήθηκαν πληροφορίες από πολλές πηγές. Οι κυριότερες και πολυτιμότερες, όμως, υπήρξαν το ιστολόγιο e-Amyna και το ιστολόγιο Naval Analyses, και τα δύο εγνωσμένης αξιοπιστίας.
Θα ήθελα και εδώ να εκφράσω τις θερμές μου ευχαριστίες στον κ. Γ.Σ. για τις πολύτιμες παρατηρήσεις του.
Εκτίμηση της Παρούσας Κατάστασης
Πώς αποτιμάται συνολικά το ισοζύγιο που περιγράφτηκε αναλυτικά στο προηγούμενο κείμενο; Για να απαντήσει κανείς στο ερώτημα αυτό, θα πρέπει κατ’ αρχάς να έχει κατά νου τις πολιτικές και στρατηγικές επιδιώξεις των δύο χωρών στον θαλάσσιο χώρο.
Η Ελλάς και η Τουρκία αντιπαρατίθενται σε δύο -απολύτως διακριτά μεταξύ τους- θέατρα επιχειρήσεων: στο θέατρο επιχειρήσεων του Αιγαίου και στο θέατρο επιχειρήσεων της Ανατολικής Μεσογείου. Πρόκειται για δύο θέατρα επιχειρήσεων με τελείως διαφορετική γεωγραφική και υδρογραφική διαμόρφωση, και με τελείως διαφορετικές επιδιώξεις των αντιτιθεμένων σε κάθε ένα από αυτά.
Το Αιγαίο Πέλαγος είναι αρχιπελαγικό περιβάλλον στο οποίο η Ελλάς έχει κυριαρχία επί της συντριπτικής πλειοψηφίας των νήσων, νησίδων και μικρονησίδων. Η Τουρκία επιδιώκει να αμφισβητήσει την κυριαρχία της Ελλάδας επί του νησιωτικού αυτού συμπλέγματoς. Οι προσεγγίσεις του τρόπου αμφισβήτησης, από το 1973 που επανελήφθησαν με ιδιαίτερη ένταση, ποικίλουν, τόσο σε ότι αφορά τα πολιτικά και νομικά προσχήματα, όσο και τα επιχειρησιακά μέτρα που σχεδιάζονται ή/και λαμβάνονται προκειμένου να υποστηρίξουν την πολιτική αυτή. Η αμφισβήτηση -και η συνακόλουθη επιχειρησιακή απειλή- ξεκίνησε με την αμφισβήτηση του καθεστώτος των μεγάλων νήσων και με συνακόλουθη στρατιωτική απειλή εναντίον τους, ενώ από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, και κυρίως εξ αιτίας της σταδιακής εφαρμογής του νέου Δικαίου της Θαλάσσης που παρέχει στην Ελλάδα πολύ ευρύτερα κυριαρχικά δικαιώματα, η έμφαση της τουρκικής απειλής μετατοπίστηκε στις νησίδες -και άρα σε επιχειρήσεις διαφορετικής φύσης.
Έτσι, η Ελλάς είναι η πλευρά που πρέπει να υπερασπιστεί και να επαναβεβαιώσει την κυριαρχία της στον θαλάσσιο χώρο του Αρχιπελάγους. Η Τουρκία είναι μία αναθεωρητική δύναμη η οποία έχει ως επιδίωξη να αμφισβητήσει και να ανατρέψει το υφιστάμενο status quo, χρησιμοποιώντας ως μέσα την έμπρακτη αμφισβήτηση των θαλάσσιων κυριαρχικών δικαιωμάτων, κυρίως στο Ανατολικό Αιγαίο, καθώς και την απειλή κατάληψης κύριας νήσου ή κατοικημένης νησίδας, πάλι στο Ανατολικό Αιγαίο και δίπλα στη Μικρασιατική παραλία.
Στην Ανατολική Μεσόγειο, και ιδιαίτερα στην περιοχή ανατολικά της γραμμής Ρόδου-Κρήτης υφίσταται το θέμα της υπεράσπισης της Κύπρου. Όμως, αφ’ ενός εξ αιτίας της θέσπισης του νέου διεθνούς Δικαίου της Θαλάσσης, αφ’ ετέρου εξ αιτίας της εύρεσης κοιτασμάτων φυσικού αερίου και υδρογονανθράκων, η Τουρκία έχει θέσει ως επιπρόσθετο στρατηγικό στόχο την αμφισβήτηση των δικαιωμάτων τόσο της Ελληνικής όσο και της Κυπριακής Δημοκρατίας στις θαλάσσιες αυτές περιοχές.
Ανεξαρτήτως θεάτρου επιχειρήσεων, η Τουρκία εφαρμόζει έναντι της Ελλάδος την επιθετική στρατηγική του πειθαναγκασμού, δηλαδή την απειλή χρήσης βίας ή την περιορισμένη χρήση βίας για την αλλαγή της υφιστάμενης κατάστασης (status quo). Βασικό στοιχείο του πειθαναγκασμού είναι η έννοια του σχετικού κόστους. Δηλαδή, ο αντίπαλος (Ελλάδα) θα πρέπει πάντοτε να βρίσκεται σε χειρότερη θέση εάν δεν συμμορφωθεί με την απειλή. Ειδικότερα, με τον πειθαναγκασμό, ο αντίπαλος ούτως ή άλλως θα υποστεί κόστος, οπότε θα πρέπει να του επιφυλάσσεται μεγαλύτερο κόστος αν δεν συμμορφωθεί με την πειθαναγκαστική απειλή απ’ ότι αν συμμορφωθεί. Για να είναι αξιόπιστη μια πειθαναγκαστική απειλή, θα πρέπει όχι μόνο να υπάρχουν τα μέσα και η θέληση πραγματοποίησής της, αλλά επιπρόσθετα ο αντίπαλος θα πρέπει να γνωρίζει ότι υπάρχουν τα εν λόγω μέσα και να πιστεύει στην εν λόγω θέληση.
Από στρατιωτικής απόψεως, η Τουρκία επιδιώκει στο Αιγαίο εν καιρώ ειρήνης μεν να διαθέτει πιο έντονη και πολυάριθμη παρουσία στην όποια εστία εντάσεως, ιδίως στο Ανατολικό Αιγαίο, εκπέμποντας το μήνυμα ότι σε περίπτωση κλιμακώσεως μπορεί να επικρατήσει τοπικά -με ό,τι αυτό συνεπάγεται, τόσο από ψυχολογικής απόψεως όσο και από πρακτικής, στρατιωτικής πλευράς. Σε περίπτωση, δε, πολέμου, η Τουρκία θα επιδιώξει την απομόνωση τμήματος του Ανατολικού Αιγαίου ώστε οι μεν δικές της δυνάμεις να μπορούν να επιχειρούν απερίσπαστες για να καταβάλουν την άμυνα της νήσου ή νησίδας που έχει επιλέξει, καθώς και την απαγόρευση ελληνικών επιχειρήσεων και δη αποστολής ενισχύσεως από την ηπειρωτική χώρα προς τα νησιά, η δε Ελλάς να αδυνατεί να ενισχύσει την προσβαλλόμενη περιοχή, με τα πρακτικά και ψυχολογικά αποτελέσματα που αυτό θα έχει στους υπερασπιστές της.
Είναι προφανές ότι με τη μειωμένη ισχύ των κυρίων μονάδων επιφανείας του ΠΝ, η προοπτική επίτευξης θαλασσίου ελέγχου στον χώρο του Αιγαίου είναι ρεαλιστικά εξαιρετικά δύσκολη έως αδύνατη. Οι ελληνικές κύριες ναυτικές μονάδες δεν έχουν σημαντική ανθυποβρυχιακή ικανότητα, ενώ αντιμετωπίζουν έναν ιδιαίτερα ικανό υποβρυχιακό αντίπαλο. Οι δυνατότητες τους εναντίον επιφανείας καθορίζονται σε αποφασιστικό βαθμό από τους πεπαλαιωμένους αισθητήρες στον τομέα αυτόν. Η διεξαγωγή των ανθυποβρυχιακών επιχειρήσεων φαίνεται να έχει εκχωρηθεί ουσιαστικά στα ελικόπτερα Seahawk, τα οποία είναι ιδιαίτερα σύγχρονα αλλά περιορισμένου αριθμού, ενώ σε κάθε περίπτωση τα ελικόπτερα έχουν περιορισμένο χρόνο παραμονής και διεξαγωγής έρευνας σε μία περιοχή. Έτσι, η ανθυποβρυχιακή ικανότητα του Στόλου είναι προβληματική: με περιορισμένο αριθμό μονάδων κυρίας επιφανείας, που συνεπώς παρέχουν περιορισμένο αριθμό απαραίτητων «συνεργατών» των ελικοπτέρων στο κυνήγι υποβρυχίων (οι ανθυποβρυχιακές επιχειρήσεις γίνονται κατ’ εξοχήν με συνεργασία σκάφους-ελικοπτέρου) και με δεδομένη την -ούτως ή άλλως περιορισμένη- περιοχή κάλυψης ενός ελικοπτέρου, η ανθυποβρυχιακή ικανότητα του Στόλου είναι περιορισμένη.
Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο αν, επιπλέον, ληφθούν υπ’ όψιν αφ’ ενός η ποιότητα των αντιπάλων υποβρυχίων (το γεγονός ότι τα 214HN είναι πιο σύγχρονα από τα πιο σύγχρονα τουρκικά υποβρύχια δεν επηρεάζει την επίδοση που τα αντίπαλα υποβρύχια έχουν έναντι των ελληνικών ανθυποβρυχιακών μέσων), αφ’ ετέρου το υδρογραφικό περιβάλλον του Αιγαίου, που ευνοεί την υποβρυχιακή δράση. Επιπλέον αυτών, πρέπει να σημειωθεί ότι η δράση των ελικοπτέρων, στα οποία φαίνεται να έχει εναποτεθεί ο ανθυποβρυχιακός ρόλος, εξαρτάται και από τη συνολική κατάσταση της αεροπορικής μάχης στο περιβάλλον του Αιγαίου. Το αεροπορικό περιβάλλον του Αιγαίου θα είναι ίδιαίτερα επικίνδυνο για τις επιχειρήσεις ελικοπτέρων. Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, λόγω του πολιτικού πλαισίου της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, καθώς η τουρκική πλευρά έχει παγίως την πρωτοβουλία και το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού, είναι σχεδόν βέβαιο ότι σε οποιεσδήποτε επιχειρήσεις, τα τουρκικά υποβρύχια θα έχουν το πλεονέκτημα της εκ των προτέρων τοποθέτησής τους στους τομείς περιπολίας τους, στοιχείο που τους παρέχει επιπλέον τακτικό πλεονέκτημα.
Συνολικά, αποτιμώντας τις ανθυποβρυχιακές δυνατότητες του Στόλου, ας έχουμε κατά νου το εξής: στις διεθνείς διαγωνιστικές ασκήσεις, τα συμβατικά υποβρύχια τεχνολογίας ανάλογης με αυτήν που υπάρχει στο Αιγαίο επιτυγχάνουν μονίμως εντυπωσιακά αποτελέσματα εναντίον της προηγμένης ανθυποβρυχιακής άμυνας που παρατάσσουν οι αντίπαλες αεροναυτικές δυνάμεις. Στο Αιγαίο, η ανθυποβρυχιακή άμυνα που μπορεί να παρατάξει το ΠΝ είναι ασθενέστατη, η υποβρύχια απειλή σημαντικότατη, και το υδρογραφικό περιβάλλον ευνοεί τη δράση των υποβρυχίων.
Στον τομέα του πολέμου επιφανείας, οι κυριότεροι παράγοντες που τον κρίνουν είναι η συνολική επίγνωση της τακτικής καταστάσεως και το πλήθος και η ποιότητα των διαθεσίμων όπλων. Ο πρώτος παράγοντας εξαρτάται από το πλήθος και την ποιότητα των αισθητήρων και των τηλεπικοινωνιακών μέσων και από την επίδοση της κάθε πλευράς στον Ηλεκτρονικό Πόλεμο. Δυστυχώς, και εκεί η ελληνική πλευρά υστερεί σημαντικά.
Πέραν του ποσοτικού μειονεκτήματος (που έχει, και στον τομέα αυτόν, σημασία), οι ελληνικές μονάδες έχουν παρωχημένης τεχνολογίας αισθητήρες (ο βασικός αισθητήρας έρευνας επιφανείας είναι το προηγούμενης γενεάς MW-08, έναντι του SMART-Mk2 που έχει η πλειοψηφία των τουρκικών κυρίων μονάδων, με ότι αυτό σημαίνει για την αντοχή των δύο αισθητήρων σε Ηλεκτρονική Επίθεση και τη δυνατότητα των μέσων Ηλεκτρονικής Υποστήριξης της κάθε πλευράς να τα εντοπίσει) ενώ συνολικά οι δυνατότητες ΗΠ είναι προηγούμενης γενεάς.
Στον τομέα αυτόν πρέπει να προσυπολογίζεται πλέον και η παρουσία συνεχώς αυξανόμενου αριθμού μη επανδρωμένων αεροσκαφών των ΤΕΔ, και εν προκειμένω του ΤΝ: τα ανεπάνδρωτα ANKA-B παρέχουν άμεσα, συνεχώς και με σχετική ασφάλεια, πολύτιμη και πληρέστατη τακτική και ηλεκτρονική εικόνα στον τουρκικό στόλο. Συνεπώς, στον πόλεμο επιφανείας, με μικρότερο αριθμό σκαφών, ελλιπή και υποδεέστερη του αντιπάλου επίγνωση τακτικής καταστάσεως, και πιο ευάλωτη (λόγω υπεροχής του αντιπάλου σε μέσα ΗΠ), τα πράγματα είναι ιδιαίτερα δύσκολα για το ΠΝ – τουλάχιστον από πλευράς κυρίων μονάδων επιφανείας.
Η αντιαεροπορική ικανότητα των ελληνικών κυρίων μονάδων είναι σχετικά περιορισμένη – και πάλι εξ αιτίας των παλαιάς τεχνολογίας αισθητήρων (ραντάρ δισδιάστατα και ευάλωτα σε Ηλεκτρονική Επίθεση), παλαιάς τεχνολογίας συστημάτων επικοινωνιών (η έλλειψη Link-16 στις κύριες μονάδες του Στόλου δεν μπορεί παρά να προκαλεί απορία σε ένα περιβάλλον με τόσο πυκνή αεροπορική δραστηριότητα και απειλές) καθώς και όπλων τα οποία είναι σχετικά παλαιάς τεχνολογίας, μικρού βεληνεκούς και σε διατάξεις εκτόξευσης με μικρούς αριθμούς άμεσα διαθέσιμων για βολή. Κι αυτά, ενώ από πλευράς αεροπορικής απειλής το ΠΝ αντιμετωπίζει μία ιδιαίτερα ισχυρή αεροπορία, η οποία μάλιστα διαθέτει ένα κορυφαίο όπλο για TAYNE, τον πύραυλο AGM-84K SLAM-ER.
Στον τομέα του υποβρυχίου πολέμου, το Πολεμικό Ναυτικό έχει ιδιαίτερα σημαντική ισχύ – όπως άλλωστε και το Τουρκικό Ναυτικό. Το ΠΝ έχει τέσσερα ιδιαίτερα προηγμένα υποβρύχια – τα πιο προηγμένα ανάμεσα στις δύο ναυτικές δυνάμεις – καθώς και ένα εξαιρετικά προηγμένο, από εκσυγχρονισμό, υποβρύχιο (ΩΚΕΑΝΟΣ), έχει όμως μεγαλύτερη μέση ηλικία σκαφών και άρα πιο επείγουσα ανάγκη αντικατάστασης σκαφών έναντι του ΤΝ, το οποίο υστερεί ως προς την αιχμή, έχει όμως πολύ μικρότερη μέση ηλικία σκαφών και σύγχρονες τορπίλες DM2A4. Τονίζεται και πάλι ότι η άμεση σύγκριση των υποβρυχίων δυνάμεων των δύο στόλων έχει περιορισμένη χρησιμότητα· οι υποβρύχιοι στόλοι δεν θα αντιπαρατεθούν μεταξύ τους παρά μόνον ευκαιριακά, ενώ κυρίως θα επιδιώκουν να πλήξουν τις κύριες μονάδες του αντιπάλου˙ συνεπώς σημασία έχει η σύγκρισή τους με την ανθυποβρυχιακή ισχύ του αντιπάλου.
Κατ’ αυτό, ο Στόλος έχει ικανή υποβρυχιακή δύναμη, την οποία όμως θα χρειαστεί να συμπληρώσει άμεσα προκειμένου να διατηρηθεί ο ελάχιστος απαιτούμενος αριθμός σκαφών για να μπορεί να εκπληρώσει την αποστολή της κάλυψης του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, ενώ η προγραμματισμένη ροή αντικατάστασης των τουρκικών σκαφών είναι πολύ πιο ομαλή και παρέχει στους Τούρκους ένα πολύ πιο ισορροπημένο σύνολο, που είναι το πρωταρχικό ζητούμενο.
Συνολικά, στον τομέα του υποβρυχίου πολέμου, το ΠΝ διαθέτει το σημαντικότερο όπλο του, καθώς είναι ο τομέας που μπορεί με τη μεγαλύτερη άνεση και βεβαιότητα να επιτύχει τον αντικειμενικό του σκοπό: να διαταράξει αποφασιστικά και να εξουδετερώσει μείζονες ναυτικές επιχειρήσεις του αντιπάλου, είτε αυτές αφορούν επιχειρήσεις προβολής ισχύος, είτε αφορούν επιχειρήσεις θαλασσίου ελέγχου, και ειδικότερα επιχειρήσεις απαγόρευσης περιοχών του Αιγαίου. Τονίζεται ότι, μιλώντας πραγματιστικά, και με δεδομένο το ανθυποβρυχιακό δυναμικό του Στόλου, το ίδιο αποτέλεσμα είναι σε θέση να επιτύχει και η τουρκική υποβρύχια δύναμη εις βάρος του ΠΝ.
Η υποβρυχιακή ισχύς είναι το πλέον αποτελεσματικό – ίσως το μόνο πραγματικά αποτελεσματικό – όπλο του ΠΝ εναντίον των επιδιώξεων της Τουρκίας στο Αιγαίο. Για τον λόγο αυτόν είναι πραγματικά ακατανόητη η στάση του ΠΝ έναντι της Διοίκησης Υποβρυχίων, τόσο σε ότι αφορά το πρόγραμμα ναυπηγήσεων, όσο και –πολύ περισσότερο– στην επιμονή του να μην έχει ως πρώτη προτεραιότητα την απόκτηση σύγχρονων τορπιλών βαρέως τύπου, και να μη θέτει σε άμεση προτεραιότητα τις δαπάνες αναλωσίμων του σκαφών αυτών.
Τα ταχέα σκάφη αποτελούν έναν τομέα εξαιρετικής σημασίας για το Πολεμικό Ναυτικό, ιδίως καθώς κατ’ εξοχήν αναμένει εμπλοκή του στο Ανατολικό Αιγαίο –και δη στο ΝΑ Αιγαίο, αφού του παρέχουν, κατ’ αρχήν, δύο ουσιώδη επιχειρησιακά πλεονεκτήματα: τη δυνατότητα ταχείας ανάπτυξης στην περιοχή ενδιαφέροντος και τη δυνατότητα δράσης υπό συνθήκες υπεροχής του αντιπάλου, με την εκμετάλλευση του μικρού ίχνους και, κυρίως, της δυνατότητας απόκρυψης με εκμετάλλευση του μικρονησιακού περιβάλλοντος με «αγκιστρώσεις».
Η ταχεία ανάπτυξη στο Ανατολικό Αιγαίο και η μεγάλη ισχύς πυρός χωρίς την «εμφανή» παρουσία των κυρίων μονάδων του Στόλου, υπό το καθεστώς ισορροπίας που διαμορφώνεται, είναι όντως κρίσιμα πλεονεκτήματα, κι αυτός είναι προφανώς ο λόγος που το ΠΝ έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη Διοίκηση Ταχέων Σκαφών με την παραγγελία πέντε σύγχρονων σκαφών κατά τη δεκαετία του 2000. Θα πρέπει, όμως, να επισημανθεί ότι το βασικό πλεονέκτημα των Ταχέων Σκαφών, δηλαδή η «κεκαλυμμένη» δράση τους με εκμετάλλευση του πολύπλοκου περιβάλλοντος του Ανατολικού Αιγαίου, συρρικνώνεται διαρκώς: οι ικανότητες επιτήρησης των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων στο Αιγαίο, και ιδίως στο Ανατολικό, ενισχύονται δραματικά και θα συνεχίσουν να ενισχύονται: ήδη το Αιγαίο τελεί υπό την επιτήρηση του συστήματος UZUN UFUK («Μακρινός Ορίζων») ενώ σταδιακά τίθενται εν ενεργεία τα δώδεκα (12) ανεπάνδρωτα αεροσκάφη ANKA του Τουρκικού Ναυτικού, παρέχοντας του εξαιρετικές δυνατότητες ISR. Αυτό σημαίνει ότι οι δυνατότητες απόκρυψης των πυραυλακάτων στο μικρονησιακό περιβάλλον του Ανατολικού Αιγαίου –βασικό στοιχείο των τακτικών τους– είναι πολύ μικρότερες απ’ ότι ήταν στο παρελθόν.
Επιπλέον, η κεκαλυμμένη δράση των Ταχέων Σκαφών εξαρτάται ουσιωδώς από τη δυνατότητά τους να ενεργούν με ελάχιστες ΗΜ εκπομπές, διαμορφώνοντας εικόνα της τακτικής καταστάσεως με παθητικά ίδια μέσα και με λήψη δεδομένων μέσω ζεύξεων δεδομένων. Το σύνολο σχεδόν των σκαφών είναι εξοπλισμένο με σύγχρονα ηλεκτροοπτικά μέσα και διαθέτει Link-11 (την τακτική ζεύξη που κατ’ εξοχήν χρησιμοποιείται στον ναυτικό πόλεμο επιφανείας).
Όμως το δεύτερο βασικό παθητικό σύστημα των σκαφών, το σύστημα Ηλεκτρονικής Υποστήριξης δεν είναι ιδιαίτερα σύγχρονο, ούτε καν στα σκάφη κλάσεως «Ρουσσέν»˙ αναρωτιέται κανείς για τις επιδόσεις του έναντι των σύγχρονων τουρκικών μικροκυματικών αισθητήρων. Καθώς η εχθρική επιτήρηση εντείνεται, καθώς τα φίλια σκάφη θα πρέπει να είναι όλο και πιο πειθαρχημένα στις εκπομπές τους και καθώς οι ακτίνες των πυραύλων επιφανείας-επιφανείας αυξάνονται δραματικά, οι ελληνικές πυραυλάκατοι θα δυσκολεύονται να επιβιώσουν χωρίς υποβοήθηση της στοχοποίησης των αντιπάλων από άλλα μέσα.
Δυστυχώς, οι ΕΕΔ ούτε μη επανδρωμένα αεροσκάφη διαθέτουν, ούτε την κυριαρχία τους επί του αρχιπελαγικού περιβάλλοντος έχουν εκμεταλλευτεί. Η αξιοποίησηση των εκσυγχρονιζόμενων αεροσκαφών P-3 σε αυτόν τον ρόλο, υπό τις συνθήκες της αεροναυτικής σύγκρουσης στο Αιγαίο, είναι ρεαλιστικά αδύνατη. Μένουν τα ελικόπτερα SH-60 για τον ρόλο αυτόν, που όμως είναι λίγα, έχουν περιορισμένο χρόνο παραμονής στο πεδίο της μάχης, κι επιπλέον έχουν υψηλής προτεραιότητας ανθυποβρυχιακά καθήκοντα. Συνεπώς, η Διοίκηση Ταχέων Σκαφών αλλά και το ΓΕΝ θα πρέπει να απασχοληθεί σοβαρά όχι μόνον με τη διατήρηση της ονομαστικής δύναμης του στόλου ταχέων σκαφών, αλλά κυρίως με τη διαμόρφωση ενός συνολικού επιχειρησιακού πλαισίου που θα επιτρέψει στα ταχέα σκάφη να παραμείνουν αποφασιστικός παράγων στο προσεχές μέλλον, αλλιώς η σημασία τους θα εκλείψει ραγδαία.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και στο Αιγαίο, θα πρέπει να έχει κανείς υπ’ όψιν ότι ο καιρός αποτελεί σοβαρό περιοριστικό παράγοντα για την επιχειρησιακή δράση των ταχέων σκαφών. Αυτό αποτελεί στοιχείο ανεξάρτητο από τη ναυτική ικανότητα των πληρωμάτων και σχετίζεται με τις αντικειμενικές επιδόσεις των οπλικών συστημάτων και, κυρίως, των αισθητήρων των πλοίων (όπου οι απαιτήσεις σταθεροποίησης δεν μπορούν να αντισταθμιστούν από τη «ναυτοσύνη» των πληρωμάτων).
Συνολικά, στο θέατρο επιχειρήσεων του Αιγαίου, μπορεί να ανιχνευθεί η ακόλουθη πορεία: από τη δεκαετία του 2000 και μετά, η δυνατότητα του ΠΝ να συντηρεί μία αξιόμαχη δύναμη από κύριες μονάδες επιφανείας σταδιακά ατονεί, παρά τα σχέδια που υπάρχουν και συνεχώς επανέρχονται – και που δεν αφορούν μόνον το Αιγαίο.
Έτσι, στην πράξη το ΠΝ σταδιακά παραιτείται από την επιδίωξη θαλασσίου ελέγχου στον χώρο αυτόν (ελέγχου που, λόγω της αδυναμίας να εξασφαλιστούν οι θαλάσσιες γραμμές επικοινωνιών με τα νησιά στο Αν. Αιγαίο από την υποβρύχια απειλή, ήταν πάντοτε θεωρητική) και στρέφεται προς μια νέα κατεύθυνση, που μπορούσε να διασφαλίσει επιτυχώς με διαθέσιμα μέσα: μία ισχυρή δύναμη Ταχέων μπορεί, σε περίπτωση κρίσης, να αναπτυχθεί ταχύτατα στο Ανατολικό Αιγαίο, ενώ ένας ισχυρός στόλος υποβρυχίων, σε δεύτερο χρόνο, μπορεί να επιβάλει θαλάσσια απαγόρευση (sea denial) σε όλο το πλάτος του Αιγαίου και, σε συνεργασία με τα ταχέα σκάφη, να προσβάλει αποφασιστικά ακόμη και πολύ ισχυρές συγκεντρώσεις του τουρκικού στόλου που θα επιδίωκαν την επιβολή τοπικού θαλασσίου ελέγχου σε περιοχή πολιτικού ενδιαφέροντος.
Στη ροή του προγραμματισμού του ΠΝ για διατήρηση αξιόμαχου στόλου, η απόκτηση Ταχέων Περιπολικών ΚΒ και υποβρυχίων είχε δρομολογηθεί πριν αρχίσει το de facto πάγωμα των ελληνικών εξοπλισμών, με αποτέλεσμα αυτά να αποτελέσουν στην επόμενη περίοδο και μέχρι σήμερα τα μόνα σύγχρονα μέσα του ΠΝ. Το αποτέλεσμα είναι η μετάπτωση του έργου του ΠΝ από τον θαλάσσιο έλεγχο στο Αιγαίο στην επιδίωξη θαλάσσιας απαγόρευσης. Αυτό αποτελεί, προφανώς, «οπισθοχώρηση», δεδομένου ότι το Αρχιπέλαγος είναι de facto ελληνικό, καθώς είναι κατάσπαρτο από ελληνικά νησιά. Πάντως, είναι κρίσιμο ότι και μετά από αυτή την «οπισθοχώρηση», η Ελλάς μπορεί να αποτρέψει τις τουρκικές επιδιώξεις στο Αιγαίο, απαγορεύοντάς στο ΤΝ να πραγματοποιεί πειστικά προβολή ισχύος ή άλλους, πιο «επιχειρησιακούς» σκοπούς.
Σε ότι αφορά το θέατρο επιχειρήσεων της Ανατολικής Μεσογείου, η κατάσταση είναι σημαντικά δυσκολότερη. Καθ’ όλη την περίοδο μετά το 1974, το Πολεμικό Ναυτικό εμφανώς είχε την προοπτική της κάλυψης της Κύπρου με υποβρύχια. Καθώς η παρουσία ελληνικών ισχυρών ναυτικών δυνάμεων στην περιοχή θα στερούταν νοήματος, αυτό που το ΠΝ είχε ως στόχο ήταν να απαγορεύσει τη θαλάσσια επικοινωνία των Κατεχομένων Εδαφών της Κύπρου με τη Μικρασία. Ακόμη κι αυτός ο στόχος ήταν (και είναι) περιορισμένης σημασίας, μιας και οι χερσαίες τουρκικές δυνάμεις στα Κατεχόμενα είναι εξαιρετικά ισχυρές και δεν αναμένουν ενισχύσεις από την Μικρασία· παρ’ όλα αυτά η διακοπή της επικοινωνίας σε περίπτωση πολεμικών επιχειρήσεων έχει και συμβολική και, κάποια -περιορισμένη έστω- πρακτική, έστω σημασία.
Από τη δεκαετία του 2000 και μετά, οι πολιτικές, και συνεπώς οι επιχειρησιακές απαιτήσεις του θεάτρου επιχειρήσεων της Ανατολικής Μεσογείου άλλαξαν. Εξ αιτίας των κυριαρχικών δικαιωμάτων -και των συμφερόντων- που δημιουργήθηκαν στην Αν. Μεσόγειο με το νέο Δίκαιο της Θαλάσσης, τέθηκε επιτακτικά κι έμπρακτα το ζήτημα της προάσπισης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Χώρας καθώς και της Κυπριακής Δημοκρατίας στις ανοικτές θαλάσσιες εκτάσεις της Αν. Μεσογείου – ταυτόχρονα με την έμπρακτη και δραστήρια αμφισβήτησή τους από την Τουρκία.
Η νέα πολιτική συνθήκη επέφερε νέες επιχειρησιακές απαιτήσεις. Το ζητούμενο είναι πλέον η επαρκής και αποτελεσματική προβολή ισχύος στην ευρεία αυτή περιοχή. Αυτό, από ναυτικής απαιτεί την ύπαρξη ενός πυρήνα μεγάλων σκαφών επιφανείας, κατ’ ελάχιστον τεσσάρων, με δυνατότητες μάχης «ανοικτής θαλάσσης» (“blue water”). Αυτός υπήρξε ο λόγος που από τη δεκαετία του 2000 και μετά, ο σχεδιασμός του ΠΝ για αντικατάσταση των πεπαλαιωμένων Kortenaer στρέφεται συστηματικά σε σκάφη μεγαλύτερου εκτοπίσματος, με κεντρικό χαρακτηριστικό τη δυνατότητα αεράμυνας περιοχής, δηλαδή με ραντάρ μεγάλου βεληνεκούς και πολυστρωματικής αντιαεροπορικής άμυνας – φυσικά και με ανθυποβρυχιακές δυνατότητες αιχμής, μιας και το θαλάσσιο περιβάλλον της Αν. Μεσογείου ευνοεί τη δράση των υποβρυχίων.
Σήμερα, οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις βρίσκονται σε εμφανή αδυναμία να ανταπεξέλθουν στην επιχειρησιακή απαίτηση προβολής ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο. Σε ότι αφορά την Πολεμική Αεροπορία, στην ήδη αναλυθείσα γενική ποσοτική και ποιοτική αδυναμία, στην περιοχή αυτήν προστίθεται το γεωγραφικό μειονέκτημα: η περιοχή ενδιαφέροντος καλύπτεται από δύο Κύριες Αεροπορικές Βάσεις της ΤΑ, καθώς και από το τουρκικό ΣΑΕ στη νότια Μικρασία. Ο μικρός αριθμός απηρχαιωμένων και, ούτως ή άλλως, περιορισμένης Α/Α δυναμικότητας μονάδων του ΠΝ δεν είναι σε θέση να αναπτυχθεί στην Ανατολική Μεσόγειο ούτε από πλευράς επιχειρησιακών δυνατοτήτων, ούτε από πλευράς αριθμών, καθώς έτσι θα μείωνε απαράδεκτα την ετοιμότητα ενίσχυσης των νήσων του Αιγαίου που αποτελούν έδαφος της επικράτειας με πληθυσμό. Για την Τουρκία, με τους μεγαλύτερους αριθμούς, την πρωτοβουλία των κινήσεων και τον συμπαγή γεωγραφικό χώρο που δεν υφίσταται απειλή, το θέμα είναι πολύ πιο εύκολο.
Από τα υπόλοιπα υφιστάμενα μέσα του ΠΝ, οι πυραυλάκατοι δεν είναι σκάφη κατάλληλα για δράση στην ανοικτή θάλασσα της Ανατολικής Μεσογείου.
Τα υποβρύχια του ΠΝ, εφ’ όσον εξοπλιστούν με τορπίλες βαρέως τύπου, αποτελούν θανάσιμη απειλή για οποιανδήποτε ναυτική παρουσία. Είναι γεγονός ότι οι ανοικτές εκτάσεις της Ανατολικής Μεσογείου δεν είναι εξ ίσου ευνοϊκές με τις κλειστές εκτάσεις του Αιγαίου για την υποβρυχιακή δράση˙ οι ανθυποβρυχιακοί αισθητήρες έχουν πολύ καλύτερη επίδοση εκεί, κι επιπλέον στην Ανατολική Μεσόγειο θα είναι ευχερής η χρήση των ιδιαίτερα επικίνδυνων CN-235ASW τα οποία στο Αιγαίο θα είναι δύσκολο να επιχειρήσουν λόγω της ΠΑ. Παρ’ όλα αυτά, οι μεγάλες ανθυποβρυχιακές ασκήσεις του ΝΑΤΟ (με την επωνυμία Proud Manta), οι οποίες διεξάγονται σε ανοικτές εκτάσεις, δείχνουν ότι τα υποβρύχια παραμένουν ο πλέον επικίνδυνος αντίπαλος, ακόμη και σε αυτές τέτοιες περιοχές.
Δυστυχώς, τα υποβρύχια έχουν το εγγενές μειονέκτημα ότι δεν μπορούν να «προβάλουν» ναυτική ισχύ˙ μία χώρα δεν μπορεί να επιδείξει τον έλεγχο μίας περιοχής με υποβρύχια, μιας και αυτά εκ φύσεως πρέπει να παραμένουν αφανή, οπότε η παρουσία τους (και η βούληση της χώρας τους) καθίσταται εμφανής μόνον με την πολεμική τους δράση. Παρ’ όλα αυτά, στην πράξη, τα υποβρύχια είναι το μόνο όπλο του ΠΝ που μπορεί να δράσει αποτελεσματικά τη στιγμή αυτή στην Ανατολική Μεσόγειο. Προφανώς, κατά την παρούσα φάση, η Ελλάς έχει να επιλέξει μεταξύ μίας επιδέξιας πολιτικής διαχείρισης της παρουσίας ενός αποτελεσματικού αλλά ακατάλληλου για προβολή ισχύος όπλου στην περιοχή, της επιχειρησιακά αυτοκτονικής παρουσίας ευάλωτων πλοίων στην ίδια περιοχή, και της… πλήρους απουσίας από την περιοχή.
Συνολικά, και κάπως απλουστευτικά, μπορεί να διατυπωθεί το παρακάτω συμπέρασμα για την κατάσταση του ελληνο-τουρκικού ναυτικού ισοζυγίου: Η Τουρκία, με συνεχώς αυξανόμενη ισχύ κατά τις τελευταίες δεκαετίες, αμφισβητεί τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας τόσο στο Αιγαίο όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Στο μεν Αιγαίο, η Ελλάς έχει απολέσει τη δυνατότητα αποκατάστασης θαλασσίου ελέγχου και προβολής ισχύος, αλλά διατηρεί ακόμη την αξιόπιστη δυνατότητα ματαίωσης, αποτρεπτικά ή εμπράκτως, οποιασδήποτε τουρκικής επιχειρησιακής απειλής.
Στην Ανατολική Μεσόγειο, το ΠΝ δεν διαθέτει στην πράξη καμία δυνατότητα προβολής ναυτικής ισχύος και επιβολής θαλασσίου ελέγχου˙ διαθέτει όμως τη δυνατότητα να καταφέρει στον αντίπαλό της εξαιρετικά οδυνηρά πλήγματα στην περιοχή, μέσω των πέντε σύγχρονων υποβρυχίων της κι εφόσον αυτά εξοπλιστούν με κατάλληλες τορπίλες και αντίμετρα), πλεονέκτημα πάντως που έχει σοβαρούς πολιτικούς περιορισμούς.
Οι Μελλοντικές Προοπτικές
Ο κορμός του τουρκικού ναυτικού σχεδιασμού για το μέλλον, σε ότι αφορά τη δύναμη του στόλου, φαίνεται να βασίζεται σε έξι βασικούς άξονες κλιμακούμενης ωριμότητας:
Σταδιακή αντικατάσταση κυρίων μονάδων στόλου με το εξελισσόμενο σχέδιο Milgem (φρεγάτες πολλαπλών ρόλων TF-100)
Ένταξη νέων ελικοπτεροφόρων αποβατικών δεξαμενής
Ένταξη νέων αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας
Συνέχιση του εκσυγχρονισμού του στόλου των υποβρυχίων
Συνέχιση της αντικατάστασης Ταχέων Περιπολικών ΚΒ
Σταδιακή αντικατάσταση κυρίων μονάδων στόλου με την υπό ανάπτυξη κλάση μεγάλων αντιαεροπορικών φρεγατών TF-2000
Το πλέον άμεσο χρονικά στοιχείο εκσυγχρονισμού του ΤΝ είναι η ναυπήγηση των φρεγατών Milgem-G (TF-100), που βασίζονται στη μεγέθυνση των σκαφών Milgem που ήδη υπηρετούν, και στον εξοπλισμό των οποίων θα προστεθεί διάταξη κατακόρυφης εκτόξευσης πυραύλων τύπου Mk-41. Αυτό σημαίνει ότι, πλέον, το σκάφος αποτελεί μία φρεγάτα γενικής χρήσης.
Με την άμεση εισαγωγή σε υπηρεσία των σκαφών αυτών, αντικαθίστανται οι τέσσερεις «λιγότερο εκσυγχρονισμένες» φρεγάτες Gabya. Όμως τα σκάφη αυτά φαίνεται ότι θα συνεχίσουν να έχουν το περιορισμένων δυνατοτήτων σόναρ TBT-01 Yakamoz ενώ το γεγονός ότι προέρχονται από την ιδιαίτερα προβληματική ως προς τη θαλάσσια συμπεριφορά κλάση Milgem εγείρει σοβαρά ερωτήματα για τη συνολική ικανότητα της κλάσης. Συνολικά, φαίνεται ότι οι τέσσερεις φρεγάτες Gabya αντικαθίστανται από τέσσερεις εγχώριας σχεδίασης φρεγάτες, εξοπλισμένες σε σημαντικό βαθμό με εγχώριας κατασκευής συστήματα μάλλον μετρίων επιδόσεων.
Σχεδόν ταυτόχρονα είναι προγραμματισμένη η ένταξη σε υπηρεσία του πρώτου από τα δύο σχεδιαζόμενα ελικοπτεροφόρα αποβατικά δεξαμενής LHD Anadolu. Στην πράξη, λόγω της πολυπλοκότητας και του νέου και άγνωστου μέχρι τώρα για το ΤΝ ρόλου του σκάφους, αυτό αναμένεται να καταστεί επιχειρησιακά αξιοποιήσιμο μετά από 2 περίπου έτη, ενώ μέχρι την -ενδεχόμενη- ένταξη σε υπηρεσία αεροσκαφών βραχείας/κάθετης απο/προσγείωσης F-35B, το σκάφος θα παραμείνει ένα μεγάλο αποβατικό σκάφος, ικανό να υποστηρίξει μία ισχυρή αποβατική ενέργεια μακριά από τη Μικρασιατική ακτή καθώς και την προβολή ισχύος σε μεγάλη απόσταση από την επικράτεια της Τουρκίας.
Δεδομένης της διαμόρφωσης του γεωγραφικού χώρου της Ανατολικής Μεσογείου, η Ελλάς δεν διατρέχει ιδιαίτερο φόβο από μία τέτοια ενίσχυση του ΤΝ˙ αντιθέτως, σε περίπτωση που οι ΤΕΔ αποφασίσουν να ενεργήσουν μεγάλης κλίμακας ενέργεια εναντίον της Ελλάδος με τη χρήση των αποβατικών LHD, το ΤΝ θα κληθεί να σχηματίσει ισχυρή ομάδα μάχης που θα απορροφήσει το σύνολο σχεδόν των κυρίων μονάδων επιφανείας του, άρα θα αφήσει οποιαδήποτε άλλη μοίρα, σε άλλο γεωγραφικό σημείο και με άλλη αποστολή, εξαιρετικά αδύναμη, ενώ η ίδια η ομάδα μάχης θα παραμένει πιθανότατα ευάλωτη σε υποβρυχιακές επιθέσεις – και θα αποτελεί στόχο απόλυτης προτεραιότητας για αυτές.
Στην περίπτωση de facto μετατροπής των δύο σκαφών σε μικρά αεροπλανοφόρα, και σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, ο κίνδυνος που προκύπτει είναι σαφώς οξύτερος: μία δύναμη μίας μοίρας αεροσκαφών χαμηλού ίχνους που δεν θα επιχειρεί καν από τα ανατολικά της χώρας –όπου αναμένεται, ούτως ή άλλως, η ενίσχυση του ΣΑΕ- επιβαρύνει δραματικά την ΠΑ. Όμως, θα πρέπει να επισημανθεί και πάλι ότι με τον τρόπο αυτόν, η ασφαλής πλεύση των δύο κυρίων αυτών μονάδων θα απαιτήσει την προστασία του συνόλου σχεδόν των κυρίων μονάδων επιφανείας του στόλου, και πιθανότατα κι ενός σημαντικού αριθμού από τα πλέον σύγχρονα υποβρύχια του ΤΝ, αλλιώς οι κύριες μονάδες του στόλου είναι ευάλωτες.
Το βασικότερο σημείο που προκαλεί απορία, είναι το είδος των στόχων που θα ήθελε να προσβάλει μια τέτοια αεροπορική δύναμη: η συντριπτική πλειοψηφία των στόχων της ΤΑ βρίσκεται εντός του βεληνεκούς της, ιδιαίτερα με δεδομένη την ύπαρξη αεροσκαφών εφοδιασμού. Η απλή επέκταση της εμβέλειας αεροσκαφών για κάποιο ειδικό είδος στόχου φαίνεται καθιστά την επένδυση σε δύο αεροπλανοφόρα και 24 (ειδικά) αεροσκάφη, κάπως παράδοξη. Εάν, πάλι, ο σκοπός είναι η δημιουργία μίας αεροπορικής δύναμης που θα ενεργεί πραγματικά ανεξάρτητα από την ΤΑ και σε μεγάλη απόσταση από αυτήν, τότε η δύναμη των 24 αεροσκαφών είναι πενιχρή, ειδικά για τα δεδομένα της Ανατολικής Μεσογείου. Σε κάθε περίπτωση, τα δύο νέα LHD σκάφη του ΤΝ αποτελούν μία καινούργια απειλή για το ΠΝ.
Στον τομέα της ναυτικής αεροπορίας, το Τουρκικό Ναυτικό θα αρχίσει να εντάσσει στο προσεχές μέλλον έξι (6) ακόμη νέα αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας τύπου ATR-72. Τα αεροσκάφη αυτά που θα έχουν ρόλο ανθυποβρυχιακό και εναντίον σκαφών επιφανείας (τόσο επιτήρησης/εντοπισμού όσο και προσβολής) συμπληρώνουν την υφιστάμενη δύναμη με αεροσκάφη υψηλότερων επιδόσεων – σημαντική παράμετρος στις αποστολές ανοικτής θαλάσσης. Παρ’ όλα αυτά, το πρόγραμμα Meltem III (που αποδίδει τα ATR-72 ναυτικής συνεργασίας) έχει αποδειχθεί προβληματικό στην πράξη.
Επιπλέον, το ΤΝ έχει εκφράσει την πρόθεση (αν και πρόθεση δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην και υλοποίηση) για απόκτηση πολύ μεγαλύτερων ικανοτήτων αεροσκαφών, με προδιαγραφές που στην πράξη παραπέμπουν στο αεροσκάφος P-8 Poseidon. Αυτό που με βεβαιότητα μπορεί να ειπωθεί είναι ότι στο προσεχές μέλλον το ΤΝ θα διαθέτει δώδεκα (12) αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας, με πολύ σημαντικές δυνατότητες στον πόλεμο επιφανείας και, κυρίως, στον ανθυποβρυχιακό πόλεμο. Στον αντίποδα, το ΠΝ θα παραλάβει στο προσεχές μέλλον έξι (6) αεροσκάφη P-3B εκσυγχρονισμένα Orion.
Το προβληματικό αυτό -από οικονομικής και τεχνικής απόψεως- πρόγραμμα στην πραγματικότητα ενισχύει αποκλειστικά τη δυνατότητα του ΠΝ να ασκεί επιτήρηση εν καιρώ ειρήνης στις εκτάσεις της Αν. Μεσογείου όπου η Ελλάς προσπαθεί να κατοχυρώσει το καθεστώς ΑΟΖ που δικαιούται. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο εκσυγχρονισμός των αεροσκαφών δεν περιλαμβάνει συστήματα ανθυποβρυχιακού πολέμου, δηλαδή το αεροσκάφος δεν θα συμβάλει καθόλου στην αντιμετώπιση της οξύτερης επιχειρησιακής απειλής του ΠΝ.
Ο τομέας στον οποίον το ΤΝ θα κάνει πραγματικό άλμα στο προσεχές μέλλον είναι τα υποβρύχια. Ανάμεσα στο 2023 και στο 2028 θα εισέλθουν σε υπηρεσία έξι (6) νέα υποβρύχια τύπου 214ΤΝ, κλάσης “Reis”. Τα υποβρύχια αυτά, εφάμιλλα των ελληνικών «Παπανικολής», θα αντικαταστήσουν τα τέσσερα παλαιά 209/1200 και είτε θα αντικαταστήσουν και δύο 209/1400 είτε θα αυξήσουν την οροφή των τουρκικών υποβρυχίων κατά δύο. Όπως είναι προφανές, ο ραγδαίος εκσυγχρονισμός των τουρκικών υποβρυχίων καθιστά το πρόβλημα των πεπαλαιωμένων κυρίων μονάδων επιφανείας του ΠΝ ακόμη οξύτερο.
Στο τομέα των Ταχέων Σκαφών, το ΤΝ σχεδιάζει την αντικατάσταση των δέκα παλαιότερων σκαφών των κλάσεων Kiliç, Rüzgar και Doğan από τη νέα αναπτυσσόμενη κλάση FACM 55, εγχώριας σχεδίασης και κατασκευής, με έντονα χαρακτηριστικά χαμηλού ίχνους.
Ο σχεδιαζόμενος αριθμός των δέκα σκαφών εντός την ερχόμενης δεκαετίας πιθανότατα θα οδηγήσει στην πλήρη αντικατάσταση των παλαιών σκαφών εντός της επόμενης δεκαετίας. Επισημαίνεται πάντως ότι, βάσει της εμπειρίας από τα σκάφη Milgem, τα έντονα οπτικά χαρακτηριστικά σχεδίασης χαμηλής ραδιοδιατομής δεν αποδίδουν κατ’ ανάγκην και χαμηλή ραδιοδιατομή. Από ελληνικής πλευράς, το ΠΝ αναμένει την άμεση ένταξη στον στόλο δύο (2) επιπλέον σκαφών της κλάσεως Ρουσσέν, που θα ανεβάσει τα σκάφη σε επτά (7) συνολικά. Αυτή αποτελεί άλλωστε και τη μόνη βέβαιη ενίσχυση του στόλου για το μέλλον.
Τέλος, το ΤΝ σχεδιάζει την περαιτέρω αντικατάσταση αντιαεροπορικών κυρίων μονάδων Gabya με τη σχεδιαζόμενη νέα κλάση αντιτορπιλικού (μεταξύ 7.000 και 8.000 τόνων), εγχώριας κατασκευής TF-2000 που προβλέπεται να εξοπλιστεί με εγχώριας σχεδίασης και κατασκευής ραντάρ μεγάλου βεληνεκούς, διάταξης φάσης τύπου “Çafrad”.
Η πρόθεση του ΤΝ είναι να εισέλθει το πρώτος σκάφος της κλάσης σε υπηρεσία το 2025 (έναντι του μέχρι πρόσφατα επιθυμητού, για επετειακούς λόγους, 2023). Το σκάφος αυτό είναι ναυπηγικά σημαντικά μεγαλύτερο και πιο πολύπλοκο από την προηγούμενη κλάση που η τουρκική ναυτική βιομηχανία έχει σχεδιάσει –με ούτως ή άλλως περιορισμένη επιτυχία.
Επιπλέον, ο κεντρικός για τον επιχειρησιακό του ρόλο αισθητήρας, το ραντάρ Çafrad θα αποτελέσει ένα πολύ μεγάλο άλμα για την τουρκική βιομηχανία, σε σύγκριση με τα μέχρι τώρα σχεδιαστικά επιτεύγματά της. Συνεπώς, είναι ρεαλιστική η αναμονή δύο πιθανών εξελίξεων: είτε της σημαντικά μεγάλης καθυστέρησης της ολοκλήρωσης και εισόδου σε υπηρεσία των σκαφών της κλάσης αυτής, είτε η εισαγωγή σκαφών με σημαντικά υποβαθμισμένες επιδόσεις.
Από ελληνικής πλευράς, δεν υπάρχει καμία σχεδιασμένη ενέργεια εισαγωγής σε υπηρεσία νέων κύριων μονάδων επιφανείας. Υπάρχει η γενική επιθυμία για προμήθεια δύο έως τεσσάρων κυρίων μονάδων επιφανείας με ιδιαίτερη έμφαση στον αντιαεροπορικό ρόλο. Έτσι, κατά καιρούς εκδηλώνεται το ενδιαφέρον, ή, για την ακρίβεια, «κινητικότητα» γύρω από την παραχώρηση αντιτορπιλικών κλάσεως Arleigh Burke από το Αμερικανικό Ναυτικό, ή για απόκτηση –με κάποιου είδους «μείζονα» διευκόλυνση- δύο (2) φρεγατών FREMM από τη Γαλλία ή για αγορά «δύο έως τεσσάρων» (2-4) φρεγατών Belh@rra από τη Γαλλία. Και οι τρεις αυτές περιπτώσεις αποτελούν μακροχρόνιες επιδιώξεις του ΠΝ, που καθεμιά της έχει τα χαρακτηριστικά της:
το αμερικανικό αντιτορπιλικό αποτελεί μία ευκαιρία δωρεάν παραχώρησης υλικού εν καιρώ απόλυτης ένδειας του ελληνικού αμυντικού προϋπολογισμού, αλλά έχει υψηλό κόστος συντήρησης, πολύ μεγάλο πλήρωμα, ενώ το Aegis είναι δοκιμασμένο σύστημα επί 4 δεκαετίες αλλά παλαιάς/απερχόμενης τεχνολογίας PESA
η γαλλική φρεγάτα FREMM αποτελεί εκπλήρωση πολιτικού γραμματίου που κάποιοι οφείλουν (ή θεωρούν ότι οφείλουν) προς τη Γαλλία, αλλά το σύστημα Herakles είναι μεταβατικής τεχνολογίας και σχετικά μειωμένων δυνατοτήτων
η γαλλική φρεγάτα Belh@rara μάλλον βρίσκεται πιο κοντά στα επιθυμητά μεγέθη του ΠΝ, καθώς περιλαμβάνει σύγχρονες τεχνολογίες ραντάρ κ.λπ.
Το πρόβλημα είναι ότι τα αντιτορπιλικά Arleigh Burke είναι εξαιρετικά απίθανο να αποδεσμευτούν από το Αμερικανικό Ναυτικό για λόγους που έχουν σχέση με τον σχεδιασμό του ιδίου, ενώ ούτε οι φρεγάτες FREMM μπορούν να διατεθούν από το Γαλλικό Ναυτικό, όπως κατέδειξε η πρόσφατη ιλαροτραγωδία του Απριλίου του 2018, αφού τα τρία σκάφη της κλάσης αποτελούν κρίσιμα σκάφη για τους ίδιους τους Γάλλους.
Σε ό,τι αφορά τις φρεγάτες Belh@rra, η πρώτη σχεδιάζεται να τεθεί σε υπηρεσία στο Γαλλικό Ναυτικό το 2023. Το εάν η προοπτική απόκτησης δύο (2) ή τεσσάρων (4) σκαφών του τύπου αποτελεί ρεαλιστική προοπτική ή απλή πολιτική γυμναστική, μπορεί να αποτελέσει πολιτική (στην πραγματικότητα) εκτίμηση του καθενός. Επισημαίνεται απλώς ότι η προοπτική αυτή -δεδομένης της απόλυτης αδυναμίας της χώρας να χρηματοδοτήσει την αγορά αυτή από τον προϋπολογισμό της και/ή με δανεισμό- έχει συναρτηθεί με την προοπτική αποδέσμευσης κερδών που οι Κεντρικές Τράπεζες των δανειστριών χωρών είχαν από τη διακράτηση ελληνικών ομολόγων, οπότε τα αναλογούντα στη Γαλλία κέρδη θα έφταναν για την πληρωμή δύο (2) φρεγατών Belh@rra, το κόστος των οποίων κυμαίνεται περί τα δύο δις €. Επισημαίνεται ότι η προοπτική αποδέσμευσης των κερδών αυτών δεν αποτελεί διακρατικό θέμα αλλά απόφαση «ευρωπαϊκής» πολιτικής, όπου αποφασιστικό ρόλο έχει η Γερμανία, συνεπώς η όλη εξέλιξη εξαρτάται εν πολλοίς από τη διάθεση της Γερμανίας, και μάλιστα όχι ειδικά στο θέμα των Belh@rra αλλά στη συνολική πολιτική της έναντι των ευρωπαϊκών οικονομικών υποθέσεων. Στις προοπτικές της υπόθεσης, ας συνυπολογιστεί και πρόθεση/ανάγκη της ελληνικής κυβέρνησης να επιλύσει στο πλαίσιο της αγοράς και το ζήτημα των ναυπηγείων του Σκαραμαγκά…
Εκτίμηση της Μελλοντικής Κατάστασης
Πώς μπορεί να εκτιμηθεί η κατάσταση του ισοζυγίου ναυτικής ισχύος ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία στο προβλεπτό μέλλον, με βάση τα πολύ βασικά δεδομένα που εκτέθηκαν προηγουμένως;
Αν θεωρήσουμε ως χρονικό ορίζοντα της εκτίμησης την επόμενη δεκαετία, τότε η κατάσταση διαμορφώνεται ως εξής:
Το ΠΝ αδυνατεί να διατηρήσει μια, έστω και υποτυπώδη δύναμη κυρίων μονάδων επιφανείας. Από τα σκάφη της Διοικήσεως Φρεγατών, τα εννέα παύουν να έχουν επιχειρησιακή αξία, τα τέσσερα απαξιώνονται ραγδαία, ενώ διαφαίνεται οικονομική αδυναμία εκσυγχρονισμού τους. Επιπλέον, διαφαίνεται απόλυτη αδυναμία αγοράς νέων κυρίων μονάδων επιφανείας. Η οικονομική κατάσταση της χώρας, ρεαλιστικά αποτιμώμενη, δεν επιτρέπει κατά την ερχόμενη δεκαετία κάτι περισσότερο από τον εκσυγχρονισμό των τεσσάρων «Ύδρα».
Η όποια προοπτική ενίσχυσης της Διοίκησης Φρεγατών φαίνεται να έχει εναποτεθεί σε παραχωρήσεις σκαφών από τις ΗΠΑ ή την Γαλλία, αλλά οι προοπτικές απόκτησης σκαφών μέσω αυτών των οδών είναι –ρεαλιστικά- πολύ περιορισμένες. Ακόμη κι αν πραγματοποιηθεί μία τέτοια παραχώρηση, είναι ρεαλιστικά εξαιρετικά απίθανο να αφορά περισσότερα από δύο (2) σκάφη. Συνεπώς, η μελλοντική δύναμη του Στόλου σε κύριες μονάδες θα διαμορφωθεί στο προσεχές μέλλον σε τέσσερεις μετρίων δυνατοτήτων φρεγάτες «Ύδρα» – στο λιγότερο ευνοϊκό σενάριο – ή σε τέσσερεις μετρίων δυνατοτήτων φρεγάτες «Ύδρα» και σε δύο μεγάλα σκάφη με αντιαεροπορικό προσανατολισμό, μεσαίων ή σημαντικών δυνατοτήτων – στο περισσότερο ευνοϊκό αλλά πολύ λιγότερο πιθανό σενάριο.
Σε αντίθεση με την κατάσταση αυτή, το ΤΝ έχει ένα δρομολογημένο και σε εξέλιξη πρόγραμμα ναυπηγήσεων για τη σταδιακή αντικατάσταση των, ούτως ή άλλως νεώτερων και πιο σύγχρονων, μονάδων του. Το ΤΝ αντικαθιστά τις κύριες μονάδες του με σκάφη εγχώριας σχεδίασης και ναυπήγησης. Τα σκάφη αυτά είναι υποδεέστερων ικανοτήτων έναντι των αντιστοίχων δυτικών (π.χ. από απόψεως θαλάσσιας συμπεριφοράς, που είναι ένα εμφανές χαρακτηριστικό) και, στον βαθμό που σταδιακά εξοπλίζονται με συστήματα τουρκικής κατασκευής (αισθητήρες και όπλα), έχουν και κατ’ αυτό υποδεέστερες επιδόσεις. Ιδιαίτερα σε ότι αφορά το αναπτυσσόμενο αντιτορπιλικό/φρεγάτα αντιαεροπορικού ρόλου TF-2000, δεδομένης όχι μόνον της πολυπλοκότητας του ιδίου του σκάφους αλλά και του ραντάρ πολλαπλών λειτουργιών Çafrad, είναι αμφίβολο το εάν το σκάφος θα έχει επιδόσεις συγκρίσιμες με τα αντίστοιχα δυτικά σκάφη της ίδιας κατηγορίας. Επισημαίνεται, πάντως, ότι οι τυπικές προδιαγραφές των συστημάτων της Aselsan είναι παρεμφερείς με τις αντίστοιχες δυτικών συστημάτων.
Αν παραβλέψει κανείς το προφανές στρατηγικό όφελος που προκύπτει για την Τουρκία από απόψεως ανάπτυξης τεχνογνωσίας (στις πρώτες προσπάθειες η τεχνογνωσία κάθε βιομηχανικής/τεχνολογικής δύναμης, ιστορικά, υπολείπεται της αιχμής στον αντίστοιχο τομέα), η Τουρκία θα διατηρήσει μία υψηλή οροφή από νεότευκτες ή σχετικά σύγχρονες κύριες μονάδες, μετρίων δυνατοτήτων, ενώ η Ελλάδα θα έχει αντίστοιχα στη διάθεσή της έναν στόλο από τέσσερεις «Ύδρα» ή τέσσερεις «Ύδρα» και δύο “Arleigh Burke”/FREMM/Belh@rra.
Το ΤΝ θα έχει σταδιακά στη διάθεσή του μία ιδιαίτερα σύγχρονη υποβρύχια δύναμη από έξι (6) σύγχρονα και οκτώ (8) αξιόμαχα υποβρύχια (δηλαδή ένα σύνολο δέκα τεσσάρων (14) σκαφών), ενώ στο ίδιο διάστημα η υποβρύχια δύναμη του ΠΝ θα περιορίζεται στα πέντε (5) σύγχρονα υποβρύχια.
Το ΤΝ θα διατηρεί σταθερά μία δύναμη δεκαεννέα (19) σύγχρονων πυραυλακάτων, τη στιγμή που η αντίστοιχη ελληνική δύναμη θα συρρικνωθεί στα επτά (7) σύγχρονα σκάφη, ενώ με κάποια προσπάθεια θα επιδιωχθεί πιθανότατα να διατηρηθεί μία τετράδα από μία από τις δύο παραλλαγές της Combattante, με πιθανότερη την IIIA («Λάσκος»), ανεβάζοντας τη δύναμη των ΤΣΚΒ σε ένδεκα (11).
Τέλος, ενώ η Τουρκία θα διαθέτει μία αρκετά ικανή δύναμη δώδεκα (12) σχετικά νέων και αρκετά σύγχρονων αεροσκαφών αεροναυτικής συνεργασίας, με ανθυποβρυχιακό προσανατολισμό, το ΠΝ θα διαθέτει έξι (6) αεροσκάφη αεροναυτικής συνεργασίας χωρίς ανθυποβρυχιακές ικανότητες. Επιπλέον αυτών, το ΤΝ θα διαθέτει ένα, και αργότερα δύο, ελικοπτεροφόρα αποβατικά δεξαμενής.
Για να συνοψίσουμε, κάπως, την κατάσταση ποιοτικά, αυτό που διαφαίνεται ότι θα συμβεί την επόμενη δεκαετία είναι ότι το ΤΝ θα διατηρεί την παρούσα αριθμητική του ισχύ κατά κατηγορία σκαφών έχοντας σε υπηρεσία σύγχρονα ή πάντως σχετικά νέα και αξιόμαχα σκάφη, ενώ το ΠΝ θα αδυνατεί να διατηρήσει τις παρούσες οροφές ανά κατηγορία, καθώς η μεγάλη πλειοψηφία των σκαφών του είναι ήδη πολύ παλιάς ηλικίας και δεν διαφαίνεται οικονομική δυνατότητα νέων ναυπηγήσεων. Το χαρακτηριστικό με τα σκάφη του ΤΝ είναι ότι εξ αιτίας της επιλογής εγχωρίων ναυπηγήσεων, τα νέα σκάφη είναι μεν σύγχρονα, δεν (θα) αντιπροσωπεύουν όμως επιδόσεις αιχμής στην κατηγορία τους. Από την άλλη, το ΠΝ φαίνεται ότι θα μείνει με έναν αξιοσημείωτο αλλά πολύ περιορισμένο πυρήνα από υποβρύχια και πυραυλακάτους, αλλά πέραν αυτού η δύναμή του θα μειωθεί δραστικά.
Τι σημαίνουν αυτά από επιχειρησιακής απόψεως;
Στο θέατρο επιχειρήσεων του Αιγαίου, η –ήδη θεωρητική μόνον– ικανότητα του ΠΝ να διεκδικήσει θαλάσσιο έλεγχο, θα εκλείψει ακόμη και θεωρητικά. Στο ευνοϊκό για υποβρύχια δράση περιβάλλον του Αιγαίου, η τουρκική υποβρύχια απειλή θα ενισχυθεί δραματικά, ενώ η αντίστοιχη ελληνική ανθυποβρυχιακή ικανότητα θα αδυνατίσει δραματικά, αφ’ ενός λόγω της μείωσης των σκαφών με ανθυποβρυχιακή ικανότητα, αφ’ ετέρου λόγω της γήρανσης των εν ενεργεία.
Η ανθυποβρυχιακή ικανότητα είναι συνδυασμός τεχνολογίας και αριθμών, ενώ το «γήπεδο» ευνοεί τα υποβρύχια, και το μόνον επιπλέον ανθυποβρυχιακό μέσον, τα Ε/Π, παρ’ ότι θεωρητικώς ανεξάρτητα από τα σκάφη του στόλου, μέχρι ενός σημείου μπορούν να δράσουν αυτόνομα χωρίς αφ’ ενός σκάφη να τα υποστηρίζουν με επί τόπου ανεφοδιασμούς και ανάπαυση, αφ’ ετέρου με τον συνδυασμό των δικών τους Α/Υ μέσων.
Χωρίς προσθήκη νέων κυρίων μονάδων, οι τέσσερεις «Ύδρα», που στην πράξη θα είναι ανά πάσα στιγμή τρεις διαθέσιμες, θα σχηματίζουν μια πολύ μικρή μοίρα με περιορισμένες δυνατότητες αυτοάμυνας σε αεροπορικές επιθέσεις. Στον αγώνα επιφανείας, οι δυνατότητες εξαρτώνται –και εκεί– από το πλήθος των όπλων και των αισθητήρων. Ασφαλώς η ποιότητα των όπλων και των αισθητήρων παίζει σημαντικό ρόλο, αλλά ως προς αυτά, το ΠΝ δεν φαίνεται να μπορεί να διεκδικήσει κάποιο πλεονέκτημα. Η δημιουργούμενη ανισορροπία είναι τόσο έντονη, που είναι εκτός πραγματικότητος να αναμένει κανείς να ανατραπεί με τακτική δεξιότητα. Οι δυνάμεις απαγόρευσης του ΤΝ -υποβρύχια και πυραυλάκατοι- θα έχουν τέτοιο μείγμα ποσότητας και ποιότητας που θα είναι πλέον πολύ εύκολο να απαγορεύεται η πρόσβαση των κυρίων μονάδων του ΠΝ στο Αιγαίο.
Οι δυνάμεις απαγόρευσης του ΠΝ, δηλαδή τα υποβρύχια και οι πυραυλάκατοι, θα είναι κατ’ ουσίαν τα μόνα όπλα που το ΠΝ θα έχει για να επιχειρεί να αντιμετωπίσει ναυτικές ενέργειες της Τουρκίας στο Αιγαίο. Η εξέλιξη των αριθμών τους, όμως, είναι τέτοια που θα δυσκολευτούν ιδιαίτερα για να καλύψουν τους απαιτούμενους τομείς. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι το ΠΝ δεν θα μπορεί να αντιδρά έγκαιρα σε τουρκικές επιχειρησιακές ενέργειες, αφού τα μέσα του θα είναι, υποχρεωτικά, πολύ πιο αραιά διεσπαρμένα.
Στο θέατρο επιχειρήσεων της Ανατολικής Μεσογείου, η δυνατότητα του ΠΝ να προβάλλει αξιόπιστα ναυτική ισχύ στην περιοχή, προασπίζοντας πρακτικά τα κρίσιμα ελληνικά δικαιώματα εκεί, θα είναι από εξαιρετικά περιορισμένη έως ανύπαρκτη.
Η προβολή αξιόπιστης ναυτικής ισχύος σε μία τέτοια περιοχή ανοικτής θαλάσσης, με εχθρική αεροπορική κυριαρχία, σημαίνει ότι θα πρέπει να μπορεί να αναπτυχθεί εκεί ναυτική μοίρα που να μπορεί να ανταπεξέλθει ικανοποιητικά στην εχθρική αεροπορική απειλή, δηλαδή πρακτικά να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει μαζικές αεροπορικές επιθέσεις του εχθρού, προφανώς σε συνδυασμό με υποβρυχιακές επιθέσεις.
Η επιτυχής αντιαεροπορική άμυνα σε ένα τέτοιο περιβάλλον σημαίνει πρώτα και πάνω απ’ όλα δυνατότητα μαζικής αντιαεροπορικής και αντιπυραυλικής ικανότητας σε διαδοχικές ζώνες, και επίγνωση τακτικής καταστάσεως σε μεγάλη ακτίνα γύρω από τη μοίρα. Μία τέτοια δυνατότητα απαιτεί κατ’ ελάχιστον τέσσερα (4) (διαθέσιμα) σκάφη υψηλών αντιαεροπορικών ικανοτήτων. Αυτή είναι μία δυνατότητα που το ΠΝ δεν διαθέτει, και είναι εξαιρετικά αμφίβολο ότι θα μπορούσε να αποκτήσει εγκαίρως -δηλαδή όσο διαμορφώνεται και σταδιακά παγιώνεται το status quo στην περιοχή- ακόμη και στην περίπτωση που θα μπορούσαν να επιλυθούν τα σχετικά οικονομικά προβλήματα.
Από τις δυνάμεις απαγόρευσης του ΠΝ, οι πυραυλάκατοι δεν έχουν σημεία αγκιστρώσεως στην ανοικτή θάλασσα ενώ η επιχειρησιακή αποτελεσματικότητά τους μειώνεται ραγδαία ακόμη και σε μετρίως αντίξοες καιρικές συνθήκες. Συνεπώς, οι δυνάμεις αυτές -που ούτως ή άλλως βαίνουν συνεχώς πιο αδύναμες- έχουν εγγενώς περιορισμένες δυνατότητες στην περιοχή αυτή.
Τα υποβρύχια χάνουν την αποτελεσματικότητα που έχουν στις υδρογραφικές συνθήκες του Αιγαίου, παραμένουν όμως εξαιρετικά επικίνδυνα, όπως δείχνουν σταθερά οι ασκήσεις Proud Manta. Το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η -συνεχώς μειούμενη και αυτή- υποβρύχια δύναμη του ΠΝ θα έχει σύγχρονα σκάφη, ενώ οι σοβαρότερες ανθυποβρυχιακές δυνατότητες του ΤΝ θα προέρχονται από τα ίδια τα δικά του υποβρύχια, όχι άμεσα διαθέσιμα, καθιστά την ελληνική υποβρύχια δύναμη τη μόνη που μπορεί να επιχειρεί αξιόπιστα στην Αν. Μεσόγειο. Συνεπώς, οι -πολύ περιορισμένες- υποβρύχιες δυνάμεις θα παραμείνουν ο μοναδικός τρόπος επιρροής του ΠΝ σε αυτό το θέατρο επιχειρήσεων.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, τα υποβρύχια έχουν έναν κρίσιμο περιορισμό στον ρόλο αυτόν: η παρουσία τους δεν μπορεί να είναι εμφανής, σε ένα θέατρο επιχειρήσεων όπου η προβολή ισχύος απαιτεί κατ’ αρχάς εμφανή παρουσία, δηλαδή κύριες μονάδες επιφανείας. Αυτό αποτελεί έναν σημαντικό ανασταλτικό παράγοντα, όχι μόνον για λόγους αρχής αλλά για πρακτικούς, επιχειρησιακούς λόγους. Το πρόβλημα είναι ότι το ΠΝ και η Χώρα δεν φαίνεται να έχει καλύτερες επιλογές. Εάν δεν μπορεί να εξασφαλιστεί σοβαρή παρουσία με κύριες μονάδες επιφανείας, τότε οι εναλλακτικές είναι: είτε να μην υπάρχει καθόλου παρουσία, είτε να υπάρχει παρουσία που βασίζεται στα υποβρύχια, και η οποία χρειάζεται πιο λεπτό πολιτικό χειρισμό.
Πέραν των δύο αυτών βασικών ζητημάτων που αναφέρθηκαν παραπάνω , θα πρέπει να επισημανθεί το εξής: Εφ’ όσον η ΠΑ δεν κατορθώσει να αποτρέπει την εχθρική αεροπορική υπεροχή, και εφ’ όσον οι δυνάμεις θαλασσίου ελέγχου του ΠΝ συρρικνώνονται δραματικά, καθώς το ΤΝ διατηρεί ισχυρές δυνάμεις επιφανείας και προσθέτει στη δύναμή του μία ιδιαίτερα ισχυρή δυνατότητα υποστήριξης αποβατικών επιχειρήσεων, είναι δυνατόν η Τουρκία να αρχίσει σταδιακά να απειλεί στρατηγικά, εμπράκτως, όχι μόνον τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, όπως μέχρι σήμερα, αλλά και την Κρήτη. Πράγματι, εφ’ όσον η ΤΑ καταστείλει επαρκώς την Πολεμική Αεροπορία, τότε το ΤΝ μπορεί να σχηματίσει και να προστατεύσει ικανοποιητικά μεγάλη μοίρα με σημαντικές αμφίβιες δυνάμεις. Η Κρήτη, της οποίας η στρατηγική σημασία δεν χρειάζεται να εξηγηθεί, έχει ελάχιστες χερσαίες δυνάμεις για να αντιμετωπίσει ακόμη και περιορισμένης ισχύος ενέργεια. Θα ήταν περιττό να εξηγηθεί η επιβάρυνση της στρατηγικής κατάστασης της χώρας εφ’ όσον αρχίσει να αναδύεται τέτοια απειλή. Προφανώς η απειλή αυτή δεν είναι άμεση, όμως είναι μεσοπρόθεσμη, και οι ενδείξεις προς την κατεύθυνση αυτή δεν είναι καθόλου αμελητέες.
Πώς αποτιμάται, συνεπώς, η συνολική εικόνα του ναυτικού ισοζυγίου ισχύος για την επόμενη δεκαετία;
Η απάντηση είναι απλή: η οικονομική καχεξία της χώρας οδηγεί σε ταχεία απομείωση της ναυτικής μας ισχύος, έναντι ενός αντιπάλου που, ενώ είναι ήδη σε καλύτερη κατάσταση, έχει δρομολογήσει και υλοποιεί μια μεγάλη αύξηση της δικής του ναυτικής ισχύος.
Όπως είναι τα πράγματα, οι ελπίδες της χώρας για τη διατήρηση κάποιας ισορροπίας επαφίενται αφ’ ενός στην (εξαιρετικά) καλή θέληση διαφόρων «συμμάχων» να ενισχύσουν τη δική μας ισχύ, αφ’ ετέρου σε κάποια απότομη κάμψη της τουρκικής οικονομικής ισχύος. Είναι προφανές ότι κανείς «σύμμαχος» δεν βοηθά χωρίς να απαιτεί κάτι, κι είναι δυστυχώς απίθανο η τουρκική οικονομία να δεχτεί πλήγμα τέτοιας ισχύος που θα κάμψει αποφασιστικά το ναυτικό της πρόγραμμα, έστω κι αν οι διαφαινόμενες οικονομικές εξελίξεις δεν είναι τόσο ευοίωνες και για τη «φίλη και σύμμαχο».
Η Τουρκία ανήκει ήδη στη «Λέσχη των G20» δηλαδή των 20 πιο ανεπτυγμένων οικονομιών παγκοσμίως, ενώ έγκυροι οικονομικοί παρατηρητές την ανεβάζουν μέχρι το 2030 στην 12η πιο ισχυρή θέση (ακριβώς πίσω από την 11η Γαλλία και 10η το Ηνωμένο Βασίλειο). Ιστορικά, οι ισχυρότερες οικονομίες πάνε παράλληλα με αντίστοιχα ισχυρές ένοπλες δυνάμεις.
>Διαβάζουμε στο ptisidiastima.com>
Το πέρασμα του υποβρυχίου TCG “Anafartalar” (S356) από τον Βόσπορο δεν ήταν συνηθισμένο αφού τα μάτια των παρατηρητών (spotters) επισήμαναν την ύπαρξη ενός νέου συστήματος στη μορφή μιας σειράς 12 λευκών κύκλων που αποδίδονται στο εγχώριας ανάπτυξης σύστημα αντιμέτρων της ASELSAN.
Το νέο σύστημα εντοπίζεται στα πλάγια της πλώρης του υποβρυχίου λίγο πιο πάνω από την ίσαλο γραμμή. Σύμφωνα με πληροφορίες, πρόκειται για σύστημα ακουστικής εξαπάτησης για το πρόγραμμα υποβρυχίων. Η ASELSAN μετέχει του προγράμματος ανάπτυξης υποσυστημάτων για ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού μέσης ζωής (ΕΜΖ) των τουρκικών υποβρυχίων που εκκίνησε λίγα χρόνια πριν.
Το εικονιζόμενο σύστημα ανήκει πιθανότατα σε αυτό το πλαίσιο.
Το υποβρύχιο “Anafartalar” ανήκει στην κλάση “Preveze” του γερμανικού σχεδίου Type 209/1400, το 4ο και τελευταίο της κλάσης που ναυπηγήθηκε στα τουρκικά ναυπηγεία του Gölcük κατόπιν αδείας και εντάχθηκε στη δύναμη του τουρκικού στόλου το 1999. Πληροφορίες αναφέρουν πως το σύστημα αντιμέτρων θα εφαρμοστεί τόσο στα 4 πλοία της κλάσης “Preveze” όσο και στα 4 νεώτερα της κλάσης “Gür”.
Το σύστημα της ASELSAN ονομάζεται “Zargana”, βασίζεται σε ακουστικούς παρεμβολείς ZOKA και μπορεί να εκτοξεύσει μέχρι 24 παραπλανόντας εχθρικές τορπίλες και συστήματα παρακολούθησης. Η εκτόξευση μπορεί να γίνει κατά μόνας ή σε ομοβροντίες και γίνεται χωρίς την δημιουργία φυσαλίδων.
Οι ακουστικοί παρεμβολείς παράγουν μια σειρά έντονων ήχων που καλύπτουν όλες τις συχνότητες ξεγελώντας τόσο τις παραδοσιακές όσο και σύγχρονες ακουστικού τύπου τορπίλες, που λειτουργούν σε παθητική, ενεργητική ή συνδυασμό επιστροφής ήχου. Οι παρεμβολείς σκοπό έχουν να μιμηθούν τους ήχους ενός υποβρυχίου προσελκύοντας τα επερχόμενα εχθρικά βλήματα.
Η Τουρκία είναι γνωστό πως προωθεί το σύστημα προς πώληση με πελάτες τα ινδονησιακά υποβρύχια Type 209 και τα Πακιστανικά “Agosta”.kourdistoportocali.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου