Η Ακίσι προσπαθούσε μια ζωή να ξεφύγει από βιαστές
Μια συγκλονιστική μαρτυρία ανθρώπινης εκμετάλλευσης μιας γυναίκας που έπεσε θύμα κυκλωμάτων trafficking.
Το 2002 η Ακίσι*, ήταν ένα 16χρονο κορίτσι που έκανε τις διακοπές του στην πόλη Μπουακέ της Ακτής Ελεφαντοστού. Διένυε ανέμελη την εφηβεία της. Το καλοκαίρι του 2021, 19 χρόνια αργότερα, έχει περάσει μια ζωή που δεν μπορούσε να φανταστεί ούτε στους χειρότερους εφιάλτες της. Για εννέα χρόνια ήταν κλειδωμένη σε ένα δωμάτιο όπου τη βίαζαν καθημερινά. Προσπαθώντας να ξεφύγει έπεσε θύμα κυκλωμάτων trafficking σε Τουρκία και Ελλάδα και κατέληξε να τη βιάζουν ξανά σε ένα παγκάκι επί της οδού Πατησίων στην Αθήνα.
Πλέον, έχοντας μόλις πριν λίγους μήνες καταφέρει να βρει «ειρήνη και ηρεμία», όπως λέει, στη ζωή της, μπορεί να μιλήσει για όσα πέρασε.
Όταν στις 19 Σεπτεμβρίου του 2002 ξέσπασε ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος στην Ακτή Ελεφαντοστού, η Ακίσι βρισκόταν με τον θείο και τον ξάδερφό της στο Μπουάκε, για τις διακοπές της. Οι γονείς της και ο αδερφός της, βρίσκονταν 270 χιλιόμετρα μακριά, στην πόλη Γκανιοά όπου ήταν το σπίτι της οικογένειας.
Εννιά χρόνια αιχμάλωτη
«Ήρθαν ένοπλοι, ντυμένοι με στρατιωτικά ρούχα και έπαιρναν με τη βία τους άντρες για να τους δώσουν όπλα και να πολεμήσουν» θυμάται η Ακίσι. «Όταν ο θείος μου αντιστάθηκε και δεν τους
άφησε να πάρουν τον γιο του, τους σκότωσαν και τους δύο. Εμένα με τράβηξαν από τα μαλλιά και με έβαλαν σε ένα αυτοκίνητο. Με μετέφεραν σε ένα σπίτι. Από εκεί βγήκα ξανά το 2011».Γρήγορα, η νεαρή κοπέλα κατάλαβε γιατί τη μετέφεραν εκεί. «Κάθε μέρα με χτυπούσαν. Έρχονταν και με βίαζαν. Κάθε μέρα. Όλοι ντυμένοι με ρούχα αστυνομικών και στρατιωτικών. Άκουγα να λέει ο ένας στον άλλον: “Υπάρχει μια γυναίκα σε εκείνο το δωμάτιο. Αν θες μπορείς να περάσεις καλά”».
Οι ημέρες της περνούσαν βασανιστικά. Οι απαγωγείς της, της έδιναν μόνο φαγητό και νερό, ενώ στο δωμάτιο στο οποίο την κρατούσαν η πόρτα ήταν πάντα κλειδωμένη. Εκτός από την σωματική κακοποίηση, συχνά την υπέβαλαν και σε άλλα βασανιστήρια. Την ανάγκαζαν να βλέπει βίντεο με τις δολοφονίες που έκαναν καθημερινά. Η ίδια ανακαλεί στη μνήμη της πλάνα που της έδειχναν, με δολοφονίες γυναικών και ειδικά εγκύων, από τις οποίες έπαιρναν τα έμβρυα και τα δολοφονούσαν καταγράφοντας τη διαδικασία. Η Ακίσι τους παρακαλούσε συνεχώς να μην την σκοτώσουν.
«Υπήρχε μόνο ένας από αυτούς τους άνδρες που με είχε λυπηθεί. Την πρώτη φορά που ήρθε στο δωμάτιο για να με βιάσει, τον ικέτεψα. Με άκουσε και μου υποσχέθηκε πως μόλις βρει την ευκαιρία θα με βοηθήσει. Ερχόταν τακτικά, κλεινόμασταν στο δωμάτιο και δεν με ακουμπούσε. Μου επαναλάμβανε πως μόλις το καταφέρει θα με βγάλει από εκεί. Μου έδινε φάρμακα, με φρόντιζε και μου ζητούσε να μην μιλάω γιατί θα τον σκότωναν κι αυτόν. Πέρασαν οκτώ χρόνια. Μια μέρα, κάτι συνέβη. Ακούστηκαν πυροβολισμοί και βγήκαν όλοι έξω. Εκείνος βρήκε την ευκαιρία, έμεινε μέσα στο σπίτι, άνοιξε την πόρτα μου και μου είπε να φύγω. Προσπαθήσαμε να δραπετεύσουμε αλλά μας είδαν. Εκείνον τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν. Τότε πίστεψα πως θα πεθάνω κι εγώ. Άρχισαν να με χτυπούν χωρίς έλεος. Είχα πέσει κάτω και τα είχα παρατήσει. Δεχόμουν τα χτυπήματα και περίμενα απλώς πότε θα πεθάνω».
Απελπισμένη, τους παρακάλεσε να τη σκοτώσουν: «Με πήρατε από την οικογένειά μου 16 χρονών. Μπροστά μου σκοτώσατε τον θείο και τον ξάδερφό μου. Δεν έχω δει τους γονείς μου τόσα χρόνια και δεν ξέρω τι τους έχει συμβεί. Μου έχετε δείξει τόσες δολοφονίες. Με βιάζετε και με χτυπάτε καθημερινά. Σκοτώστε με, κουράστηκα», τους είπε.
Της απάντησαν πως θα τη σκότωναν μόνο όποτε ήθελαν εκείνοι. «Πέρασε πολύς καιρός. Μια μέρα τους άκουσα να φωνάζουν αναστατωμένοι. Σαν να έχει συμβεί κάτι. Καταλάβαινα ότι φεύγουν. Περίμενα 1-2 ώρες και δεν ακουγόταν τίποτα. Αποφάσισα να σπρώξω την πόρτα του δωματίου μου και ήταν ξεκλείδωτη. Βγήκα έξω, είχαν φύγει όλοι».
Προσπαθώντας να φύγει από τη χώρα
Για πρώτη φορά μετά από εννέα χρόνια, η Ακίσι έβγαινε από το σπίτι στο οποίο είχε βασανιστεί με όλους τους τρόπους. Κατευθύνθηκε στην αγορά της πόλης, ζαλισμένη, ρωτώντας πώς θα φτάσει στον σιδηροδρομικό σταθμό. Το πρώτο πράγμα που σκεφτόταν ήταν να φύγει αμέσως από τη χώρα.
«Στον σταθμό βρήκα μια γυναίκα και της είπα πως θέλω να πάω προς τη Μπουρκίνα Φάσο, αλλά δεν είχα χρήματα. Είδε ότι ήμουν σε άθλια κατάσταση, φορώντας ανδρικά σκισμένα ρούχα και μου πλήρωσε το εισιτήριο. Από τη Μπουρκίνα Φάσο πήγα στη Γκάνα. Για ένα μήνα πουλούσα νερά στον δρόμο, αφού μια ντόπια μου υποσχέθηκε πως αν το κάνω θα με πληρώσει. Τελικά δεν μου έδωσε χρήματα. Γνώρισα έναν άνδρα και προσφέρθηκε να με βοηθήσει να βρω δουλειά σε μια άλλη χώρα της Αφρικής, το Μπενίν».
«Πίστευα ότι θα τελειώσω τη ζωή μου»
Η Ακίσι, ψάχνοντας απεγνωσμένα τρόπο να βγάλει χρήματα, δέχθηκε τη βοήθεια του άγνωστου άνδρα, ο οποίος της έδωσε τη διεύθυνση ενός φίλου του στο Μπενίν και της πλήρωσε τα εισιτήρια για να πάει μέχρι εκεί.
«Όταν έφτασα, βρήκα αυτόν τον άνθρωπο και πράγματι με στήριξε. Είχε μια καφετέρια όπου δούλευε εκείνος, η γυναίκα του και η κόρη του. Μου έδιναν φαγητό και στέγη. Δούλευα στο μαγαζί τους αλλά δεν με πλήρωναν. Φοβόμουν να ζητήσω λεφτά γιατί πίστευα ότι αν το κάνω θα με διώξουν».
Όταν συνειδητοποίησα τι μου είχε συμβεί, αποφάσισα να αυτοκτονήσω. Έψαξα μέσα στο σπίτι, βρήκα λάδι αυτοκινήτου και ήμουν έτοιμη να το πιώ.
Στο Μπενίν έμεινε 8 χρόνια. Μια νύχτα, ενώ ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, η γυναίκα από την Ακτή Ελεφαντοστού άρχισε να σκέφτεται ξανά τι έχει συμβεί στη ζωή της. Όλα αυτά τα χρόνια δεν ήξερε που βρισκόταν η οικογένειά της. Οι σκέψεις αυτές την κατέβαλαν. «Όταν συνειδητοποίησα τι μου είχε συμβεί, αποφάσισα να αυτοκτονήσω. Έψαξα μέσα στο σπίτι, βρήκα λάδι αυτοκινήτου και ήμουν έτοιμη να το πιώ. Πίστευα ότι θα μπορέσω να τελειώσω τη ζωή μου. Με είδε ο πατέρας της οικογένειας και με σταμάτησε. Μου είπε πως θα με βοηθούσε να φύγω μακριά από την Αφρική, με χρήματα που θα μου έδινε και τα οποία θα του επέστρεφα όποτε μπορούσα».
Ο άνδρας από το Μπενίν της έβγαλε βίζα και αεροπορικά εισιτήρια με προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Της εξήγησε πως από το αεροδρόμιο θα την παραλάμβαναν δύο άτομα -φίλοι του όπως είπε που θα την έπαιρναν για δουλειά σε κάποιο κατάστημα. Πράγματι όταν η Ακίσι έφτασε στην Τουρκία, την περίμεναν δύο άνδρες.
Μπλεγμένη σε κύκλωμα trafficking
«Με πήραν από το αεροδρόμιο και με πήγαν σε ένα σπίτι που βρίσκονταν άλλες πέντε γυναίκες σε κακή κατάσταση. Κάπνιζαν και ήταν μεθυσμένες». Το μόνο που ήθελε η 35χρονη σήμερα γυναίκα από την Ακτή Ελεφαντοστού, ήταν να κοιμηθεί. Όμως όταν ξύπνησε άρχισε να καταλαβαίνει τι συνέβαινε. «Μου είπαν να σηκωθώ, να ντυθώ και να γίνω φανταχτερή. Να βαφτώ και να ετοιμαστώ. Τους ρώτησα γιατί να κάνω κάτι τέτοιο. Τότε μια γυναίκα μου είπε πως εκεί ήμασταν όλες πόρνες. Αντέδρασα. Εξήγησα πως δεν πήγα εκεί για κάτι τέτοιο. “ Στείλτε με πίσω στο Μπενίν” τους φώναζα. Οι άνδρες άρχισαν να με χτυπούν και με βίασαν. Πέρασα μια εβδομάδα όπου καθημερινά με κακοποιούσαν, ώσπου ζήτησα να βγω έξω για να ψωνίσω κάποια πράγματα. Οι δύο άντρες μου το απαγόρευσαν. Παρακάλεσα μια από τις γυναίκες να με πάρει υπό την ευθύνη της να πάμε μέχρι την αγορά. Την παρακάλεσα για μέρες και τελικά την έπεισα. Μόλις βγήκαμε μαζί έξω από το σπίτι άρχισα να τρέχω».
Η Ακίσι βρέθηκε ξανά στον δρόμο, χωρίς να γνωρίζει κανέναν και ζητώντας βοήθεια από όποιον Αφρικανό συναντούσε. Κατέληξε στην πόλη Ακσαράι όπου υπήρχαν αρκετοί συμπατριώτες της, ελπίζοντας πως θα βρει έναν τρόπο να μαζέψει χρήματα. Βρήκε δουλειά σε ένα εστιατόριο και ρωτούσε διαρκώς πώς θα μπορέσει να φύγει για την Ευρώπη.
«Λίγους μήνες μετά, τον Σεπτέμβρη του 2019, κάποιος από την Αφρικανική κοινότητα μου είπε πως αν θέλω μπορεί να με φέρει σε επαφή με έναν γνωστό του στην πόλη Μπόντρουμ, στα παράλια της Τουρκίας. Πήρα το λεωφορείο και πήγα. Όταν έφτασα, με βρήκαν κάποιοι άνδρες και μου είπαν: “Θες να πας στην Ελλάδα;”. Εγώ δεν ήξερα την Ελλάδα, η μόνη χώρα που ήξερα ήταν η Γαλλία».
Αφού της υποσχέθηκαν πως στην Ελλάδα θα είναι ασφαλής, η Ακίσι αποφάσισε να πάει. «Μια νύχτα, μου πήραν όλα τα λεφτά και μας έβαλαν σε μια βάρκα μαζί με άλλα δέκα άτομα. Ξαφνικά, μετά από ώρες, η βάρκα ξεφούσκωνε. Πέσαμε στο νερό. Ήθελα πάλι να πεθάνω. Δεν ήξερα πως κατέληξε έτσι η ζωή μου. Μέσα στη θάλασσα, νύχτα, χωρίς να έχω τίποτα. Μόνο το φόρεμα που φορούσα. Μας μάζεψε από τη θάλασσα το λιμενικό».
Παρακαλώντας για ένα κρεβάτι
Το ξημέρωμα της 4ης Οκτωβρίου 2019, η Ακίσι πέρναγε την πόρτα του Κέντρου Υποδοχής και Ταυτοποίησης στην Κω. Οι υπεύθυνοι της έδειξαν το μέρος και της είπαν πως μπορεί να κοιμηθεί ή αν έχει χρήματα και θέλει, να βρει ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στο νησί. Εκείνη, δεν είχε τίποτα άλλο εκτός από τα ρούχα που φορούσε, θεώρησε όμως πως πλέον είχε βρει ένα χώρο για να κοιμάται.
«Πήγα εκεί που ήταν οι Αφρικανοί στο camp και ρώτησα κάποιον από αυτούς πού μπορώ να κοιμηθώ. Μου είπε πως πρέπει να του πληρώσω 30 ευρώ. Εγώ νόμιζα ότι δεν χρειάζονται χρήματα για να κοιμηθούμε. Δεν είχα καθόλου λεφτά. Κάποιοι μου πρότειναν να πάω μαζί τους σε μια σκηνή που είχαν στήσει έξω από το camp, ανάμεσα σε δέντρα. Τη νύχτα μερικές φορές έρχονταν φίδια δίπλα στο κεφάλι μας. Τρελαινόμουν όποτε έμπαιναν στη σκηνή γιατί τα φοβάμαι από μικρή. Όταν ζήτησα βοήθεια από τους υπεύθυνους του camp, μου απάντησαν πως δεν μπορούν να κάνουν κάτι για αυτό. Μου είπαν όμως: “Τα φίδια δεν επιτρέπεται να τα σκοτώσεις. Είναι ελληνικά. Θα πας φυλακή”. Είχα περάσει τόσα στη ζωή μου. Δεν το πίστευα αυτό που άκουσα. Δεν ήθελα να πάω φυλακή. Ήθελα μόνο να βρω κάπου να κοιμηθώ ήρεμη».
Λίγες ημέρες αργότερα, ένας Νιγηριανός της υποσχέθηκε πως μπορεί να της βρει δουλειά. «Μου είπε πως ένας φίλος του χρειαζόταν μια γυναίκα να δουλεύει πέντε ημέρες την εβδομάδα και να την πληρώνει. Του είπα ότι θέλω να δουλέψω για να βγάλω λεφτά. Με έβγαλε φωτογραφία με το κινητό του και μου είπε πως όταν είναι όλα έτοιμα θα με ειδοποιήσει. Τρεις ημέρες αργότερα ήρθε και με βρήκε. Μου είπε: “Απόψε θα πάμε να δούμε το αφεντικό. Θα δει εσένα και άλλες δύο γυναίκες”. Μας πήρε και τις τρεις και πήγαμε στο καράβι. Αφού έδειξε κάποια χαρτιά στην πόρτα του καραβιού, περάσαμε χωρίς να μας ελέγξουν. Έτσι φτάσαμε στον Πειραιά».
Για δεύτερη φορά θύμα trafficking
Από το λιμάνι του Πειραιά, οι τρεις γυναίκες και ο Νιγηριανός άνδρας πήραν ταξί και πήγαν σε ένα σπίτι. Όπως θυμάται η Ακίσι,η απόσταση που διένυσαν δεν ήταν μεγάλη. Εκεί τους περίμεναν τρεις λευκοί άνδρες, που η ίδια δεν μπορεί να προσδιορίσει αν ήταν Έλληνες ή όχι. «Μέσα βρίσκονταν γυναίκες από το Καμερούν, την Ουγκάντα, τη Νιγηρία. Κατάλαβα ότι συμβαίνει πάλι το ίδιο. Το ίδιο με την Τουρκία. Ήθελαν πάλι να γίνω πόρνη. Άρχισα να φωνάζω και να τους λέω πως δεν θέλω να μείνω εκεί. Ο ένας από αυτούς με χτύπησε. Τον χτύπησα κι εγώ. Γύρισε στους άλλους δίπλα του και έλεγε «Αυτή δεν είναι καλή». Του είπα ότι θα φωνάξω την Αστυνομία. Μου απάντησε πως δεν έχω χαρτιά, αν φωνάξω την αστυνομία θα πάω φυλακή. “Αν θες να βγάλεις λεφτά κάτσε φρόνιμα όπως οι υπόλοιπες γυναίκες δίπλα σου”, μου είπε».
Η 35χρονη προσπαθούσε να σκαρφιστεί έναν τρόπο να φύγει ξανά από το σπίτι που ήταν παγιδευμένη. Πέρασαν μόλις τρεις ημέρες, όταν έπεισε μια γυναίκα από την Ουγκάντα να την βγάλει με πρόσχημα να αγοράσει ένα φόρεμα καθώς δεν είχε ρούχα. «Ένα πρωί που οι άντρες κοιμόντουσαν, δέχτηκε να βγούμε για λίγο μαζί. Μόλις βρήκα την ευκαιρία άρχισα να τρέχω και της ξέφυγα», θυμάται.
Άλλος ένας βιασμός πριν το καταφύγιο
Στους δρόμους της Αθήνας πλέον, για ακόμη μια φορά σε μια πόλη που δεν γνώριζε κανέναν και με τα υπάρχοντά της να περιορίζονται στα ρούχα που φορούσε, η Ακίσι αναζητούσε ένα σημείο με αφρικανική κοινότητα. Κατέληξε στην πλατεία Αμερικής, όπου για μέρες κοιμόταν στα παγκάκια και μπροστά σε εκκλησίες. «Ένα βράδυ, τον Μάρτιο του 2020, είχα βρει ένα παγκάκι σε μια πλατεία στην Πατησίων. Δεν είχε πολύ φως και πίστευα ότι ήταν καλό σημείο για να κοιμηθώ. Εκεί, ήρθαν πέντε άνδρες, άρχισαν να με γδύνουν και με βίασαν. Με χτύπησαν και μετά έφυγαν. Έκλαιγα μέχρι που ξημέρωσε».
Η Αθήνα, ήταν ήδη στο πρώτο lockdown και η γυναίκα από την Ακτή Ελεφαντοστού προσπαθούσε να βρει τρόπο να πάει σε ένα νοσοκομείο. «Παρακαλούσα όποιον Αφρικανό έβλεπα στον δρόμο. Μια γυναίκα με πήρε στο σπίτι της αλλά μετά από δύο εβδομάδες με έδιωξε γιατί δεν είχα λεφτά να βοηθάω στα έξοδα». Βρήκε την αφρικανική κοινότητα, όπου της έδωσαν ρούχα και ένας από τους άνδρες που ήταν εκεί δέχτηκε να τη φιλοξενήσει. «Κοιμόμουν στον καναπέ για μήνες. Πέρασε καιρός, μου πρότειναν να πάω στους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα, στην Ομόνοια Εκεί έκανα εξετάσεις και μου έδωσαν φάρμακα. Προς το τέλος του 2020, ψάχνοντας στο ίντερνετ βρήκα τη Human Rights 360ο . Αυτοί με βοήθησαν, άκουσαν την ιστορία μου και ανέλαβαν να μου βγάλουν χαρτιά. Πρώτη φορά μετά από χρόνια είδα κάποιους ανθρώπους να μου χαμογελάνε».
Σήμερα, 8 μήνες μετά, η Ακίσι έχει κάνει αίτημα για άσυλο και μένει σε έναν ξενώνα με το πρόγραμμα ESTIA. «Οι πρώτοι άνθρωποι που με βοήθησαν πραγματικά στη ζωή μου ήταν εδώ στην Ελλάδα», λέει η ίδια. Πλέον επόμενος στόχος της είναι να βρει μια δουλειά.
Έχοντας περάσει 19 χρόνια ανάμεσα σε βιασμούς και εκμετάλλευση κάθε είδους, ξέρει, πως δεν μπορεί να πάρει πίσω τη ζωή που ονειρευόταν όταν ήταν μικρή. «Ένιωθα πολύ χαρούμενη μέχρι να αρχίσουν όλα αυτά. Ο πατέρας μου δούλευε σε μια φάρμα και μας έδινε ότι χρειαζόταν. Τώρα είναι νεκρός όπως και η μητέρα και ο αδερφός μου. Τους δολοφόνησαν και δεν μπόρεσα καν να τους μιλήσω από τη μέρα που με πήραν εκείνοι οι άνδρες», λέει. «Θέλω να δουλέψω και να μπορέσω να κάνω μια οικογένεια. Μπορώ να κάνω οποιαδήποτε δουλειά αρκεί κάποιος να μου τη δείξει για λίγο. Έχω αρχίσει να μαθαίνω αγγλικά και ελληνικά. Το μόνο που έχω ανάγκη, είναι να βλέπω ανθρώπους να μου χαμογελάνε. Έχω φαγητό τρεις φορές τη μέρα και ένα δωμάτιο που κοιμάμαι μόνη μου. Θέλω ηρεμία».
Το πραγματικό όνομα της Ακίσι είναι στη διάθεση του News 24/7, ωστόσο για λόγους προστασίας προσωπικών δεδομένων έχει αλλαχτεί. Για τον ίδιο λόγο στις φωτογραφίες δεν εμφανίζεται το πρόσωπό της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου