Δευτέρα 15 Ιουλίου 2019

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Η σκιά του Τσερνόμπιλ

επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά «Τσερνόμπιλ», η «Κ» ξετυλίγει την ιστορία του πυρηνικού ατυχήματος που ακόμη στοιχειώνει την Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο.

Του ΚΩΣΤΑ ΟΝΙΣΕΝΚΟ
ΚΙΕΒΟ. Μου τείνει το ποτήρι γεμάτο με υγρό, το χρώμα του οποίου θυμίζει νερωμένο γάλα. Με κοιτάει απευθείας στα μάτια. «Εδώ έχω βότκα σπιτίσια, τη φτιάχνω εγώ. Μη φανταστείς ότι είναι κάτι φοβερό, αλλά ό,τι έχουμε προσφέρουμε». Πίνω. Αλλάζει το ύφος του.
Ο παππούς που κάθεται απέναντί μου είναι ένας από τους 250 ανθρώπους που επέστρεψαν στη ζώνη αποκλεισμού του Τσερνόμπιλ μετά το πυρηνικό ατύχημα το 1986, σε σύνολο 115.000 κατοίκων που απομάκρυναν οι σοβιετικές αρχές. Οι περισσότεροι είναι ηλικιωμένοι και μένουν στα διάσπαρτα χωριά γύρω από τις πόλεις Τσερνόμπιλ και Πρίπιατ. Τους αποκαλούν «σαμοσιόλι», δηλαδή εκείνοι που επέστρεψαν αυτόβουλα. Οι δύο πόλεις και όλα τα χωριά σε ακτίνα 30 χιλιομέτρων από τον πυρηνικό αντιδραστήρα Νο 4 μέχρι και σήμερα είναι άδεια. Εκτός από τους σαμοσιόλι, μερικές χιλιάδες εργαζόμενοι και τουρίστες πηγαινοέρχονται καθημερινά στο Τσερνόμπιλ. Ολοι τους είναι τα ζωντανά φαντάσματα που θυμίζουν στην Ουκρανία και την ανθρωπότητα ότι η ένδοξη μοίρα του Προμηθέα είναι γεμάτη θυσίες και πόνο.
«Ημασταν παρίες. Το κράτος μάς έδωσε σπίτι, αλλού αλλά δεν μπορέσαμε να στεριώσουμε. Ο κόσμος τότε δεν ήξερε τι είναι η ραδιενέργεια, όσο περισσότερο το ράδιο έλεγε ότι δεν χρειάζεται ανησυχία, τόσο ο κόσμος ανησυχούσε. Ηξεραν ότι το ράδιο λέει μόνο ψέματα. Εμάς μας αποκαλούσαν “τσερνόμπιλτσι” (σ.σ. αυτοί που προέρχονται από το Τσερνόμπιλ) και ήταν συνώνυμο του μιάσματος. Απαγόρευαν στα παιδιά τους να παίζουν με τα δικά μας, δεν μας έδιναν το χέρι τους. Η άγνοια γεννάει φόβο και ο φόβος κακία. Εμείς γυρίσαμε, αυτοί που δεν επέστρεψαν δεν ξέρω αν είναι σε πολύ καλύτερη μοίρα από εμάς. Ελπίζω να είχαν τα παιδιά τους», συνεχίζει να διηγείται, γεμίζοντας ακόμη ένα ποτήρι.

Οταν γύρισαν, οι Αρχές τούς έδιωχναν ξανά και ξανά, μέχρι που τους άφησαν στην ησυχία τους. Και έμειναν εκεί μέχρι σήμερα. Σήμερα, η συνηθισμένη παρέα τους είναι οι Στάλκερ – έτσι αποκαλούνται όσοι μπαίνουν παράνομα στη ζώνη αποκλεισμού και οι επίσημοι ξεναγοί. Για τον παππού που με κερνάει σπιτική βότκα, η επαφή με τους τουρίστες είναι ένα μέσον βιοπορισμού. Οι Στάλκερ πάντα του φέρνουν κάτι σε φαΐ, μπαταρίες, λάμπες, κάποια ρούχα, ενώ οι επίσημοι οδηγοί του αφήνουν λίγα χρήματα για να πει την ιστορία του στους τουρίστες. Λέει την ίδια ιστορία ξανά και ξανά, ξέρει τι θέλουν να ακούσουν. Ενίοτε τους καθίζει στο τραπέζι και τους προτείνει να πιουν παρέα. Αν δεχθούν τη σπιτική βότκα και τα λαχανικά του μπαχτσέ, τους ανοίγει για λίγο την καρδιά του. Εχει έναν κήπο που καλλιεργεί, οικόσιτα ζώα και μια μικρή σύνταξη.

«Ερχονται κάποιοι που μας κοιτάνε λες και είμαστε εξωγήινοι, φοβούνται μέχρι και στην καρέκλα να καθίσουν. Στην αρχή με πονούσε αυτό, αλλά έπειτα συνήθισα. Είδα τόσα και τόσα μετά το 1986. Οι στρατιώτες μάς έδιωχναν, μετά έρχονταν άλλοι και προσπαθούσαν να μας πείσουν να φύγουμε οικειοθελώς. Μετά ήρθαν τα πλιάτσικα, έκλεβαν τα πάντα μέσα από τα σπίτια, ένας Θεός ξέρει σε ποιους τα πούλησαν. Οταν άδειασαν τα σπίτια, έκλεβαν σίδερα και έκοβαν ξύλα. Τώρα δεν έχει πολλά πράγματα να κλέψεις και έρχονται κυρίως τουρίστες. Νέα παιδιά, ευγενικά. Με συμπόνια». Οι σαμοσιόλι δεν θέλουν να γίνουν ατραξιόν. Πολλοί αρνούνται να έχουν επαφές με επισκέπτες. Σήμερα, αυτοί οι επισκέπτες αυξάνονται κατακόρυφα λόγω της βρετανικής τηλεοπτικής σειράς «Τσερνόμπιλ».
Περίπου 71.000 άτομα επισκέφθηκαν πέρυσι την περιοχή, ανάμεσά τους και 81 Ελληνες, μου λέει ο Κιρίλο Γάρνικ, επικεφαλής του τμήματος εισόδου και συνοδείας της ζώνης αποκλεισμού.
Κάθε χρόνο οι επισκέπτες αυξάνονται κατά 15%-20%, αν και φέτος η αύξηση αναμένεται μεγαλύτερη λόγω της τηλεοπτικής σειράς του HBO. «Ακόμη δεν έχει φανεί στα στατιστικά, όμως προβλέπεται να είναι μεγάλη», σημειώνει ο Γάρνικ. «Η σειρά είχε ορισμένες ανακρίβειες, αλλά κατά βάση περιγράφει τα γεγονότα έτσι όπως τα έχω διαβάσει στα βιβλία», σχολιάζει ο Κιρίλ Στεπανέτς, Στάλκερ, που πηγαίνει παράνομα στη ζώνη αποκλεισμού. Ο Στεπανέτς και τα άλλα άτομα που μίλησα στο Τσερνόμπιλ είναι ιδιαίτερα χαρούμενοι με την τεράστια επιτυχία της σειράς.
Εκείνο που οι ίδιοι για χρόνια προσπαθούν να εξηγήσουν στους επισκέπτες της ζώνης αποκλεισμού, μια τηλεοπτική σειρά τούς εξήγησε μέσα σε λιγότερο από πέντε ώρες. «Ελπίζουμε όλο και περισσότεροι άνθρωποι να έρχονται για να δουν ένα ζωντανό κομμάτι της ανθρώπινης ιστορίας και όχι απλώς για να βγάλουν μια σέλφι», συμπληρώνει ο Στεπανέτς.

Όσα μου είπαν οι πρωταγωνιστές

Του ΤΑΣΟΥ ΤΕΛΛΟΓΛΟΥ
Πήγα στο Τσερνόμπιλ τον Απρίλιο του 2006. Ηταν μια αποστολή που είχε οργανώσει για την εκπομπή «Φάκελοι» η Greenpeace της Ρωσίας. Την Ουκρανία τη γνώριζα, την είχα επισκεφθεί δύο φορές κατά τη διάρκεια της «πορτοκαλί επανάστασης», αλλά το ταξίδι αυτό ήταν διαφορετικό. Αφορμή ήταν τα 20 χρόνια από το πυρηνικό ατύχημα τον Απρίλιο του 1986. Κοιτάζω τις σημειώσεις από την αποστολή, είναι μαζεμένες σε δύο μαύρα σημειωματάρια. Στο εξώφυλλο, έχω γράψει με μολύβι «Τσερνόμπιλ Ι» και «Τσερνόμπιλ ΙΙ».
Θα αρχίσω όμως ανάποδα. Από την τελευταία συνάντηση που είχα στη διάρκεια του ταξιδιού...
Ο Ιβάν Ζαχάροβιτς Κερίμοφ με υποδέχεται σε αναπηρικό αμαξίδιο. Το πρόσωπο είναι χαραγμένο από την πάρεση και με δυσκολία μιλάει, με τη βοήθεια ενός μηχανήματος που είναι στερεωμένο στο ύψος του θυροειδούς του. Δούλευε πριν από το ατύχημα για το specposta, μου λέει. Τι είναι το specposta; τον ρωτάω. «Το ειδικό κομματικό ταχυδρομείο για την ευαίσθητη αλληλογραφία ανάμεσα στην τοπική κομματική ηγεσία και στη Μόσχα», μου απάντησε. Και έπειτα: «Ολοι αντιλαμβανόμασταν μετά την έκρηξη ότι κάτι άλλαζε στον οργανισμό μας. Η θερμοκρασία στην ατμόσφαιρα επί πέντε συνεχόμενες ημέρες ήταν 30 βαθμοί, τα σύννεφα έμοιαζαν να κρέμονται χαμηλότερα και είχαμε όλοι ροζ πρόσωπα... Οι εθελοντές έρχονταν από ολόκληρη τη Σοβιετική Ενωση.
Στην αρχή δεν φορούσαν ειδικά ρούχα, τους τα έδωσαν ύστερα από ένα διήμερο. Τα σχολεία σταμάτησαν στις 26 Μαΐου, η παρέλαση της Πρωτομαγιάς του 1986 στο Κίεβο και αλλού έγινε κανονικά, με εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους στον δρόμο εκτεθειμένους στη ραδιενέργεια.
Τον Λιγκατσόφ –τον αντιπρόεδρο της επιτροπής ατομικής ενέργειας της ΕΣΣΔ (που παίζει κεντρικό ρόλο στη σειρά του HBO)– τον γνώρισε σχεδόν αμέσως. «Γι’ αυτό γνώριζα και το μέγεθος της καταστροφής». Ο αντιδραστήρας RBMK που καταστράφηκε ήταν ένας αντιδραστήρας νερού που δεν είχε “γραμμή άμυνας” σε περίπτωση ατυχήματος, «αυτό ήταν το πρόβλημά του. Οταν ρωτούσα τον Λιγκατσόφ πώς θα καθαρίσουμε τη ραδιενεργό μόλυνση, μου έλεγε “με τις οδοντόβουρτσες”».
Ο Kερίμοφ ουδέποτε είχε αρρωστήσει πριν από το ατύχημα. Του έγινε μεταμόσχευση στον μυελό των οστών, αλλά αργότερα μου είπε ότι αρρώστησε με πολύποδα, ενώ ραδιονουκλίδια κατέστρεψαν το κεντρικό νευρικό του σύστημα μία δεκαετία μετά το ατύχημα. Ομως ο γιατρός που τον «κούραρε» στη Μόσχα, ο Αμερικανός Ρόμπερτ Γκέιλ, λέει ότι εκτός από τα 31 αρχικά θύματα που πέθαναν από την έκρηξη, οι υπόλοιποι κατάφεραν να ξεπεράσουν τις συνέπειες της ακτινοβολίας. Ο Γκέιλ κατηγορεί επίσης τους συντελεστές της σειράς του HBO πως «σπέρνουν τον πανικό» (Top UCLA Doctor Denounces HBO’s «Chernobyl» As Wrong And «Dangerous», www.forbes.com). Από εκείνους που «κούραρε» πολλοί γλίτωσαν. Αλλά μήπως ο Κερίμοφ δεν είναι ένας από αυτούς τελικώς;

Καθώς διάβαζα τις παρατηρήσεις του Γκέιλ σκεφτόμουν τον Κερίμοφ, που με αποχαιρέτησε κλαίγοντας. Μπορούσα να ελέγξω όσα μου είχε πει ο ειδικός ταχυδρόμος (πάντως, ο Γκέιλ μετέφερε αμέσως την οικογένειά του στο Κίεβο μετά την άφιξή του στην ΕΣΣΔ –τον είχε καλέσει ο Γκορμπατσόφ– για να δείξει στον ντόπιο πληθυσμό ότι δεν πρέπει να φοβάται).
Στο Κίεβο συναντήθηκα με τον μηχανικό και κατασκευαστή της σαρκοφάγου (τσιμεντένιο περίβλημα) του αντιδραστήρα 4. Ο Βολοντίμιρ Ουσάτενκο, που είχε εκλεγεί βουλευτής μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, είχε αποφοιτήσει από το Πολυτεχνείο στο Χάρκοβο. Οταν έμαθε ότι είχε γίνει το ατύχημα έφθασε στο Τσερνόμπιλ και επιχείρησε με συναδέλφους του να απομονώσει τον αντιδραστήρα 3 από τον αντιδραστήρα 4.
«Οταν υπήρχε έντονη ακτινοβολία Γ αισθανόμασταν ναυτία, ο μεταβολισμός μας έδειχνε σημάδια επιτάχυνσης, οι περισσότεροι όμως από τους συναδέλφους μου που ζουν στο Κίεβο αρρώστησαν από άλλες αιτίες... Το ατύχημα ήταν πυρηνική έκρηξη, το ξέραμε από την πρώτη στιγμή αλλά δεν το λέγαμε. Ο αντιδραστήρας βγήκε εκτός ελέγχου, είχαμε κατασκευάσει ένα σύστημα με το οποίο χάσαμε τον έλεγχό του. Αυτό που δεν είπαμε ποτέ είναι ότι τον χάσαμε στη διάρκεια ενός πειράματος που είχε αποτύχει άλλες δύο φορές πιο πριν.
Το ραδιενεργό καύσιμο εξαερώθηκε σε μια απόσταση 13 χιλιομέτρων και απλώθηκε οριζόντια και κάθετα, όμως ο μηχανισμός της επίδρασης στον ανθρώπινο οργανισμό ήταν διαφορετικός από εκείνον στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι. Ο μηχανισμός της διαμόρφωσης της δόσης ήταν άλλος και οι περισσότερες έρευνες –και του δόκτορος Γκέιλ– προσέκρουσαν σε αυτόν τον «τοίχο της άγνοιας...».
Ο Ουσάτενκο λέει ότι μόνο από τη ραδιενεργό σκόνη υπήρχε προστασία. «Για την ακτινοβολία Γ χρειάζονταν στολές πάχους... δύο μέτρων. Για τα μέλη της ομάδας μου πίστευα ότι θα πεθαίναμε πιο γρήγορα, όμως τα καταφέραμε και ζούμε ακόμη παρόλο που αισθανόμασταν την ακτινοβολία στο δέρμα μας, ακόμη και στο στόμα μας – πόση “φάγαμε” δεν γνωρίζω... Ξέρω 50 ανθρώπους που οι γιατροί τούς είπαν ότι θα πάθουν καρκίνο αλλά πέθαναν τελικά από κίρρωση του ήπατος».
«Αν με ρωτήσετε τι καλό έκανε το Τσερνόμπιλ, θα σας πω ότι μάθαμε να μιλάμε ανοιχτά, να μην ανεχόμαστε μετά το ατύχημα αυτό που λέγαμε “συμβατικές αλήθειες”, έναν ευφημισμό για το ψέμα, το επίσημο και το ανεπίσημο ψέμα. Εγώ προσωπικά άρχισα να λέω τι σκέφτομαι. Το πρόβλημα με τις παλιές ελίτ ήταν ότι δεν ήξεραν τι έκαναν και ότι αποφάσιζαν για πράγματα εξαιρετικά πολύπλοκα χωρίς γνώση...».
Ο Γιούρι Αντρέεφ ήταν 55 χρόνων όταν τον συνάντησα για μία ώρα σε ένα παγκάκι της κεντρικής πλατείας Κρεσάτικ στο Κίεβο. Mιλήσαμε για τη δουλειά του στους αντιδραστήρες, που κινδύνευαν εξαιτίας της υπερθέρμανσης του νερού να εκραγούν και αυτοί.
«Οταν έγινε η έκρηξη κοιμόμουν στο Πρίπιατ, 1.800 μέτρα απόσταση από τον πυρηνικό σταθμό. Δούλευα στη βάρδια που τελείωνε τα μεσάνυχτα και είχα πέσει να κοιμηθώ, όταν λίγη ώρα μετά με ξύπνησε η γυναίκα μου και μου είπε πως είχε γίνει ατύχημα. Πήγα στον σταθμό και είδα μια τρύπα πάνω από τον αντιδραστήρα 4. Το νερό διέρρεε από τον 4ο αντιδραστήρα στον 2ο, ενώ είχε καταρρεύσει το εφεδρικό σύστημα που έψυχε τον 2ο αντιδραστήρα σε περίπτωση υπερθέρμανσης.»
«Πώς μπορούσαμε να σταματήσουμε την επόμενη έκρηξη; (Σ.σ. κεντρικό θέμα του δεύτερου επεισοδίου της σειράς του HBO.) Μπήκαμε μέσα στο νερό με το κεφάλι, για να φτάσουμε μια ώρα αρχύτερα στην παροχή του συστήματος νερού. Κλείσαμε το σύστημα παροχής και έτσι το νερό σταμάτησε να τρέχει και συνεπώς να διαρρέει. Υστερα από μερικές εβδομάδες άρχισαν να μου πέφτουν τα μαλλιά. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ περισσότερο από 15 λεπτά. Ξυπνούσα κάθε φορά που έβλεπα στον ύπνο μου ότι δεν μπορούσα να κλείσω την παροχή του νερού. Αρχισα να πίνω βότκα για να κοιμηθώ».
Ο Αντρέεφ λέει ότι το ατύχημα ήταν αναπόφευκτο. «Απελευθερώθηκε μια μεγάλη ποσότητα ραδιονουκλιδίων. Αυτά που ζουν πολύ είχαν ακτινοβολία 150 εκατομμυρίων Κιουρί, αυτά που ζουν λίγο και μοιάζουν με τις ατομικές βόμβες έχουν ακτινοβολία 4 δισ. Κιουρί. Οι συνέπειες για την υγεία μας, πάντως, είναι λιγότερο σημαντικές από εκείνες που περιγράφουν οι συνοδοί σας» (σ.σ. του είχα πει ότι πήγα στην Ουκρανία με πρόσκληση της Greenpeace).
O Αντρέεφ όπως και ο Ουσάτενκο είναι μηχανικοί. Δεν αρρώστησαν. Στη σειρά του HBO γίνεται λόγος για τους τρεις πρώτους «δύτες» στα νερά του αντιδραστήρα 4. Οι δύο από τους τρεις ζουν ακόμη σήμερα.

Πόση ακτινοβολία δεχτήκαμε;

Της ΤΑΣΟΥΛΑΣ ΕΠΤΑΚΟΙΛΗ
Στις 16 Ιουλίου 1945 οι ΗΠΑ πραγματοποίησαν την πρώτη πυρηνική δοκιμή στην Ιστορία. Η τελευταία έγινε από την Κίνα, το 1980. «Στο χώμα της Ευρώπης –και της Ελλάδας– υπάρχει ακόμα ραδιενεργό ισότοπο του καισίου (καίσιο-137) από το Τσερνόμπιλ. Οι ποσότητες, όμως, είναι τέτοιες που δεν απειλούν την υγεία μας. Οι δοκιμές πυρηνικών όπλων έχουν συνολικά απελευθερώσει στην ατμόσφαιρα της Γης ποσότητες ιωδίου-131 και καισίου-137 τετρακόσιες και δέκα φορές μεγαλύτερες, αντίστοιχα, από όσες απελευθερώθηκαν στο ατύχημα του 1986», λέει ο Τζων Καλέφ-Εζρά, καθηγητής Ιατρικής Φυσικής στο Ιατρικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Τι συμβαίνει σε ανθρώπους που το σώμα τους απορροφάει μεγάλη ποσότητα ενέργειας λόγω έκθεσής τους σε ιοντίζουσες ακτινοβολίες; «Στον αιμοποιητικό μυελό των οστών τους ενδέχεται να προκληθεί αιμοποιητικό σύνδρομο, με συνέπεια την αδυναμία παραγωγής ικανής ποσότητας κυττάρων του αίματος – βλάβη που μπορεί να οδηγήσει στον θάνατο σε διάστημα δύο μηνών. Σε μεγαλύτερες ποσότητες ακτινοβολίας προκαλούνται βλάβες στους πνεύμονες και στο γαστρεντερικό σύστημα, συχνά θανατηφόρες ή στο νευρικό σύστημα, επίσης μοιραίες», εξηγεί ο κ. Καλέφ-Εζρά.
Στο Τσερνόμπιλ σύνδρομα αυτών των τριών κατηγοριών εμφανίστηκαν μόνο σε όσους βρέθηκαν την πρώτη ημέρα κοντά στη μονάδα 4 του σταθμού ηλεκτροπαραγωγής. Σε ορισμένους, οι άμεσες ακτινικές βλάβες συνδυάστηκαν με σοβαρές βλάβες στο δέρμα τους, κυρίως λόγω ακτινοβόλησής του με ακτινοβολία βήτα. Η συνύπαρξη αιμοποιητικού συνδρόμου και δερματικών βλαβών συνέβαλε στην αποτυχία των μεταμοσχεύσεων μυελού των οστών που έγιναν σε κάποιους από αυτούς από τον Αμερικανό ειδικό Ρόμπερτ Γκέιλ – το ανοσοποιητικό τους σύστημα ήταν πολύ εξασθενημένο.
«Αμεσα μετακτινικά συμπτώματα εμφανίστηκαν σε 134 πυροσβέστες και διασώστες που εισήλθαν στον χώρο του ατυχήματος το πρώτο 24ωρο. Οι 28 πέθαναν μέσα σε εκατό μέρες. Αλλοι δύο, που σκοτώθηκαν όταν τους καταπλάκωσε μέρος του κτιρίου, θα είχαν πιθανότατα το ίδιο τέλος. Η υγεία των υπολοίπων μελετάται έκτοτε ενδελεχώς: εμφάνισαν κυρίως αυξημένη συχνότητα καταρράκτη, που αποδίδεται στην ακτινοβόληση των ματιών τους. Μελέτες γίνονται σε βάθος χρόνου για τις επιπτώσεις στην υγεία, σωματική και ψυχική, και των 620.000 ατόμων που μπήκαν στο πυρηνικό εργοστάσιο ώς και το 1990, για να εκτελέσουν διάφορες εργασίες (για περιορισμένο χρόνο, ώστε οι δόσεις ακτινοβολίας που θα δέχονταν να μη θέσουν σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή τους). Τα αποτελέσματα των συγκεκριμένων μελετών μέχρι σήμερα παραμένουν αντικρουόμενα».
Το ατύχημα έγινε στις 26 Απριλίου 1986. Την επόμενη μέρα, σχεδόν 50.000 κάτοικοι των γύρω περιοχών εγκατέλειψαν με οργανωμένο τρόπο τα σπίτια τους. Μέχρι τον Σεπτέμβριο είχαν μετακινηθεί άλλοι 66.700 και μέσα σε έναν χρόνο επιπλέον 220.000 άνθρωποι από περιοχές στις οποίες βρέθηκε υψηλή εναπόθεση ραδιενεργών υλικών. «Και σε αυτούς που αναγκάστηκαν να αφήσουν τις εστίες τους έγιναν πολλές ιατρικές μελέτες. Με εξαίρεση τα ψυχικά προβλήματα που προκάλεσε αυτή η περιπέτεια σε ορισμένους –ο ξεριζωμός από τον τόπο τους και ο φόβος για το μέλλον–, δεν έχει τεκμηριωθεί επιστημονικά η πρόκληση άλλων προβλημάτων στην υγεία τους».
Και στην Ελλάδα; Πόσο μας επηρέασε το Τσερνόμπιλ; «Κάθε άνθρωπος δέχεται ετησίως μια ποσότητα φυσικής ακτινοβολίας, που διαφέρει από περιοχή σε περιοχή – μεταξύ άλλων ανάλογα με τα πετρώματα του εδάφους και τα υλικά από τα οποία είναι φτιαγμένα τα σπίτια μας. Η εισπνοή των θυγατρικών του αέριου ραδόνιο-222 που βρίσκεται στο εσωτερικό των κτιρίων είναι ο σημαντικότερος παράγοντας ακτινοβόλησής μας από πηγές φυσικής προέλευσης – από τις οποίες ο μέσος Ελληνας επιβαρύνεται με 2,7 μονάδες ενεργής δόσης (μιλισίβερτ) κάθε χρόνο. Σύμφωνα με τις μετρήσεις και τους υπολογισμούς του εργαστηρίου μας, η ποσότητα που θα έχει δεχθεί ο μέσος Ελληνας που ζούσε στη χώρα τον Απρίλιο του 1986 τα πρώτα πενήντα χρόνια μετά το ατύχημα, δηλαδή μέχρι το 2036, θα είναι συνολικά περίπου 1,5 μιλισίβερτ – ποσότητα που αντιστοιχεί στην ακτινοβόλησή του επί μισό χρόνο από το φυσικό περιβάλλον».
Για τον κ. Τζων Καλέφ-Εζρά, σε περίπτωση πυρηνικού ατυχήματος ο πανικός είναι πιο επικίνδυνος από τη ραδιενέργεια – για όσους δεν βρεθούν στον χώρο του ατυχήματος ή πολύ κοντά σε αυτόν. «Λόγω του εντελώς αδικαιολόγητου και επιστημονικά αβάσιμου φόβου για τερατογενέσεις, έγιναν στην Ελλάδα περίπου 2.500 εκτρώσεις μετά το ατύχημα, δηλαδή τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1986. Αυτό τεκμηριώνεται και από την κατά 23% μείωση στις γεννήσεις τον Ιανουάριο του 1987. Αυτά τα 2.500 παιδιά που δεν γεννήθηκαν είναι τα αληθινά θύματα του Τσερνόμπιλ στη χώρα μας».

Το τηλεοπτικό φαινόμενο

Του ΝΙΚΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ
Ανθρώπινα πρόσωπα που αποσυντίθενται βασανιστικά, νεογέννητα μωρά που πεθαίνουν μόλις τέσσερις ημέρες μετά τη γέννησή τους, δένδρα που λικνίζονται στον αέρα απλώνοντας τριγύρω τους αόρατους, ραδιενεργούς σπόρους του θανάτου. Οι εικόνες της νέας σειράς «Τσερνόμπιλ» του HBO σε καμία περίπτωση δεν φέρνουν στον νου την αναμενόμενη ψυχαγωγία που θα επέλεγε να παρακολουθήσει κανείς από το κρεβάτι του τις ζεστές νύχτες του καλοκαιριού. Παρ’ όλα αυτά, δεν χωρά αμφιβολία πως σε λιγότερο από ένα μήνα από την κυκλοφορία της, η σειρά του Κρεγκ Μάζιν που αναπαριστά με βλοσυρό τρόπο το καταστροφικό πυρηνικό ατύχημα του 1986, κατάφερε να εκτοξευθεί στο πάνθεον της δημοσιότητας.
Μερικοί αριθμοί αρκούν για να αποτυπώσουν το μέγεθος της επιτυχίας του «Τσερνόμπιλ». Ενα σύνολο 6 εκατ. τηλεθεατών συντονίστηκε κάθε Δευτέρα του Μαΐου στην πλατφόρμα του HBO για να παρακολουθήσει τη σοκαριστική σειρά – μέγεθος το οποίο σύμφωνα με μερικές εκτιμήσεις αποτελεί την υψηλότερη τηλεθέαση σειράς στην ιστορία της αμερικανικής τηλεόρασης. Το θέμα «Τσερνόμπιλ» βρέθηκε ανάμεσα στις κορυφαίες τάσεις του Twitter για τρεις συνεχόμενες εβδομάδες, με αναρτήσεις που κυμάνθηκαν από διθυραμβικά σχόλια μέχρι παράπονα των τηλεθεατών πως τα όνειρά τους στοιχειώνουν καθημερινά σενάρια πυρηνικής καταστροφής.
Ισως η πιο περίτρανη απόδειξη της δημοφιλίας της σειράς, ωστόσο, ήταν οι άνευ προηγουμένου υψηλές βαθμολογίες που έλαβε από το κοινό στην ιστοσελίδα του IMDB. Το «Τσερνόμπιλ» αξιολογήθηκε με τη βαθμολογία-ρεκόρ των 9,6 αστέρων από 200.000 χρήστες της πλατφόρμας, εκθρονίζοντας υπερδημοφιλείς σειρές όπως το «Game of Thrones» και το «Breaking Bad» και ανεβαίνοντας στην κορυφή της λίστας των πιο αγαπημένων σειρών στην ιστορία.
Παρότι τα νούμερα αυτά είναι από μόνα τους εντυπωσιακά, η απήχηση της σειράς αποκτά ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον αν αναλογιστεί κανείς τη βαριά και πολύπλοκη θεματική του. Το «Τσερνόμπιλ» ισορροπεί ανάμεσα στη φόρμα του δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ και του ιστορικού δράματος, και ξετυλίγει την ιστορία της μαζικής έκρηξης του πυρηνικού σταθμού στο Πριπιάτ της Ουκρανίας με μία σειρά από ωμές ανθρώπινες ιστορίες που φανερώνουν την παράλυση και την αποποίηση των ευθυνών του σοβιετικού καθεστώτος. «Τα ντοκιμαντέρ και οι ιστορικές σειρές σπάνια καταφέρνουν να κονταροχτυπηθούν με την ελαφρά ψυχαγωγία όσον αφορά τη δημοφιλία» αναφέρει σε κείμενό του ο Economist, προσθέτοντας πως ακόμη και σειρές με εκλαϊκευμένες θεματικές όπως η ζωή της Βασίλισσας Ελισάβετ και η θυελλώδης δίκη τού Ο. Τζ. Σίμπσον δεν κατάφεραν ποτέ να βρεθούν στις πρώτες θέσεις της τηλεθέασης. Κατ’ επέκταση προκύπτει ένα εύλογο ερώτημα: πώς κατάφερε το «Τσερνόμπιλ» να τοποθετηθεί στην κορυφή της τηλεοπτικής δημοφιλίας;
Μια εκδοχή είναι το φαινόμενο που διέκρινε τη δεκαετία του ’90 ο διακεκριμένος ψυχολόγος Πολ Ρόζιν, βαφτίζοντάς το «καλοήθη μαζοχισμό». Η λογική τής θεωρίας είναι απλή: σύμφωνα με τον καθηγητή, ο άνθρωπος απολαμβάνει εκ φύσεως καταστάσεις στις οποίες το σώμα πιστεύει πως βρίσκεται σε κίνδυνο, όμως ο εγκέφαλος γνωρίζει πως στην πραγματικότητα είναι ασφαλής. «Η συνειδητοποίηση πως το σώμα έχει ξεγελαστεί και πως δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος οδηγεί σε μια μοναδική ευχαρίστηση που προέρχεται από την κυριαρχία του ανθρώπινου νου» ισχυρίζεται ο Ρόζιν, υποστηρίζοντας πως ο καλοήθης μαζοχισμός εξηγεί φαινόμενα όπως την αγάπη για τα rollercoaster και τον φανατισμό για τις ταινίες τρόμου. Σύμφωνα με τη θεωρία, λοιπόν, ένα κομμάτι της δημοφιλίας της σειράς έγκειται στη γνωστική ασυμφωνία της: ο θεατής ανατριχιάζει παρακολουθώντας το νέφος του ραδιενεργού καπνού να εξαπλώνεται, ωστόσο γνωρίζει πως ο ίδιος επιβίωσε από την πυρηνική καταστροφή και έτσι απολαμβάνει το αίσθημα της φρίκης.
Ο καλοήθης μαζοχισμός του «Τσερνόμπιλ» δεν θα αρκούσε ως μοναδικός παράγοντας της εκθετικής του επιτυχίας αν δεν αποτύπωνε επιτυχώς και ένα κομμάτι του σύγχρονου zeitgeist. Τη χρονιά που η υπερθέρμανση του πλανήτη και η κλιματική αλλαγή αναδείχθηκαν ως παγκόσμιες προτεραιότητες, και που η νεαρή ακτιβίστρια του περιβάλλοντος Γκρέτα Τούνμπεργκ είναι το απόλυτο φαβορί για το βραβείο του Νομπέλ Ειρήνης, δεν προκαλεί εντύπωση που μια σειρά για τη σημασία της αντικειμενικότητας της επιστήμης και της ηθικής της απήλαυσε τέτοια απήχηση.
«Δεν θα περίμενα ποτέ πως το “Τσερνόμπιλ” θα γινόταν τέτοιο φαινόμενο, και μάλιστα νομίζω πως δεν το περίμενε ούτε το HBO, καθώς αποφάσισε να το προβάλει τις Δευτέρες και όχι κάποια πιο ιδανική μέρα όπως η Κυριακή», δηλώνει στην «Κ» η κριτικός τηλεόρασης του περιοδικού ΤΙΜΕ, Τζούντι Μπέρμαν. «Ωστόσο, νομίζω πως τελικά υποτίμησα τι παλμό έχει μια ιστορία για την καταστροφική άγνοια, την αμέλεια και τον εγωισμό μιας κυβέρνησης εν έτει 2019», συμπληρώνει. «Εν μέσω της καταστροφικής κλιματικής αλλαγής και της ανόδου του αυταρχισμού, τι πιο επίκαιρο από την ιδέα πως οι ηγέτες ενός έθνους δεν έχουν τα συμφέροντα των πολιτών στην καρδιά τους», καταλήγει.
Παρά τους σαφείς παραλληλισμούς με την πρόκληση της κλιματικής αλλαγής, υπάρχει ταυτόχρονα και κάτι το νεφελώδες στο ηθικό μήνυμα της σειράς. Δεν υπάρχει βασικός «κακός» για την πλοκή του «Τσερνόμπιλ» –πέρα ίσως από τη δαιδαλώδη σοβιετική γραφειοκρατία– και ο θεατής είναι ελεύθερος να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα. Τα γεγονότα αποτυπώνονται ωμά και χωρίς ξεκάθαρη καθοδήγηση – κατ’ επέκταση η σειρά συνάντησε ιδιαίτερα θερμή υποδοχή και από τους δύο πόλους ενός ιδιαίτερα τεταμένου πολιτικού κλίματος στις ΗΠΑ. Από τη μία, το συντηρητικό κοινό των Ρεπουμπλικανών που ζει ακόμα υπό τη σκιά του Ψυχρού Πολέμου βρίσκει στη σειρά ένα ηχηρό αφήγημα κατά του σοσιαλισμού. Από την άλλη, οι προοδευτικοί Δημοκρατικοί ελκύονται από το μοτίβο της παραπληροφόρησης και της αμφισβήτησης της αλήθειας, που φέρνει στον νου το σημερινό καθεστώς της χώρας.
«Είναι αδύνατο να παρακολουθήσει κανείς το “Τσερνόμπιλ” χωρίς να σκεφθεί τον Ντόναλντ Τραμπ. Οπως ακριβώς και οι υπεύθυνοι του καταδικασμένου ρωσικού αντιδραστήρα, ο Τραμπ είναι ένας άνθρωπος με μέτρια νοημοσύνη που ωστόσο είναι υπεύθυνος για μια τεράστια δύναμη που καλά καλά δεν καταλαβαίνει», ανέφερε στα κοινωνικά δίκτυα ο Στίβεν Κινγκ σχολιάζοντας τη σειρά-φαινόμενο. Λίγα λεπτά μετά την ανάρτησή του, ο δημιουργός της σειράς, Κρεγκ Μάζιν, του απάντησε: «Σε ευχαριστώ θερμά για την έξυπνη θέαση».
Είτε πρόκειται για έναν καμβά για τις σύγχρονες ανησυχίες μας είτε για ένα δοχείο καλοήθη μαζοχισμού, η δημοσιότητα του «Τσερνόμπιλ» δεν μπορεί να διαχωριστεί από την εποχή στην οποία κυκλοφόρησε. Η πληροφορία ταξιδεύει πλέον υπερβολικά γρήγορα, ο ενθουσιασμός μοιράζεται ασταμάτητα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι τάσεις ενισχύονται τρομακτικά χάρη στους αλγόριθμους. Η νέα σειρά του HBO και η εκθετική της δημοφιλία αφήνουν πίσω μια τεράστια κληρονομιά: μια ολόκληρη γενιά πρωτοέμαθε για μία εκ των σημαντικότερων στιγμών της ανθρώπινης Ιστορίας από την τηλεόραση. Ωστόσο, η δημοφιλία φέρνει την παρερμηνεία και η παρερμηνεία την απλούστευση. Το αποτέλεσμα: χιλιάδες τουρίστες που συρρέουν στο μολυσμένο Πριπιάτ, για να τραβήξουν με τη σειρά τους μία σέλφι από το Τσερνόμπιλ.

Η έκρηξη που διέλυσε την ΕΣΣΔ

Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΣΑΚΝΙΑ
Η τηλεοπτική σειρά των Κρεγκ Μάζιν και Γιόχαν Ρενκ στο κανάλι ΗΒΟ με θέμα το πυρηνικό ατύχημα στο Τσερνόμπιλ το 1986 είχε απροσδόκητη απήχηση παγκοσμίως κι έφερε τη φοβερή καταστροφή στο προσκήνιο. Αυτό ίσως είναι κατ’ αρχάς θετικό για ένα σημαντικό γεγονός, η ιστορία του οποίου δεν έχει ακόμα ακριβώς γραφτεί, όπως παρατηρεί η Μάσα Γκέσεν στο New Yorker. Η Γκέσεν παραπέμπει στη Σβετλάνα Αλεξίεβιτς και συγκεκριμένα στη δήλωση της Λευκορωσίδας δημοσιογράφου και συγγραφέως (Νομπέλ Λογοτεχνίας 2015) πως δεν δυσκολεύτηκε να συλλέξει προφορικές μαρτυρίες για το ατύχημα, καθώς οι άνθρωποι που το έζησαν κατέθεταν αβίαστα και ανεπιτήδευτα την εμπειρία τους, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν καθιερώθηκε ποτέ μια κυρίαρχη αφήγηση, προς την οποία να αισθανθούν, έστω ασυνείδητα, την ανάγκη είτε να ευθυγραμμιστούν είτε να αντιπαρατεθούν.
Σε κάθε περίπτωση, έχουν περάσει 33 χρόνια από το ατύχημα: ικανός χρόνος για να μετατραπεί το βίωμα σε ιστορία, αλλά όχι μόνο· από τις γενιές που δεν έζησαν την καταστροφή, το Τσερνόμπιλ μετατρέπεται ταυτόχρονα και σε τουριστική ατραξιόν, σε μνημείο με χαλαρή και θολή σχέση με το ανθρώπινο παρελθόν –βοηθάει σε αυτό η δραματοποιημένη σειρά– και, κάπως έτσι, ανέβηκαν μέχρι και selfies στο Instagram, τραβηγμένες στην «απαγορευμένη ζώνη», γύρω από τον εγκαταλελειμμένο πυρηνικό σταθμό. Ας δούμε, όμως, λίγο την πολιτική διάσταση του Τσερνόμπιλ. Τον Απρίλιο του 2006, στην 20ή επέτειο του ατυχήματος, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ έγραψε ένα άρθρο που ξεκινούσε με μια φοβερή διαπίστωση: «Η έκρηξη στο Τσερνόμπιλ ενδεχομένως ευθύνεται περισσότερο κι από ό,τι η πολιτική μου της περεστρόικας για τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης, πέντε χρόνια αργότερα. Το Τσερνόμπιλ αναδείχθηκε σε κρίσιμη ιστορική καμπή: υπήρχε η περίοδος πριν και η περίοδος μετά την καταστροφή».
Είναι γεγονός ότι το ίδιο το ατύχημα αλλά και η σπασμωδική –και, κυρίως, στρουθοκαμηλική– αντίδραση του κράτους σε αυτό έπληξαν το σοβιετικό καθεστώς καίρια, σε δύο πολύ ευαίσθητα σημεία του. Πρώτον, κλόνισαν την εμπιστοσύνη των πολιτών στην επιστήμη, που ήταν ένα πεδίο εθνικής υπερηφάνειας για τους Σοβιετικούς (ας μην ξεχνάμε πως και η ίδια η ιδεολογία του μαρξισμού-λενινισμού θεωρείτο επιστήμη και διδασκόταν ως τέτοια στα πανεπιστήμια). Δεύτερον, υπονόμευσαν το αίσθημα της ασφάλειας – μία από τις ελάχιστες πραγματικές παροχές του σοβιετικού κράτους προς τους πολίτες του.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’40, η ΕΣΣΔ ήταν η χώρα που έβγαινε λαβωμένη από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο· είχε πληρώσει βαρύτατο τίμημα αλλά και είχε συμβάλει καίρια στην ήττα του ναζισμού, γεγονός που της έδινε ένα αδιαμφισβήτητο ηθικό πλεονέκτημα παγκοσμίως, ιδίως δε μεταξύ των ευρωπαϊκών λαών. Ακολούθησε η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου· η μέχρι πρότινος οπισθοδρομική αγροτική χώρα ήταν τώρα μία από τις δύο υπερδυνάμεις που ρύθμιζαν τις τύχες του κόσμου.
Η πολιτική της ύφεσης τα τέλη της δεκαετίας του ’60 δημιούργησε το πολιτικό περιθώριο για την «μπρεζνιεφική ακινησία», την οποία συνέχισαν οι Τσερνιένκο και Αντρόποφ. Τη δεκαετία του ’80, όμως, η ΕΣΣΔ βρέθηκε αντιμέτωπη με την εγκατάλειψη της ύφεσης από την κυβέρνηση Ρέιγκαν και με ένα σημαντικό κίνημα αμφισβήτησης στο εσωτερικό της, με κύριο αίτημα τον σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη. Ο ανταγωνισμός για την εξερεύνηση του Διαστήματος και, κυρίως, για τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς γονάτισε την ούτως ή άλλως προβληματική οικονομία της.
Στην ηγεσία του κόμματος και της χώρας βρίσκονταν ηγέτες ηλικιωμένοι και κουρασμένοι, κυριολεκτικά και μεταφορικά, που έκαναν πως δεν έβλεπαν το αδιέξοδο στο βάθος. Το καθεστώς, απαλλαγμένο από τη σταλινική βαρβαρότητα αλλά ακόμη ολοκληρωτικό, όλο και πιο καχύποπτο και μυστικοπαθές σε έναν κόσμο όπου η τεχνολογία εξελισσόταν ραγδαία και δορυφόροι αντικαθιστούσαν τα κατασκοπευτικά αεροπλάνα, μετατρεπόταν σε καρικατούρα του εαυτού του, συμπαρασύροντας την αχανή πολυεθνική χώρα. Τη δεκαετία του ’80, η ΕΣΣΔ απλώς περίμενε να βουλιάξει. Και όντως βούλιαξε, παρά την απονενοημένη προσπάθεια του Γκορμπατσόφ να την αλλάξει.
Φαίνεται, λοιπόν, πως ήταν όντως καίριος ο ρόλος που έπαιξε το ατύχημα του Τσερνόμπιλ για την κατάρρευση της ΕΣΣΔ την εποχή που ξεκινούσαν η «περεστρόικα» και η «γκλάσνοστ», ακριβώς επειδή έσκισε βίαια το πέπλο και κατέδειξε το αδιέξοδο, σε όλο τον κόσμο αλλά και (κυρίως) στην ίδια την ΕΣΣΔ: «Η καταστροφή του Τσερνόμπιλ πάνω από όλα δημιούργησε τη δυνατότητα για μια πολύ μεγαλύτερη ελευθερία της έκφρασης, σε τέτοιο βαθμό που το σύστημα όπως το ξέραμε δεν μπορούσε πλέον να εξακολουθεί να υπάρχει», διαπίστωνε ο Γκορμπατσόφ στο προαναφερθέν άρθρο του.
Η ελευθερία της έκφρασης, ωστόσο, ήταν το πεδίο στο οποίο έδιναν τη μάχη των δικαιωμάτων ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 ορισμένοι θαρραλέοι διανοούμενοι, καλλιτέχνες και επιστήμονες. Ταυτόχρονα, διεκδικούσε ελευθερία λόγου και έκφρασης ένα ασυνείδητο αλλά όλο και πιο μαζικό κίνημα σοβιετικών πολιτών, οι οποίοι, όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, έλεγαν ανέκδοτα.
Τα αντικαθεστωτικά ανέκδοτα, σταθερό χαρακτηριστικό της εβδομηντατετράχρονης σοβιετικής ιστορίας, ακόμα και της σταλινικής περιόδου (όταν μπορούσαν να στοιχίσουν την ελευθερία ή και τη ζωή ενός ανθρώπου), τη δεκαετία του ’80 αποτελούσαν ένα ευρύτατα διαδεδομένο και κυρίαρχο πλέον κοινωνικό φαινόμενο. Οπως είναι φυσικό, το γεγονός του ατυχήματος και κυρίως οι πολιτικές του διαστάσεις στάθηκαν η αιτία για τη δημιουργία πληθώρας ανεκδότων, με χαρακτηριστικά κυνικό, ιερόσυλο και κατάμαυρο σοβιετικό χιούμορ. Σταχυολογούμε μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά.
Στην «Πράβντα» η είδηση για το ατύχημα δημοσιεύθηκε ως εξής: «Χθες βράδυ, ο Πυρηνικός Σταθμός του Τσερνόμπιλ έπιασε το πενταετές πλάνο παραγωγής ενέργειας μέσα σε τέσσερα νανοσεκόντ».
– Πού ζουν οι πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι του κόσμου;
– Στο Τσερνόμπιλ. Κυριολεκτικά λάμπουν.
* * *
Είναι πολύ δύσκολο να μαζέψεις μανιτάρια στο Τσερνόμπιλ. Σκορπάνε όταν ακούν άνθρωπο να πλησιάζει· τρέχουν δε πάρα πολύ γρήγορα.
* * *
– Μπαμπά, είναι αλήθεια πως το 1986 έγινε ατύχημα στο Τσερνόμπιλ;
– Ναι, αγόρι μου, απαντά ο μπαμπάς, χαϊδεύοντας το κεφαλάκι του παιδιού.
– Και είναι αλήθεια ότι δεν είχε καμία συνέπεια;
– Ναι, αγόρι μου, απαντά ο μπαμπάς, χαϊδεύοντας το δεύτερο κεφαλάκι του παιδιού.
* * *
Στο Τσερνόμπιλ φύτρωσε το μεγαλύτερο αγγούρι του κόσμου. Το έστειλαν στο Παρίσι στη Διεθνή Εκθεση· καθ’ οδόν, το αγγούρι έφαγε τους πάντες.
* * *
Η Ουκρανία ανοίγει το Τσερνόμπιλ για τους τουρίστες. Θα είναι σαν την Ντίσνεϊλαντ, με τη μόνη διαφορά ότι τα τρίμετρα ποντίκια θα είναι ζωντανά.
* Ο Γιώργος Τσακνιάς είναι ιστορικός

Αναμνήσεις

Του ΘΑΝΑΣΗ ΤΡΙΑΡΙΔΗ
Εκείνον τον Φεβρουάριο του 2000, σε τρεις διαδοχικές νύχτες που είχα έτσι κι αλλιώς λόγους να μη με πιάνει ύπνος, διάβασα, ολωσδιόλου απρόσμενα, το σημαντικότερο βιβλίο της ζωής μου: «Voices from Chernobyl» ήταν ο (τότε) αγγλικός τίτλος – και συγγραφέας του η απολύτως άγνωστή μου Λευκορωσίδα δημοσιογράφος Σβετλάνα Αλεξίεβιτς.
Οντας μέλος του Συλλόγου Υποστήριξης Ερευνών κατά της Λευχαιμίας και Αλλων Παθήσεων (που ουσιαστικά προσπαθούσε να υποστηρίξει τους λευχαιμικούς ασθενείς που υποβάλλονταν σε μεταμόσχευση μυελού των οστών στην αιματολογική κλινική του νοσοκομείου Παπανικολάου της Θεσσαλονίκης) είχα διαβάσει σε αγγλικές εφημερίδες γι’ αυτό και το είχα παραγγείλει έχοντας στον νου πως μια ενδεχόμενη έκδοσή του στα ελληνικά θα μπορούσε να βοηθήσει στην ευαισθητοποίηση του κοινού γύρω από τα θέματα της παιδικής λευχαιμίας.
Φυσικά, η ανάγνωση του βιβλίου με σάρωσε και, επί της ουσίας, χώρισε τη ζωή μου στα δύο: πριν και μετά αυτήν. Δεν έχω ξαναδιαβάσει βιβλίο που με έκανε κυριολεκτικά να πέσω στα γόνατα κλαίγοντας με σπασμούς. Δεν πιστεύω στον Θεό και σε όλη την ενήλικη ζωή μου γράφω κείμενα ενάντια στις θρησκείες – και όμως, θυμάμαι πως όταν τέλειωσα την αφήγηση της Λουντμίλας Ιγκνατσένκο (την πρώτη από τις εκατό μαρτυρίες του βιβλίου) ένιωσα μέσα σε ασταμάτητα δάκρυα πως ήθελα να προσευχηθώ. Ηθελα, δηλαδή, να ενωθώ με κάτι. Οχι με κάποιον θεό (στον νου μου έστεκε τόσο εξοργιστικά στέρεος – άρα, και εντέλει, πολύ λίγος γι’ αυτό που μόλις είχα διαβάσει). Ηθελα να ενωθώ με τα δάκρυα εκείνης της γυναίκας – με την αδιανόητη ανέλπιδη αγάπη της.
Το βιβλίο «Τσερνόμπιλ, ένα χρονικό του μέλλοντος» (σε μετάφραση του Ορέστη Γεωργιάδη και με πρόλογο δικό μου) βγήκε τον Φεβρουάριο του 2001 πληρωμένο από την ομάδα (σωστότερα: από την παρέα) του ΣΥΠΕΛ, καθώς όλοι οι τότε Ελληνες εκδότες (παρά τη λυσσαλέα προσπάθειά μου) αρνήθηκαν να αναλάβουν την έκδοσή του. Στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης (Πατάκης 2015) γράφω αναλυτικά τις ελληνικές εκδοτικές περιπέτειες του βιβλίου.
Κοντά σε αυτές, ας προσθέσω και την απογοητευτική υποδοχή της πρώτης επίσκεψης της ίδιας της Αλεξίεβιτς στην Ελλάδα (τη φέραμε με δικά μας έξοδα σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα τον Απρίλιο του 2001, ακριβώς με τη συμπλήρωση των δεκαπέντε χρόνων από το έγκλημα του Τσερνόμπιλ). Οι Ελληνες δημοσιογράφοι αρνήθηκαν να της πάρουν οποιαδήποτε συνέντευξη (κι έτσι αναγκάστηκα να επιστρατεύσω φίλους μη δημοσιογράφους προκειμένου να μη νιώσει η Αλεξίεβιτς πως ήρθε άσκοπα στην Ελλάδα), στις δύο συνεντεύξεις Τύπου κουβαλούσαμε συγγενείς για να μη δείχνουν άδειες, οι εφημερίδες αγνόησαν παντελώς την ύπαρξή της. Και επιπλέον, το σημείο του προλόγου όπου ένα «δημοσιογραφικό» (κατά την άποψη των πολλών) βιβλίο χαρακτηριζόταν «όμορο και ανάλογο του «Ημερολογίου» της Αννας Φρανκ και του «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος» του Πρίμο Λέβι», αντιμετωπίστηκε (με χλεύη ή και με αγανάκτηση) ως μια αμετροεπής υπερβολή.
Οταν η Αλεξίεβιτς πήρε το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας το 2015 (για μένα το σημαντικότερο Νομπέλ Λογοτεχνίας από τη βράβευση του Μάρκες, το 1982) ακούστηκαν (σε παγκόσμιο επίπεδο αυτή τη φορά) οι ίδιες περίπου ενστάσεις δυσπιστίας (από ανθρώπους που, κατά το πλείστον, δεν είχαν διαβάσει τα βιβλία της): Πώς είναι δυνατόν, είπαν, να λογαριάζεται ως συγγραφέας λογοτεχνίας κάποιος που συλλέγει και καταγράφει μαρτυρίες τρίτων χωρίς να δημιουργεί ούτε μια δική του λέξη;
Δεν καταλάβαιναν (ή δεν αξιολογούσαν) ότι η Αλεξίεβιτς ουσιαστικά δημιούργησε ένα νέο γραμματολογικό είδος (και επειδή το έχω συζητήσει μαζί της, από το δεύτερο βιβλίο της και μετά το έκανε απολύτως συνειδητά): τη λογοτεχνία της πολυφωνικής μαρτυρίας. Σε αυτήν ο συγγραφέας μοιάζει με ένα συλλέκτη πολύχρωμων χαλικιών ή και ήχων από το φυσικό περιβάλλον. Στη συνέχεια τοποθετεί το συλλεγμένο υλικό του και σχηματίζει ένα ψηφιδωτό ή μια μουσική συμφωνία. Στην περίπτωση του «Τσερνόμπιλ» της Αλεξίεβιτς (και στο μέτρο της αξιολόγησης που μπορώ να κάνω με τα όποια διαβάσματά μου) σχηματίστηκε το πιο σημαντικό βιβλίο των τελευταίων 50 χρόνων και ένα από τα τρία σημαντικότερα βιβλία του μεταπολεμικού κόσμου – μαζί με το «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος» και τα «Εκατό χρόνια μοναξιάς». Γνωρίζω πως αυτό μπορεί να ακουστεί ως μία ακόμη υπερβολή – μα ας αναλάβω την ευθύνη της.
Ωστόσο, η μυστική διάπυρη καρδιά του συγκεκριμένου βιβλίου ξεπερνάει κατά πολύ τις βραβεύσεις ή την κύρωση ενός νέου γραμματολογικού είδους – ή ακόμη και την ίδια τη συζήτηση περί λογοτεχνίας. Το βιβλίο της Αλεξίεβιτς πετυχαίνει στο κέντρο του αυτό που, έτσι κι αλλιώς, γυρεύουν όλα τα βιβλία της: μια κοινότητα απελπισίας προσπαθεί να βρει το νόημα τού να συνεχίσει να υπάρχει. Στο συγκεκριμένο βιβλίο το κακό είναι απρόσωπο, αόρατο και ακαταλόγιστο – άρα η έκκληση για δικαίωση ή και δικαιοσύνη, ή ακόμη και για εκδίκηση, μοιάζει να πέφτει στο κενό. Στον κόσμο μετά το Τσερνόμπιλ ο Θεός ράβει το στόμα του, η Ιστορία βυθίζεται σε νάρκη, η πληγωμένη φύση γίνεται εξακολουθητική απειλή.
Το μόνο που απομένει στους μάρτυρες του βιβλίου είναι τα δάκρυα των ανθρώπων. Τα δάκρυα που ενώνουν τη μουγγή απελπισία τους και την κάνουν αγάπη.
Αυτό είναι περισσότερο από κάθε άλλο το βιβλίο της Αλεξίεβιτς: ένα ευαγγέλιο – δηλαδή ένα βιβλίο που αναγγέλλει ένα καλό νέο. Εν προκειμένω, έχουμε το ευαγγέλιο της ανέλπιδης αγάπης. Μιας αγάπης ανθρώπινης δίχως έναν Σωτήρα-Θεό που θα τη διανέμει, δίχως θρησκείες, δίχως εκκλησίες, δίχως καθαγιασμένα σύμβολα της μεταφυσικής, δίχως κανένα σχήμα σωτηρίας – δηλαδή μεταφυσικής ανταμοιβής. Μέσα στον όλεθρο μιας πραγματωμένης Αποκάλυψης το ολόπικρο βιβλίο της Αλεξίεβιτς αναγγέλλει και αποκαλύπτει με τρόπο ανεπανάληπτο τα δάκρυα των ανθρώπων. Και το ότι μπορούμε να ενωθούμε με αυτά, εδώ και τώρα, μέσα στον πόνο, μέσα στο σκοτάδι, μέσα στο δυσερμήνευτο χάος, δίχως να γυρέψουμε μιαν προσημειωμένη έξοδο, δίχως να παραδοθούμε σε μια φενακισμένη λύτρωση. Οχι πια στο όνομα του Θεού, αλλά στο ασυνήθιστο όνομα της αγάπης.
* Ο κ. Θανάσης Τριαρίδης είναι συγγραφέας
Του ΑΚΗ ΠΑΠΑΝΤΩΝΗ
Πάσχα του 1986: Είμαι 8 ετών, είμαι μαζί με την αδελφή μου στο χωριό, στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς μου, των γονιών του πατέρα μου· οι γονείς μου είναι στην Αθήνα, είναι Μεγάλη Πέμπτη και παίζουμε κρυφτό στη γειτονιά, ο ουρανός γεμάτος σκούρα σύννεφα, το τηλέφωνο στο σπίτι χτυπάει, η γιαγιά το σηκώνει, οι πρώτες ψιχάλες αρχίζουν να πέφτουν, στο τηλέφωνο η μητέρα μου και η φωνή της τρέμει, το τηλέφωνο κλείνει, η αδελφή μου τα φυλάει μαζί με ένα άλλο κοριτσάκι, η γιαγιά βγαίνει στη βεράντα και μας φωνάζει επιτακτικά, εγώ έχω κρυφτεί πίσω από το μεγάλο φορτηγό που είναι παρκαρισμένο στο αδιέξοδο και δεν θέλω να βγω, η γιαγιά επιμένει, η αδελφή μου σταματάει το παιχνίδι, παραξενευμένη που η γιαγιά τής λέει να ανέβει γρήγορα σπίτι από την «καλή» σκάλα, τη σκάλα που μόνο τις Κυριακές και τις γιορτές επιτρεπόταν να πατήσουμε.
Η μητέρα μου είχε πει στη γιαγιά μου πως στις ειδήσεις μιλούσαν για το δυστύχημα στον πυρηνικό σταθμό του Τσερνόμπιλ, πως η βροχή μπορεί να είναι ραδιενεργή, πως πρέπει να μείνουμε σπίτι μέχρι να έρθουν από την Αθήνα να μας πάρουν, πως σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να βγούμε έξω –ούτε καν για τον αυριανό Επιτάφιο– και πως ο παππούς πρέπει να φροντίσει να έχουμε προμήθειες στο σπίτι.
Ολα αυτά που τόσο έντονα θυμάμαι είναι αδύνατον να τα έχω βιώσει με αυτό τον τρόπο: η μητέρα μου ορκίζεται πως ήμασταν στην Αθήνα εκείνο το Πάσχα, η αδελφή μου πως δεν έπαιζα ποτέ κρυφτό μαζί με τα άλλα παιδιά· επιπλέον, δεν θα μπορούσα να κρύβομαι πίσω από το μεγάλο φορτηγό και ταυτόχρονα να κρυφακούω την από τηλεφώνου κουβέντα ανάμεσα στη μητέρα και τη γιαγιά μου. Μνήμη όμως δεν είναι αυτό που έχει συμβεί· μνήμη είναι οι αφηγήσεις με τις οποίες έχουμε επιλέξει να ζούμε. Και εκείνο το δυστύχημα στον πυρηνικό σταθμό «Β. Ι. Λένιν» του Τσερνόμπιλ είναι μια ισχυρή, προσωπική και συλλογική, μνήμη κι ας έφτασαν σε εμάς με τόση καθυστέρηση τα άσχημα νέα.
Με αυτή την έντονη (αληθινή ή επίπλαστη) μνήμη οδηγό, με το συγκλονιστικό «Voices from Chernobyl» της Αλεξέγιεβιτς διαβασμένο ξανά και ξανά, και με ντοκιμαντέρ και φωτογραφικές μαρτυρίες αποθηκευμένες στον υπολογιστή μου, ξεκίνησα να γράφω το δεύτερο βιβλίο μου, «Ρηχό νερό, σκιές» (Κίχλη, 2019). Συνειδητά δεν χρησιμοποίησα την έκρηξη του αντιδραστήρα Νο 4 στο προσκήνιο της αφήγησης, αλλά την άφησα να αιωρείται ημιδιάφανη στο φόντο.
Ετσι, αυτό το καθοριστικό γεγονός του 1986 –καθοριστικό για την Ευρώπη και τον κόσμο– βρίσκει τους κατοίκους του Πρίπιατ, της πόλης-δορυφόρου του πυρηνικού σταθμού, να κοιμούνται, να λογομαχούν, να ερωτοτροπούν ή να παλεύουν με τους εαυτούς και τους δαίμονές τους. Και η αφήγηση τους ακολουθεί για τέσσερα ακόμη 24ωρα. Λειτουργώντας ως τομή στον χώρο και στον χρόνο για τον αναγνώστη, ως το πέτασμα που διαχώρισε ανεπιστρεπτί το πριν από το μετά της ζωής των ηρώων του βιβλίου, η καταστροφή στο Τσερνόμπιλ συνομιλεί με το «Ο,τι είναι παρελθόν, είναι πρόλογος» του Σαίξπηρ στην προμετωπίδα του βιβλίου. Και καθώς η λογοτεχνία είναι εδώ για να μας θυμίζει κρίσιμα ερωτήματα (και όχι για να τα απαντά), το ερώτημα που διαπερνά το βιβλίο είναι το εξής: πώς συνομιλεί το βιωμένο παρελθόν με το παρόν και πως, εν τέλει, το προοικονομεί;
* Ο Ακης Παπαντώνης είναι μοριακός βιολόγος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Goettingen. Το δεύτερο βιβλίο του, το σπονδυλωτό μυθιστόρημα «Ρηχό νερό, σκιές» (Κίχλη, 2019), κυκλοφόρησε πρόσφατα, ενώ για το πρώτο του βιβλίο, τη νουβέλα «Καρυότυπος» (Κίχλη, 2014), τιμήθηκε με το βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Πεζογράφου του ηλεκτρονικού περιοδικού «Διαβάζω» (2015)
Για την Kαθημερινή και το Kathimerini.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

απο 11-01-09

Συνεργάτες